Ο Ιπτάμενος... ποιητής
Ενα χαρακτηριστικό που έχει να κάνει με τους ποιητές ορίζει πως... εάν θέλεις να εκνευρίσεις έναν από δαύτους, προσπάθησε να εξηγήσεις την ποίηση του. Δεν το γνώριζαν βέβαια αυτό όσοι είχαν απορίες χαζεύοντας τον να καλπάζει με την χαρακτηριστική χαίτη των 70s. Γι' αυτό και όποτε με θαυμασμό ρωτούσαν τον ποδοσφαιριστή: «μα καλά πώς το έκανες αυτό;» εκείνος αρνούνταν να απαντήσει και αποχωρούσε με γκριμάτσα. Το ίδιο συνέβαινε και αργότερα με την καπαρντίνα στους πάγκους. Τότε που είτε αρχικά αλά Πολ Νιούμαν με το τσιγάρο στα χείλη ή και λίγο αφότου το έκοψε αναγκαστικά, με τα γλειφιτζούρια chupa chups στο στόμα να διαδέχονται νευρικά το ένα το άλλο, απαντούσε με εκνευρισμό: «Μα εάν ήθελα να το καταλάβετε, θα το εξηγούσα καλύτερα». Γιατί για τον Γιόχαν Κρόιφ όλα του τα στιχάκια που έγραψε στο χορτάρι και μετέπειτα στους πάγκους οδηγούσαν ακριβώς στο ίδιο απόφθεγμα: πως ότι μπορεί να εξηγηθεί δεν είναι ποίηση. Κι εκείνος ήταν, είναι και θα διαιωνίζεται ως ένας θαυματοποιός δίχως συμβατικούς κανόνες για ερμηνείες...
Από μικρό παιδί αντικομφορμιστής, ζητούσε από τον πατέρα του να τον πηγαίνει από το δικό τους Αμστερνατμ στο εχθρικό ποδοσφαιρικά Ρότερνταμ. Ηθελε να βλέπει από κοντά το μεγάλο ίνδαλμα του, Φάας Βίλκες, ο οποίος ήταν ο μαγικός, τρελος ντριμπλέρ της εποχής, που έπαιζε άναρχα έξω από κάθε σύστημα. Σαν κι εκείνον έλεγε ότι θα ήθελε να γίνει. Μόνο που έμελλε να τον προσπεράσει κι αυτόν και σχεδόν όλους τους άλλους που θα έβρισκε μπροστά του. Καθώς όμως ο πατέρας του πέθανε νωρίς, θα ήταν ο πατριός του εκείνος που θα άνοιγε στον νεαρό Γιοχάνες την πόρτα για την ακαδημία του Αγιαξ. Το 1964, στα 17 του βρέθηκε στην πρώτη ομάδα, αλλά η κατάσταση ήταν δύσκολη, μιας και ο Αίαντας πάλευε για τη σωτηρία του. Εκείνος που τον προώθησε, ήταν ο Βικ Μπάκιγχαμ. Ηταν και ο πρώτος που τον αποθέωσε:
Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ «TOTAL FOOTBALL»
«Αυτό το παιδί ξεχώριζε για όλους τους λάθος λόγους. Ψηλόλιγνος, ασθενικός, νόμιζες ότι θα τον πάρει ο αέρας. Οταν όμως έπαιρνε τη μπάλα, γινόταν τόσο πλαστικός, τόσο αέρινος, τόσο δυνατός, που αυτομάτως μετατρεπόταν σε γίγαντα», είχε πει για τον προστατευόμενο του ο Αγγλος κόουτς, ο οποίος μετέπειτα πέρασε για κάποια φεγγάρια του 1968 από τον Εθνικό και το 1975-'76 από τον Ολυμπιακό (με ενδιάμεση στάση το 1969-'71 τη Μπαρτσελόνα)! Η κατάσταση για την ομάδα και η ταυτόχρονη απογείωση για τον πιτσιρικά ήρθε το 1965, όταν ανέλαβε ο Ρίνους Μίχελς. Ο 37χρονος τότε τεχνικός έφερε την επανάσταση του Total Football, που επηρέασε όσο τίποτ' άλλο την μετέπειτα ανέλιξη του Κρόιφ, αλλά και του ίδιου του αθλήματος με το τόπι στα πόδια.
