To «άγνωστο» '87!
Ώρα 22:01 της 14ης Ιουνίου του 1987: Ο αείμνηστος Φίλιππας Συρίγος μόλις έχει ολοκληρώσει το «όχι τρίποντο, όχι τρίποντο». Εκατομμύρια Ελληνες αγκαλιασμένοι μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες και χιλιάδες άλλοι στην πόρτα της εξόδου του σπιτιού τους με μια σημαία ανά χείρας σαν να πρόκειται για την απελευθέρωση της χώρας. Μια παρέα αθλητών στη μέση ενός γηπέδου που μοιάζει με αρένα να ζουν το άπιαστο όνειρο και να μην αντιλαμβάνονται καν πόσο αλλάζουν τη ζωή του μέσου Έλληνα και φυσικά τη δική τους.
Πέρασαν 28 χρόνια από τότε που η Εθνική ομάδα μπάσκετ ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, δημιουργώντας την μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού μέχρι να έρθει η Εθνική ποδοσφαίρου του 2004 για να πάρει τα σκήπτρα.
Το 103-101 επί των Σοβιετικών με τις περιβόητες βολές του Αργύρη Καμπούρη έχουν χαραχθεί βαθιά στη μνήμη των μπασκετικών και τα αφιερώματα κάθε χρόνο τέτοια ημέρα δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής για όλους εκείνους που άλλαξαν τη ζωή μας και τη μοίρα αυτού του αθλήματος.
Νίκος Σταυρόπουλος, Παναγιώτης Γιαννάκης, Αργύρης Καμπούρης, Νίκος Λινάρδος, Παναγιώτης Καρατζάς, Μιχάλης Ρωμανίδης, Νίκος Φιλίππου, Λιβέρης Ανδρίτσος, Παναγιώτης Φασούλας, Μέμος Ιωάννου, Φάνης Χριστοδούλου, Νίκος Γκάλης, και Κώστας Πολίτης (προπονητής) έγραψαν την ιστορία με χρυσά γράμματα. Η Ελλάδα με 6-2 συνολικό ρεκόρ έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης, νικώντας διαδοχικά την Ρουμανία, την Γιουγκοσλαβία, την Γαλλία, την Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία (2η φορά) και στον τελικό τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση.
Εριχναν νερό με κουβάδες στις ουρές για τα εισιτήρια
Ντάλα καλοκαίρι, θερμοκρασία που έφτανε στους 36 βαθμούς και παιχνίδι με παιχνίδι οι ουρές του ΣΕΦ αυξάνονταν και πληθύνονταν. Πριν από τον ημιτελικό με την Γιουγκοσλαβία οι σκηνές που διαδραματίστηκαν δεν είχαν προηγούμενο. Από τις 6 το πρωί χιλιάδες άνθρωποι στήθηκαν στην ουρά και περίμεναν για ένα «μαγικό χαρτάκι», την ώρα που οι μαυραγορίτες οργίαζαν και η Αστυνομία προσπαθούσε να ελέγξει την κατάσταση. Δεκάδες λιποθυμίες σε καθημερινή βάση και είναι χαρακτηριστική η φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στον Τύπο της εποχής με τους υπαλλήλους να καταβρέχουν τον κόσμο με κουβάδες προκειμένου αυτοί να γλιτώσουν την αποπληξία και την ηλίαση! Το ΣΕΦ βεβαίως - βεβαίως είχε τουλάχιστον 5.000 κόσμο απ' ό,τι πραγματικά χωρούσε το γήπεδο, ενώ χιλιάδες ήταν αυτοί που τελικά έμειναν εκτός γηπέδου, με τους ανθρώπους της ΕΟΚ να κρύβονται προκειμένου να γλιτώσουν από την τρέλα του κόσμου.
Ήταν ίσως μία από τις λίγες εποχές που ένα γεγονός ένωνε τόσο πολύ την πολιτική ηγεσία. Δίπλα - δίπλα στα επίσημα του ΣΕΦ ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και βεβαίως όλοι οι υπουργοί και παραυπουργοί με την Μελίνα Μερκούρη να κλέβει την παράσταση. Αποκορύφωμα όλων αυτών βεβαίως η ιστορική φωτογραφία, μετά τον ημιτελικό με την Γιουγκοσλαβία, με τον Παναγιώτη Φασούλα να σηκώνει στους ώμους τη Μελίνα, την στιγμή που 20.000 άνθρωποι έτρεχαν πίσω από το πούλμαν της εθνικής ομάδας, όσο αυτό κατευθύνονταν στη Γλυφάδα όπου διέμενε η αποστολή.
