Μένης Κουμανταρέας: Άθραυστο γυαλί
Κάποτε διάβασα τη φράση “η ζωή είναι ένας διαρκής συμβιβασμός”. Μπορεί και να την άκουσα, να την είδα μπροστά στα μάτια μου. Ναι, τελικά την είδα, εδώ, στην πρωτεύουσα, στην Αθήνα. Από το '60 και μετά το τσιμέντο έγινε το δέρμα της πόλης. Επέβαλλε τη μονοχρωμία και την ψυχρότητα του. Αν δεν συμβιβαζόσουν, δεν μπορούσες να δεις τι συμβαίνει κάτω από το δέρμα της πόλης. Και συνέβαιναν πολλά, πολλά και διάφορα. Ναι, η εξέλιξη, η αλλαγή του αστικού τοπίου δεν ορρωδούσε, όμως στις εκβολές των λεωφόρων, των νέων πολυκαταστημάτων και των ανακαινισμένων μαγαζιών, των “ανανεωμένων” ζωών, υπήρχαν άνθρωποι και κτίρια που προσπαθούσαν να ακολουθήσουν, να προλάβουν τον καιρό και την πόλη, να συμβιβαστούν. Κάπου εκεί, ανάμεσα τους, κι ένας ψηλός, ευθυτενής άνδρας, μπροστά από τον σταθμό του ηλεκτρικού στην πλατεία Βικτορίας έβλεπε τα πάντα. Δεν έμενε εκτός διαδικασίας συμβιβασμού, δεν ήταν απροσάρμοστος, ήταν όμως απ' αυτούς που κατέγραφε την εν εξελίξει ιστορία της αστικής τοπιογραφίας. Τα χρώματα του Μάη '68 και οι νέοι άνδρες που σαν άλλαζαν άρδην την εποχή και χώριζαν τον 20ο αιώνα στο “πριν τη δεκαετία του '50 και μετά τη δεκαετία του '50”. Αυτοί ήταν σημαιοφόροι στις απατηλές διαδρομές που ξεκινούσαν μετά το '60. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι, κύριοι και κυρίες με λαϊκά ονόματα που βρίσκονταν ξανά στα γραπτά του Ταχτσή. Ο παρατηρητής μας, όμως, μέχρι τον θάνατο του έβρισκε αυτό που άφηνε η κάθε δεκαετία ή αυτό που δεν θα ξεθώριαζε πριν συμβεί κάτι άλλο άξιο καταγραφής και ενσωμάτωσης στον μύθο. Ο συγγραφέας της εκπνοής της μετεμφυλιακής περιόδου, της δικτατορίας, της μεταπολίτευσης, της κατανάλωσης και της φτήνιας των 80's, των “πλαστικών” 90's και του “εκσυγχρονισμού” λίγο πριν τη νέα χιλιετία και των νεωτερισμών των αρχών του 21ου αιώνα. Τελικά τη φράση τη διάβασα σε βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, άθραυστο, πολύχρωμο, γυαλί ήταν αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας.
Μόνος ήρθε στην Αθήνα, μόνος “έφυγε” στην Αθήνα
Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών “Κάρολος Μπερζάν” και φοίτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στη Νομική και στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες ως το 1981 και ασχολήθηκε λίγο με τη δημοσιογραφία. Κατά διαστήματα έζησε στο Λονδίνο (1948), στο Βερολίνο (1970) με υποτροφία της DAAD, ενώ έκανε σειρά ομιλιών σε πανεπιστήμια της Φινλανδίας (1984).
Έπειτα από τέσσερις δίκες, το 1969 απαλλάχθηκε από την κατηγορία “περί ασέμνου δημοσιεύματος”. Του είχε απαγγελθεί κατηγορία από το στρατιωτικό καθεστώς για το βιβλίο “Το Αρμένισμα”. Το 1970 συμμετείχε στην αντιδικτατορική έκδοση “Δεκαοχτώ κείμενα”. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της “Εταιρείας Συγγραφέων”, πρόεδρος της εταιρείας θεάτρου “Σκηνή και Νέα Σκηνή” του Λ. Βογιατζή, μέλος του Δ.Σ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, τος ΚΟΕΜ του Σταύρου Ξαρχάκου και του Συμβουλίου Φίλων της Ορχήστρας των Χρωμάτων.
Βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για “Το Αρμένισμα” και “Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω”, με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργα του “Βιοτεχνία υαλικών” και “Δυο φορές Έλληνας” και με το βραβείο “Blue Book” στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης το 2001 για το μυθιστόρημα “Ο ωραίος λοχαγός”. Το 2008 τιμήθηκε με το βραβείο του “Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη” της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1961 μεταφράζοντας, ενώ το 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, συλλογή διηγημάτων, “Τα μηχανάκια”. Πέθανε το 2014 στην Αθήνα και ένα χρόνο μετά τοποθετήθηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων “Η Σειρήνα της ερήμου” που βρέθηκε στο αρχείο του έτοιμο προς έκδοση. Πριν το καλοκαίρι θα κυκλοφορήσουν “Τα μηχανάκια”, το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, από τις εκδόσεις “Πατάκη”.
Το άστυ είναι σημείο αναφοράς στο έργο του
Ο συγγραφέας του αστικού τοπίου
Ο Κουμανταρέας είναι ο κατ' εξοχήν συγγραφέας του αστικού τοπίου. Το άστυ είναι σημείο αναφοράς στο έργο του, ο μίτος που δεν κόβεται και δεν τον αφήνει (μας αφήνει) να χαθεί στις συγγραφικές του αναζητήσεις. Υπήρξαν κι άλλοι που αξιοποίησαν το αστικό τοπίο. Ο Καραγάτσης με τον Πειραιά, ο Ταχτσής, ο Καρούζος στην ποίηση, ο Γιώργος Χρονάς,... Για τον Κουμανταρέα όμως η πόλη ήταν βασικό και σταθερό στοιχείο της μυθοπλασίας του. Ο Κουμανταρέας, με τον τρόπο του, ένιωθε άνετα στην πρωτεύουσα, τη δεχόταν όπως είναι, γινόταν πρώτη ύλη στους μύθους του, την ενσωμάτωνε και τον ενσωμάτωνε στο σώμα της. Η Αθήνα, οι γειτονιές της δεν αλλοιώνονται στα βιβλία του Κουμανταρέα, κρατούν την ομορφιά και τον χαρακτήρα τους, “αγκαλιάζουν” τους ήρωες, όποια κι αν είναι η συνθήκη, όποιος κι αν είναι ο χρόνος.
Για τον Κουμανταρέα ο τόπος που έζησε, μεγάλωσε, ήταν κάτι περισσότερο από έναυσμα, αφορμή και στήριγμα στο ξεκίνημα της λογοτεχνικής διαδρομής. Ήταν ανεξάντλητη πηγή θεμάτων, προσώπων, καταστάσεων, στιγμών, ήταν τα χνάρια του που δεν έπρεπε να χαθούν, να καλυφθούν από τη χρυσόσκονη της μοναδικής λογοτεχνικής κατασκευής. Ο Κουμανταρέας, βέβαια, δεν γράφει μόνο για την πόλη, γράφει και για τους ανθρώπους της, γι' αυτό και την κρατά δίπλα τους. Δεν πρωταγωνιστεί, συμπρωταγωνιστεί με τους ανεξίτηλους χαρακτήρες και γίνεται αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας των παθών, των καημών, των όμορφων, και σημαντικών στιγμών τους. Γι' αυτό, όσο υπάρχει η Αθήνα θα υπάρχει και ο Κουμανταρέας, θα μένει ζωντανή η ιστορία τηςαστικής τοπιογραφίας.
Στην πλατεία Βικτωρίας, πάντα
Στην οδό Χέυδεν
Η από απόσταση ματιά ας πλησιάσει στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ (ισχύει για όλες τις μεγάλες πόλεις) για να “περπατήσει” στην Πλατεία Βικτωρίας, την Πλατεία Μένη Κουμανταρέα. Όχι, δεν υπήρξε υπουργική ή άλλη απόφαση και επίσημη αλλαγή του ονόματος. Ωστόσο, όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Ελιάνα Χουρμουζιάδου στο κείμενο της “Πλατεία Μένη Κουμανταρέα” (“Οδός Πανός”, τχ.175) αυτός ήταν που την απαθανάτισε, τη διέσωσε από τα σαγόνια του χρόνου.
Ο Κουμανταρέας δεν ήταν περαστικός ή θαμώνας κάποιου καφέ, μπαρ της πλατείας, της γειτονιάς. Η οικογένεια του μετακόμισε στη πολυκατοικία της οδού Χέυδεν το 1936. Νεόδμητη (έχει τη σημασία του στη διαμόρφωση του Μ.Κ). Διαμορφώθηκε στους κόλπους της πιο γνήσιας αστικής τάξης που γνώρισε η Αθήνα. Μεγαλώνοντας έκλεισε μέσα του την πλατεία, σαν παρακαταθήκη για το μέλλον. Νοερά δεν έφυγε ποτέ από κει, πιστός, αφοσιωμένος, πάντα της έβρισκε θέση στα βιβλία του.