Κανείς δεν είχε συγκεκριμένη θέση στο γήπεδο, μα την ίδια στιγμή άπαντες ήξεραν τι πρέπει να κάνουν και ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος τους. Μία υπέροχη ομάδα, από τις κορυφαίες που είδε ποτέ ο πλανήτης, γεννιόταν. Και ηγέτης της αναδεικνυόταν ο νεαρός Γιοχάνες. Μήτε αριστερά ως εξτρέμ, μήτε ως δεύτερος επιθετικός, μήτε ως σέντερ φορ, ως 10άρι ή ακόμα και ως μέσος να παίρνει τη μπάλα από το κέντρο και να οργανώνει, ο Κρόιφ εξελισσόταν στον μεγαλύτερο αρτίστα της εποχής του, αλλά και ένας εκ των πιο ξεχωριστών όλων των εποχών γενικότερα. Η πλαστικότητα των κινήσεων που κάποτε στο ξεκίνημα διέκρινε και εξύμνησε ο Μπάκιγχαμ, θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός φαινομένου. Καθώς ο μικρός μεγάλωνε, γινόταν ο ίδιος προπονητής μέσα στην 11άδα, τους τακτοποιούσε όλους και άπαντες ασπάζονταν με θρησκευτική ευλάβεια τις δικές του 10 εντολές.
Η ΨΥΧΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ, Ο ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΙΑΝΤΑΣ
«Ολες σχεδόν είχαν να κάνουν με την κίνηση στον χώρο. Ο Κρόιφ μιλούσε μόνο γι' αυτό όλη την ώρα. Μας μάζευε και μας εξηγούσε για τα κενά. Οτι θα έπρεπε να σκεφτόμαστε μόνο τους ελεύθερους χώρους και να ξεγλιστράμε μέσα από αυτούς. Κάθε ομιλία του ήταν για όλους τους υπόλοιπους ένα ευαγγέλιο, που ακολουθούσαν πιστά», θυμάται ο τότε συμπαίκτης του κεντρικός αμυντικός, Μπάρι Χουλσόφ. Και ο ηγέτης όμως έδινε πρώτος το καλό παράδειγμα. Το πάθος για τη νίκη μέσα όμως από το όμορφο παιχνίδι, η έκρηξη του στα πρώτα μέτρα, οι απίθανες-ευφάνταστες ντρίμπλες του, μα κυρίως το πως έλυνε όλες τις ποδοσφαιρικές εξισώσεις που του έβαζαν οι αντίπαλοι, οδήγησαν τους συμπατριώτες του δημοσιογράφους της εποχής να τον αποκαλέσουν «Πυθαγόρα».
Κάπως έτσι ο Αγιαξ από την παραμονή του 1965, βρέθηκε να σηκώνει την κούπα στην Ολλανδία το 1966. Μέχρι και την αποχώρηση του το 1973, θα κατακτούσε πέντε ακόμα πρωταθλήματα (1967, 1968, 1970, 1972, 1973), τέσσερα Κύπελλα (1967, 1970, 1971, 1972), για να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης. Αυτό που θα ερχόταν σαν οδοστρωτήρας στην Γηραιά ήπειρο, φάνηκε πρώτα στον χαμένο τελικό του Πρωταθλητριών του 1969 από τη Μίλαν (4-1). Δύο χρόνια αργότερα ξεκινούσε να σαρώνει το «Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο». Πρώτο θύμα ο Παναθηναϊκός (2-0, 1971) και έπειτα η Ιντερ την επόμενη χρονιά με το 2-0 να το σφραγίζει εκείνος με δύο δικά του τέρματα. Το σερί θα ολοκληρωνόταν το 1973 με το 1-0 επί της Γιουβέντους. Ενδιάμεσα (1972), θα πρόσθετε στα... λάφυρα και το Διηπειρωτικό με το Σούπερ Καπ Ευρώπης. Πλέον ο προφήτης θα μπορούσε να φύγει, για να διδάξει το έργο σε άλλες πολιτείες.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΑΝΩΝ
Η Μπαρτσελόνα που τον καλούσε, χρεώθηκε με δάνειο, για να καταστήσει τον Κρόιφ ως την πρώτη μεταγραφή του ενός εκατομμυρίου λιρών. Και αυτή θα ήταν ίσως η σημαντικότερη κίνηση ολόκληρης της ιστορίας της και τούτο όχι μόνο σε άμεσο αγωνιστικό επίπεδο, αλλά από κάθε άποψη σε επίπεδο συλλόγου. Τα ευεργετήματα ήταν άμεσα. Πρώτα ήρθε το 0-5 επί της Ρεάλ στη Μαδρίτη. Ενας θρίαμβος που έβγαλε όλη τη Βαρκελώνη στους δρόμους. Στο τέλος της σεζόν θα ακολουθούσε το πρωτάθλημα, το πρώτο έπειτα από 14 χρόνια ξηρασίας. «Ο Κρόιφ έκανε πολλά περισσότερα για την ψυχοσύνθεση και την ανάταση του κάθε Καταλανού απ' ότι έκαναν εδώ και πολλά χρόνια οι πολιτικοί», έγραψαν οι «Times» τη Νέας Υόρκης, με τον Τύπο της Βαρκελώνης να εξηγεί ότι: «Εκείνος έδωσε στους συμπαίκτες του την αίσθηση του ανίκητου. Πως μπορούσαν να καταφέρουν τα πάντα. Και το έκαναν αμέσως».