Τα όσα συνέβησαν στο περιβόητο «Τζόουνς» των Νοτίων Προαστίων δεν έχουν προηγούμενο κι αν οι τοίχοι είχαν αυτιά και μάτια θα ήταν σίγουρα πλούσιοι. Την Κυριακή μετά τον τελικό, όταν η αποστολή έφτασε μετά κόπων και βασάνων στο ξενοδοχείο, χρειάστηκε να οργανωθεί σχέδιο... απόδρασης των παικτών από την αστυνομία, καθώς κάτω από τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που δεν έφευγαν με τίποτα. Οι παίκτες μάζεψαν τα πράγματά τους και στις 4 το πρωί έφυγαν από την πίσω πόρτα, μέσα από το μαγειρίο και με την συνοδεία αστυνομικών.
Το δράμα του «τίμιου γίγαντα»
Για να βάλεις αυτές τις βολές θα πρέπει να έχεις άγνοια κινδύνου, ενδεχομένως να μην αντιλαμβάνεσαι τι διακυβεύεται από τα δικά σου χέρια. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι αν στη θέση του Καμπούρη ήταν ο Γκάλης ή ο Γιαννάκης ίσως οι βολές να μην έμπαιναν ποτέ. Ο «τίμιος γίγαντας» που φώναζε ο μέγας Φίλιππας Συρίγος βρέθηκε από την... οικοδομή στη γραμμή των ελευθέρων βολών κι έμελλε να γίνει ο άνθρωπος που θα άλλαζε την ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Πριν από την πρώτη βολή γυρίζει στον πάγκο και βλέπει μια εικόνα που στους περισσότερους θα πρόσθετε επιπλέον βάρος. Οι μισοί να τον κοιτούν με αποφασιστικότητα και οι άλλοι μισοί να... κοιτούν στις εξέδρες, μην αντέχοντας να ζήσουν live την στιγμή.
Ο Καμπούρης φυσάει τα δάχτυλά του προτού πιάσει την μπάλα, ρίχνει ένα βλέμμα στον ουρανό και... πάνω που έχει αρχίσει να το κουβεντιάζει με τον Θεό ακούει την αγριοφωνάρα του Φασούλα να του λέει «Ψηλέ, μαζί πηδάμε στον ουρανό. Δυνατά ρε».
Πριν καλά - καλά συγκεντρωθεί έρχεται ο Γιαννάκης από μακριά για να του πει κάτι αντίστοιχο κι όταν πλέον πιάνει την μπάλα στα χέρια του πατάει... pause στα όσα ζούσε και στέλνει «ασάλιωτες» τις βολές στο διχτάκι των Ρώσων.
Η ιστορία θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική αν τέσσερις ημέρες νωρίτερα η οικογένεια του Αργύρη Καμπούρη δεν είχε αποφασίσει να αποκρύψει από τον «τίμιο γίγαντα» την περιπέτεια υγείας του πατέρα του. Οπως έγραφε το ΕΘΝΟΣ και ο Τάκης Ευσταθίου στα τότε ρεπορτάζ, την Πέμπτη πριν από τον τελικό, ο πατέρας του Καμπούρη υπέστη έμφραγμα και ο αδελφός του προτίμησε να του το κρατήσει κρυφό μέχρι να τελειώσουν οι αγωνιστικές υποχρεώσεις της Εθνικής. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Καμπούρης απουσίαζε από το γλέντι το βράδυ του τελικού, καθώς την ίδια ημέρα πήγε στο «Υγεία» για να δει τον πατέρα του που ευτυχώς είχε ξεφύγει τον κίνδυνο!
Σίγουρα στο ίδιο νοσοκομείο... έστειλε και πολλούς άλλους πολίτες που εκείνο το βράδυ υπέστησαν καρδιακά επεισόδια και λιποθυμίες. Τα δημοσιεύματα του Τύπου ήταν γεμάτα από περιστατικά ανθρώπων που σωριάστηκαν από την ένταση και πολλούς άλλους που διακομίστηκαν στα νοσοκομεία για να τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Ηταν τέτοιο το χάος στους δρόμους από τα εκατομμύρια των πολιτών που ξεχύθηκαν στις πλατείες που μια απόσταση 20 λεπτών την έκανες σε περισσότερο από 4-5 ώρες!
