35 ημέρες με πλοίο για 90 λεπτά μπάλα
Την δεκαετία του ‘30, για να διασχίσει κάποιος τον Ατλαντικό Ωκεανό με εμπορική πτήση, έπρεπε να νοικιάσει ένα ζέπελιν και αυτό κόστιζε, κυριολεκτικά, μια περιουσία. Στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1930, οι περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες αρνήθηκαν την πρόσκληση του προέδρου της FIFA, Ζιλ Ριμέ, για να κάνουν το μεγάλο, μακρινό και απίστευτα κοπιαστικό ταξίδι με πλοίο στην Ουρουγουάη.
Μόνο τέσσερις αποδέχτηκαν την πρόσκληση – πρόκληση: Βέλγιο, Γαλλία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία. Από αυτές, μόνο η Γιουγκοσλαβία κατάφερε να τερματίσει πρώτη στον όμιλό της και να πάρει την πρόκριση για τα ημιτελικά, όπου γνώρισε την συντριβή (6-1) από την οικοδέσποινα και μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια Ουρουγουάη.
Η Γιουγκοσλαβία σάλπαρε στη Μασσαλία με δικά της έξοδα, αφού δεν μπόρεσε να τα μοιραστεί με την Αίγυπτο, η οποία λόγω κακοκαιρίας άργησε να φτάσει στο γαλλικό λιμάνι. Βέλγιο, Γαλλία και Ρουμανία μοιράστηκαν τα έξοδα και ξεκίνησαν από Γένοβα, κάνοντας στάσεις σε Βιλφράνς σουρ Μερ, Βαρκελώνη, Λισαβόνα, Μαδέιρα, Κανάρια Νησιά και Ρίο ντε Τζανέιρο, παρέα με τον Ζιλ Ριμέ και το τρόπαιο του Μουντιάλ. Ολόκληρο ταξίδι.
Το 1934, ο Μπενίτο Μουσολίνι κίνησε τα νήματα για να διοργανώσει η Ιταλία το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ο Ιταλός δικτάτορας, με πιέσεις στον Ριμέ και στην Σουηδία, έτερη χώρα που διεκδίκησε την διοργάνωση, πέτυχε τον στόχο του, μετατρέποντας στη συνέχεια το Μουντιάλ σε ένα άρμα πρωτοφανούς φασιστικής προπαγάνδας. Έβαλε τα βρώμικα χέρια του πάνω στο ποδόσφαιρο όπως έκτοτε έκαναν, δυστυχώς, αμέτρητοι πολιτικοί ηγέτες με όλα τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα.
Αυτή την φορά, λοιπόν, η οδύσσεια και η τεράστια ταλαιπωρία θα ήταν… προνόμιο των ομάδων από τη Νότια Αμερική. Όχι, όμως, για όλες, αφού η πρώτη παγκόσμια πρωταθλήτρια αποφάσισε να μποϊκοτάρει την διοργάνωση και να μην δώσει το παρών για να υπερασπιστεί τα σκήπτρα της.
Η Ιταλία, από την οποία ο Μουσολίνι απαίτησε (χωρίς εισαγωγικά) να κατακτήσει το τρόπαιο, εκμεταλλεύτηκε πρωτίστως την απουσία της κορυφαίας εθνικής ομάδας στον κόσμο εκείνη την εποχή.
Η Ουρουγουάη, χρυσή ολυμπιονίκης (1928) και παγκόσμια πρωταθλήτρια (1930), γύρισε την πλάτη στο Μουντιάλ, ως αντίποινα για την απουσία ευρωπαϊκών ομάδων από την πρώτη διοργάνωση (μεταξύ των οποίων η διοργανώτρια Ιταλία), ούσα η πρώτη (και μοναδική έως τώρα) φορά που η πρωταθλήτρια δεν υπερασπίστηκε το στέμμα της.
Οι ερασιτέχνες της Αργεντινής
Η Αργεντινή, αντίπαλος της στον τελικό του 1930 (όπου και ηττήθηκε με 4-2), ανακοίνωσε αρχικά ότι στηρίζει την απόφαση της γείτονας χώρας. Μετά το μποϊκοτάζ της Ουρουγουάης, όμως, η Ιταλία του Μουσολίνι δεν μπορούσε να δεχθεί και ένα δεύτερο, τόσο βαρύ «όχι».
Ο «Ντούτσε» έφτασε στο σημείο να στείλει τον Τζιόρτζιο Βακάρο, πρόεδρο της ιταλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, να συναντήσει τον Αργεντινό Πρέσβη στην Ιταλία, Χοσέ Μαρία Καντίλο, προκειμένου να πειστεί η Αργεντινή να στείλει την εθνική ομάδα.
Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να δεσμευτεί για την κάλυψη όλα τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των Αργεντινών. Εντέλει, η ομοσπονδία αποφάσισε να στείλει μια ομάδα να την εκπροσωπήσει. Μια ομάδα, αλλά όχι ακριβώς εθνική ομάδα.
Και αυτό γιατί αποτελούνταν ως επί το πλείστον από εντελώς ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές. Ο λόγος; Η Αργεντινή ήταν ενοχλημένη από την «αρπαγή» κορυφαίων παικτών από την Ιταλία, αφού οι Λουίς Μόντι, Ατίλιο Ντεμαρία, Ενρίκε Γουάιτα και Ραϊμούντο Όρσι αποφάσισαν να αφήσουν την χώρα τους και να ενισχύσουν την εθνική ομάδα της οικοδέσποινας χώρας.