Το 1989 στον “Πλανόδιο Σαλπιγκτή” έγραφε “Εσείς δεν νιώσατε ποτέ για τη δική σας γειτονιά κάποιο αίσθημα ιδιαίτερο, σχεδόν ιδιοκτησίας;”. Με ύφος ιδιοκτήτη, λοιπόν, χρησιμοποιεί την πλατεία στα βιβλία του. Πρώτη φορά στο “Κουρείο” (1979). Δυο χρόνια μετά κυκλοφορεί βιβλίο που ζωντανεύει την πλατεία από διαφορετική οπτική γωνία. Στα “Σεραφείμ και Χερουβείμ” (1981) χαρτογραφεί την εφηβεία του και την περιοχή στη δεκαετία του '40. Ήταν η εποχή που κίτρινα τραμ και μαύρα ταξί περνούσαν από την Πατησίων και οι άνθρωποι ανέβαιναν τα σκαλιά του Ηλεκτρικού χωρίς βιασύνη, ενώ κάτω από τις μουριές της πλατείας καλοντυμένοι κύριοι και κυρίες απολάμβαναν το παγωτό τους. Μια εικόνα της αστικής τάξης “όπως ήταν τότε, πριν χάσει τη λάμψη της” σύμφωνα με τον ίδιο. Το 1993 επιστρέφει στην πλατεία με τη “Συμμορία της άρπας”. Τώρα υπάρχουν φαστ φουντ με πλαστικά καθίσματα και φώτα νέον. “Πρόσφυγες και μετανάστες, βιδωμένοι στους πάγκους, μουγκοί κι ανέκφραστοι, πίνουν καφέδες και καπνίζουν”. Οι μεγαλοαστοί έχουν προ πολλού φύγει για τα βόρεια προάστια. Στο “Γυναίκα που πετάει” (2006) ο αφηγητής, κάτοικος άλλοτε της πλατείας, παρατηρεί ότι τώρα δεν έχει μείνει ούτε ένα από τα ωραία ζαχαροπλαστεία στα οποία απολάμβανε την πάστα του. Όσον αφορά το διαμέρισμα της οδού Χέυδεν, εμφανίζεται και αυτό στο έργο του τρεις φορές. Ωστόσο, όσο κι αν αγαπούσε την πόλη του, όσο κι αν επέστρεφε στη γειτονιά του, όσο κι αν την είχε αναζητήσει στις απουσίες του, τόνιζε ότι δεν νοσταλγούσε το παρελθόν της, γιατί όπως έχει πει “η νοσταλγία είναι ένα θηρίο που σου τρώει την ψυχή” και αυτό δεν το ήθελε.
Τα βιβλία που συνοψίζουν το σύμπαν του Μ.Κ
“Βιοτεχνία υαλικών”, “Δυο φορές Έλληνας”
Τα βιβλία που συνοψίζουν -κατά την άποψη του γράφοντος- τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα είναι δύο: “Βιοτεχνία υαλικών”, “Δυο φορές Έλληνας”. Για το πρώτο έχει πει στον Γιάννη Αντωνόπουλο πως “το βιβλίο που εδραίωσε τον τρόπο που γράφω και που ένιωσα ασφαλής και μια γενική αποδοχή, ήταν η Βιοτεχνία υαλικών”. Όσον αφορά το δεύτερο, η εποποιία του. Η Αθήνα και η Ελλάδα σε τέσσερις δεκαετίες. Τέλος Εμφυλίου, αρχές της καταναλωτικής- “εκσυγχρονιστικής” Ελλάδας. Πρώτα τα υαλικά όμως. Αρχή της Μεταπολίτευσης, αρχή νέων ονείρων, ελπίδες για εκπλήρωση των παλιών, φόβος να μην σβήσουν απότομα, επώδυνα. Η βιοτεχνία υαλικών της Μπέμπας και του Βλάση Ταντή πέρασμα, πέρασμα για όσα ξεκίνησαν, για όσα εξελίχθηκαν και για όσα “άγγιξαν” το λαμπρό μέλλον. Το μυθιστόρημα του Κουμανταρέα περιγράφει τη σταδιακή αποσύνθεση, την αργή και βασανιστική κατάρρευση εύθραυστου σώματος. Το τέλος της χούντας, οι σωρευμένες εμπειρίες αλληλοσπαραγμού δεκαετιών, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, συντρίβονται πάνω στο οξειδωμένο μέταλλο του χρόνου και στο ναρκοθετημένο πεδίο της αναπτυσσόμενης ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Η Μπέμπα και ο Βλάσης αγαπημένοι, ενωμένοι και αποφασισμένοι να