Το πριμ των ιδιωτών και δώρο μια τηλεόραση!
Ήταν οι εποχές που τα πάντα ήταν πιο ρομαντικά, πιο αληθινά. Τότε που το χρήμα, ο επαγγελματισμός δεν είχε διαβρώσει τα πάντα στον αθλητισμό. Εποχές που οι παίκτες αμοίβονταν ακόμη με ψίχουλα σε σχέση με τώρα και η επιβράβευση ήταν... μια τηλεόραση και κάμποσες κρουαζιέρες.
Το συνολικό πριμ που μοιράστηκαν τα «χρυσά» παιδιά του ελληνικού μπάσκετ άγγιξε τα 200 εκατομμύρια δραχμές, ποσό μυθικό βεβαίως για τα δεδομένα του 1987. Παιχνίδι με το παιχνίδι, πρόκριση με την πρόκριση, το ποσό ανέβαινε, ξεκίνησε από τα 23 εκατομμύρια, έφτασε τα 100 και την επομένη του θριάμβου άγγιξε τα 200! Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων προήλθαν από ιδιώτες, επώνυμους επιχειρηματίες. Σύμφωνα με τα δημοσίευματα της εποχής, 100.000 δολάρια μοίρασε το ίδρυμα Ωνάση, 5 εκατομμύρια δραχμές έδωσε η Ενωση Ελλήνων εφοπλιστών, 25 εκατομμύρια η οικογένεια Λάτση, 5 εκατομμύρια ο τότε πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός Γιώργος Βαρδινογιάννης, 1 εκατομμύρια έδωσε η Μαρινέλα (!) ενώ την πλειοψηφία των χρημάτων έδωσε η ΕΟΚ και η Εθνική Τράπεζα. Πέραν αυτών, στα μέλη της Εθνικής ομάδας αποφασίστηκε να δοθεί από ένα αυτοκίνητο και από... μία τηλεόραση (!), ενώ η προσφορά των ιδιωτών ήταν τέτοια που σε καθημερινή βάση κατατίθονταν στους παίκτες προτάσεις για δωρεάν κρουαζιέρες και δώρα από διάφορα μαγαζιά επώνυμα και μη. Μάλιστα, υπήρξε η σκέψη να ανοιχτεί κι ένας λογαριασμός στην Εθνική Τράπεζα προκειμένου οι απλοί πολίτες να ανταμείψουν τους παίκτες καταθέτοντας ένα ποσό, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη από τους Έλληνες διεθνείς.
Το αντίκτυπο του θριάμβου άρχισαν να το εισπράττουν οι παίκτες από την επόμενη κιόλας ημέρα. Κυριακή η Ελλάδα πανηγύρισε την κούπα, την Πέμπτη δεκάδες εταιρείες είχαν προσφέρει εκατομμύρια στον Γκάλη και τον Γιαννάκη για μια τηλέοπτική διαφήμιση. Στον πρώτο είχε προταθεί να διαφημίζει κύβους σούπας με 14 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στον δεύτερο έγινε πρόταση για την διαφήμιση εταιρείας γάλακτος!
Οι εφημερίδες έγραφαν... πώς είναι οι μπασκέτες
Το Ευρωμπάσκετ του '87 καταγράφεται στην ιστορία ως το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, καθώς είναι η επιτυχία που επηρέασε όσο καμία άλλη την πορεία ενός αθλήματος στη χώρα. Πιθανότατα είναι η πρώτη φορά παγκοσμίως που μια επιτυχία καθορίζει τόσο πολύ την μετέπειτα πορεία ενός λαού στο κομμάτι του αθλητισμού. Από το ίδιο βράδυ η Ελλάδα γέμισε μπασκέτες και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής προκαλούν σοκ. Περιγράφονται εικόνες με παιδάκια να κλαίνε έξω από το γήπεδο ή έξω από το ξενοδοχείο της Εθνικής επειδή τα μαγαζιά ήταν κλειστά και οι γονείς δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το αίτημά τους για μια μπάλα ή μια μπασκέτα.
Το σύνθημα το έδωσε ο Παναγιώτης Γιαννάκης με τη λήξη του μεγάλου τελικού, όταν μπροστά στις κάμερες και την πολιτική ηγεσία του τόπου, φώναξε το «δώστε μπάλες στα παιδιά».