Συν τοις άλλοις, το εθνικό πρωτάθλημα στην Αργεντινή είχε ξεκινήσει μόλις τρία χρόνια νωρίτερα και η ομοσπονδία επένδυσε σε αυτό. Το μεγάλο ταξίδι, διάρκειας ενός μηνός (και βάλε), σε συνδυασμό με την προετοιμασία, την απέτρεψε από το να συνθέσει μια πραγματικά ανταγωνιστική ομάδα με αστέρια από Μπόκα Τζούνιορς ή Ρίβερ Πλέιτ, όπως ο Φρανσίσκο Βαράγιο ή ο Μπερναμπέ Φερέιρα αντίστοιχα.
Αποφασίστηκε, λοιπόν, να φτιαχτεί μια ομάδα από ποδοσφαιριστές που προέρχονταν από ομάδες του εσωτερικού της χώρας, από γνωστές ομάδες (Κολόν Σάντα Φε, Ουνιόν, Γοδόι Κρουζ), αλλά και όχι τόσο (Σαρμιέντο ντε Τσάκο, Σπορτίβο Ντεσαμπαράδος, Μπαράκας Σεντράλ, Σπορτίβο Αλσίνα). Ιδιαίτερη περίπτωση μεταξύ αυτών ο Παραγουανός μέσος Κονσταντίνο Ουρμπιέτα Σόσα, ο ένας εκ των τριών συνολικά «νατουραλιζέ» που χρησιμοποίησε ποτέ η Αργεντινή.
Η επιλογή μιας ομάδας που έμοιαζε καταδικασμένη προτού καν ταξιδέψει, δέχθηκε σκληρή κριτική από τα μέσα της εποχής, μεταξύ των οποίων και το περιοδικό «El Gráfico», το οποίο ήδη κυκλοφορούσε και έκανε λόγο για «μια ομάδα που δεν συνιστά αυθεντική εκπροσώπηση του πραγματικού επιπέδου του ποδοσφαίρου της χώρας».
15 μπάλες… στην θάλασσα!
Εκτός από την Αργεντινή, μόλις άλλες τρεις μη ευρωπαϊκές ομάδες έδωσαν το παρών στην διοργάνωση. Η Βραζιλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αίγυπτος, η οποία και έγινε η πρώτη αφρικανική ομάδα που έπαιξε ποτέ σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Η Αλμπισελέστε, με προπονητή τον Ιταλό Φελίπε Πασκούτσι (λύση ανάγκης χωρίς καθολική συναίνεση, έμεινε στη χώρα του μετά το Μουντιάλ και ασχολήθηκε μέχρι και με… πόλο), επιβιβάστηκε σε πλοίο ονόματι «Neptunia», προετοιμασμένη για να ταξιδέψει 17 ολόκληρες ημέρες μέχρι να φτάσει στο λιμάνι της Γένοβας.
Στις αποσκευές τους, τα μέλη της αποστολής είχαν μαζί τους, εκτός από ρούχα, παπούτσια και τρόφιμα, 15 μπάλες, προκειμένου να μπορούν να προπονούνται στο κατάστρωμα. Μαρτυρίες εκείνης της εποχής λένε ότι, από την τέταρτη μέρα, οι προπονήσεις με μπάλα σταμάτησαν, αφού όλες είχαν καταλήξει στο βυθό της θάλασσας.
Πήγε, είδε, έπαιξε, απήλθε
Εξαιτίας ενός περίεργου προκριματικού συστήματος, η Αργεντινή είχε μπροστά της να δώσει μόνο ένα παιχνίδι, προκειμένου να βρεθεί στα προημιτελικά, αφού καταργήθηκαν οι όμιλοι της πρώτης διοργάνωσης και όλοι οι αγώνες ήταν νοκ άουτ.
Στις 27 Μαΐου του 1934, στη Μπολόνια, η… ερασιτεχνική Αλμπισελέστε τέθηκε αντιμέτωπη με την σκληροτράχηλη Σουηδία, η οποία είχε παίκτες σε πολύ υψηλότερο επαγγελματικό επίπεδο, πιο δυνατούς και, κυρίως, πολύ πιο ξεκούραστους.
Ο αμυντικός Ερνέστο Μπέλις (4’) και ο επιθετικός Αλμπέρτο Γκαλάτεο (48’) έδωσαν δύο φορές το προβάδισμα στην Αργεντινή, το όνειρο της οποίας για πρόκριση αποδείχθηκε απατηλό. Η Σουηδία, με δύο γκολ του Σβεν Γιόνασον (9’, 67’) και ένα του Κνουτ Κρόον (79’), ανέτρεψε το σκορ και πήρε τη νίκη – πρόκριση (3-2), αποκλειόμενη στη συνέχεια από την Γερμανία.
Η Αργεντινή έκανε ταξίδι 17 ημερών, έπαιξε μόλις ένα ματς και πήρε τον πρόωρο, πικρό δρόμο της επιστροφής, ο οποίος κράτησε 18 ημέρες. Συνολικά, δηλαδή, ξόδεψε 35 ημέρες στη θάλασσα, απλά και μόνο για να παίξει 90 λεπτά.
Όχι, βεβαίως, ότι ήταν η μοναδική με οδύσσεια χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η Βραζιλία έκανε έντεκα ημέρες να φτάσει στην Ιταλία. Και, στο πρώτο της παιχνίδι, αποκλείστηκε στη Γένοβα από την Ισπανία (1-3), με την οποία μάλιστα συνταξίδεψε από την Βαρκελώνη στην Γένοβα! Η Σελεσάο, παρ’ ότι είχε κανονική εθνική ομάδα και παίκτες όπως ο θρυλικός σκόρερ Λεόνιντας, γύρισε άπραγη και έκανε άλλες δώδεκα μέρες ταξίδι. Επί της ουσίας 35 ημέρες η μια και 23 η άλλη, για το τίποτα..