κρατήσουν και γιατί όχι να μεγαλώσουν την επιχείρηση τους. Στην αρχή. Οι φίλοι τους, Ραχούτης, Μαλακατές, δίπλα τους, γεμάτοι ενθουσιασμό, ανέμελοι και αισιόδοξοι με τον τρόπο τους. Στην αρχή. Το πέρασμα του χρόνου όμως βαραίνει στους ώμους και την ψυχή τους. Ο Βλάσης αναπολεί τα παλιά, η Μπέμπα θέλει να προχωρήσει, να παλέψει με την αμείλικτη πρόοδο και να επιβιώσει, όμως στο ξάφνιασμα του χρόνου έρχεται ο παράνομος έρωτας. Οι φίλοι αφήνονται μόνοι, με άδεια διαχείρισης της επιχείρησης. Παρασύρονται από παλιό “φίλο” και μπλέκονται στα γρανάζια του δανεισμού, των χρεών, των κατασχέσεων. Στο τέλος η μοναξιά θριαμβεύει. Με αδρά χαρακτηριστικά, ο Κουμανταρέας περιγράφει τη μεταιχμιακή κατάσταση των ηρώων του, της πόλης, της χώρας. Δεν είναι αισιόδοξος, αλλά ρεαλιστής. Με γλυκόπικρο ύφος, κρυστάλλινη πρόζα και φροντισμένο σενάριο στην εντέλεια, μας καθηλώνει στη “Βιοτεχνία υαλικών”.
Το ίδιο συμβαίνει και στο “Δυο φορές Έλληνας”. Η περιπλάνηση των χαρακτήρων, του Ευγένιου, της Μάχης, του Άγγελου και των υπόλοιπων Ελλήνων στον χρόνο και τον χώρο μοιάζει με αυτή στη “Βιοτεχνία υαλικών”. Εδώ, ο προσδιορισμός της εθνικότητας έχει σημασία. Η χώρα πασχίζει να βρει την ταυτότητα της και μαζί οι κάτοικοι της. Από διαφορετικό δρόμο ο καθένας. Ταξικό-ιδεολογικό. Για τους εθνικόφρονες είναι η προστασία από τον κομμουνιστικό κίνδυνο και η προσαρμογή στις εξελίξεις, σε όλα τα επίπεδα. Για τους αριστερούς είναι η προσπάθεια να ξαναβρούν τον εαυτό τους μετά τις διώξεις και τις εκτοπίσεις στα ξερονήσια. Αυτοί που “ανένηψαν” δια της βίας και έγιναν “Δυο φορές Έλληνες” αγωνίζονται να πιάσουν το νήμα από κει που κόπηκε. Παράλληλες πορείες, πορείες που διασταυρώνονται, πορείες αντίθετες, σε τέσσερις δεκαετίες, την περίοδο που η Ελλάδα αλλάζει σχεδόν εκ βάθρων. Σε αυτό το πεδίο απλώνει την τεχνοτροπία, την αφηγηματική του τεχνική, τη σκιαγράφηση των προσώπων, την περιγραφή των τόπων, τα διαλογικά μέρη που δίνουν τα λεπτά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.
Η απόσταση του χρόνου γίνεται παγίδα στην αποτίμηση του καλλιτεχνικού έργου. Υπάρχουν φορές που οδηγεί σε παράβλεψη των ψεγαδιών, υπάρχουν φορές που η υπερβολή διαστρεβλώνει. Στην περίπτωση Κουμανταρέα το έργο αποτρέπει τον κίνδυνο της λοξοδρόμησης. Είναι στιβαρό, συμπαγές και η συνέπεια του δημιουργού το προστατεύει από πάθη και φόβους. Δεν μπορείς να μη δεις και θαυμάσεις τη σταθερή εξέλιξη του έργου και του ταλέντου. Ολοφάνερη και η ευγένεια, το ήθος και ο σεβασμός του συγγραφέα στους ανθρώπους, το αστικό τοπίο, τις τέχνες, τα συναισθήματα. Γι' αυτό, Μένης Κουμανταρέας, το άθραυστο γυαλί.
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε την Αλεξάνδρα Τράντα, διαχειρίστρια του έργου του Μ.Κ, για την παραχώρηση της άδειας χρήσης του φωτογραφικού υλικού. Μπορείτε να τις βρείτε στο meniskoumantareas.gr.
Πηγές
-meniskoumantareas.gr
- “Οδός Πανός”, τχ.175, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2017