Οι εφημερίδες ξεκίνησαν την επόμενη μέρα να πηγαίνουν από μαγαζί σε μαγαζί αθλητικών ειδών και να αναζητούν πληροφορίες για το πώς φτιάχνεται μια μπασκέτα και πόσο κοστίζει με ταμπλό ή χωρίς! Μάλιστα, η τότε τιμή για το απλό στεφάνι έφτανε τις 2.500 δραχμές και υπήρχαν θέματα με τα οποία οι δημοσιογράφοι παρότρυναν τους γονείς να κάνουν αυτοσχέδια ταμπλό για τα παιδιά τους.
Ήταν τέτοια η τρέλα του κόσμου και των μικρών παιδιών που μέσα σε τρεις ημέρες η πολιτική ηγεσία ανακοίνωσε... μέτρα υπέρ του μπάσκετ. Ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού Σήφης Βαλυράκης είχε υποσχεθεί μεταξύ άλλων:
-Την κατάσκευή του ΟΑΚΑ που θα ξεκινήσουσε το 1987.
-15 υποτροφίες Ελλήνων προπονητών για τις ΗΠΑ.
-Την λειτουργία δύο σχολών εποιμόρφωσης για μπάσκετ.
-Να δοθούν 60.000 μπάλες μπάσκετ και 100.000 φόρμες στα σχολεία.
-Δόθηκαν 80 εκατομμύρια σε 30 Νομαρχίες για να τοποθετηθούν μπασκέτες «εδώ και τώρα» στα σχολεία
Ολα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά του τι άλλαξε τα επόμενα τέσσερα - πέντε χρόνια στην Ελλάδα. Χιλιάδες παιδιά κυκλοφορούσαν με μια μπάλα στα χέρια, χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν δουλειές σε διάφορα πόστα που είχαν σχέση με το μπάσκετ και μια μεγάλη γεννιά παιδιών γαλουχήθηκε με πρότυπα τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, πρόσωπα που επί χρόνια έμοιαζαν με ροκ σταρ που κάθε εμφάνισή τους προκαλούσε ντελίριο.
Εκσφεδονίστηκα από την 6η σειρά στην πρώτη
Κάθε μπασκετάνθρωπος ηλίκιας 30-40 έχει να λέει κάθε χρόνο τέτοια μέρα για το πώς έζησε την 14η Ιουνίου του 1987. Αλλοι μπροστά σε μια τηλεόραση, άλλοι στην Ομόνοια, άλλοι σε κάποια γωνιά του σταδίου. Ημουν από τους προνομιούχους, γιατί προέρχομαι από μπασκετική οικογένεια και είχαμε φροντίσει για... οικογενειακό διαρκείας από την αρχή μέχρι και το φινάλε του Ευρωμπάσκετ. Μπαμπάς, μαμά και 9χρονος τότε γιος αναχωρούσαν κάθε μεσημέρι για το ΣΕΦ με σταθερή θέση στην 6η-7η σειρά των πτυσσόμενων εξεδρών. Από τη νύχτα της 14ης Ιουνίου ομολογώ πως δεν θυμάμαι πολλές εικόνες. Η τελευταία κόρνα της γραμματείας με βρήκε κυριολεκτικά στον... αέρα, να εκσφεδονίζομαι σαν αντικείμενο και από τύχη να με συγκρατεί κάποιος άγνωστος στην 2η σειρά της εξέδρας. Οι 20.000 άνθρωποι που βρίσκονταν στο ΣΕΦ εκείνο το βράδυ δεν ήταν «άγνωστοι». Ηταν κυριολεκτικά μια παρέα, ήταν τόσες οι αγκαλιές μεταξύ ανθρώπων που δεν γνώριζαν τον διπλανό τους που αναρωτιόμουν αν όλοι αυτοί είχαν αγοράσει σαν παρέα τα εισιτήρια! Εκείνο το βράδυ η Ελλάδα ενώθηκε, κυριολεκτικά έγινε ένα, από τις λίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου που έχουμε να λέμε πως ήμασταν μια γροθιά. Εβλεπες ανθρώπους να μπαίνουν σε αυτοκίνητα άσχετων για να πάνε όλοι μαζί στην Ομόνοια, έβλεπες παιδιά (καλή ώρα...) να αγκαλιάζουν αγνώστους και να τους νιώθουν σαν συγγενείς. Δεν πιστεύω ότι θα το ξαναζήσω ποτέ, δεν πιστεύω ότι θα το ζήσει ποτέ το παιδί μου και γι αυτό θεωρώ πως είμαι τυχερός που το έζησα, γιατί πολύ απλά δεν θα το ξαναζήσει κανείς.