Μέχρι το 1978 που θα αποχωρούσε και από εκεί, άλλος τίλος εκτός του Κυπέλλου (1978) δεν ήρθε. Ωστόσο, η Μπαρτσελόνα πλέον είχε έναν ποδοσφαιρικό σύμμαχο που θα άλλαζε το μέλλον της. Ο Κρόιφ από τη μεριά του είχε πάρει μαζί της την τρίτη «Χρυσή Μπάλα» του (1971, 1973, 1974) και θα ταξίδευε για άλλες περιπέτειες. Βρέθηκε στην Αμερική για λογαριασμό των Αζτεκς (1979) και Ντίπλοματς (1980), έκανε ένα μικρό πέρασμα από τη Λεβάντε (1980-'81) και επέστρεψε στον αγαπημένο του Αγιαξ, για να σηκώσει δύο ακόμα φορές το πρωτάθλημα (1982, 1983). Το φινάλε όμως έμελλε να το γράψει στη μισητή Φέγιενορντ. Μαζί της πήρε το νταμπλ του 1984 και μετά από 20 γεμάτα θρυλικά χρόνια έβαλε τέλος στην τεράστια καριέρα του. Μόνο που αυτή είχε κι άλλες ιστορίες να διηγηθεί. Εκείνες με το εθνόσημο και ένα απωθημένο, μία δουλειά που έμεινε στη μέση δύο φορές...
Γιαν Ολσον, θύμα της διάσημης ντρίμπλας με την ονομασία «Cruyff turn»
«Επαιξα 18 χρόνια σε κορυφαίο επίπεδο και με την Εθνική Σουηδίας. Ωστόσο, η πιο υπερήφανη και διάσημη στιγμή της καριέρας μου ήταν εκείνη ντρίμπλα που έφαγα. Ενώ ήμουν σίγουρος ότι θα του έπαιρνα τη μπάλα, τότε ήταν που με εξευτέλισε αυτή η ιδιοφυΐα που ονομάζεται Κρόιφ».
Η ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΜΣΙΑΣ ΚΟΥΠΑΣ
Ο τελικός του Μουντιάλ του 1974 ξεκίνησε ιδανικά με το «τέλειο ποδοσφαιρικό λεπτό». Οταν με την έναρξη οι Οράνιε ακούμπησαν μόνο εκείνοι τη μπάλα, ο Κρόιφ έκανε το σλάλομ και ανατράπηκε από τον Ούλι Χένες. Ωστόσο, το πέναλτι του Γιόχαν Νέεσκενς δεν ήταν αρκετό για να τους δώσει την παγκόσμια κούπα, καθώς η Δυτική Γερμανία έκανε την ανατροπή (2-1). Τέσσερα χρόνια αργότερα θα έπαιζαν ξανά στον τελικό. Μόνο που ο Κρόιφ δεν ταξίδεψε καν στην Αργεντινή. Η αιτία είναι αμφιλεγόμενη ακόμα και σήμερα. Ο ίδιος είχε αρνηθεί να βρεθεί στην χώρα, όπου κυβερνούσε ο στυγνός δικτάτορας, Χόρχε Βιδέλα. Ηταν βαθιά πολιτικοποιημένος και δημοκράτης. Υπάρχει βέβαια και μία ακόμα εκδοχή. Εκείνη που τον θέλει να φοβάται τυχόν απαγωγή, μιας και λίγους μήνες νωρίτερα λίγο είχε λείψει να πέσει θύμα μίας τέτοιας μαζί με την οικογένεια του στη Βαρκελώνη. Οποια κι αν είναι η αλήθεια, η συνέπεια ήταν η ίδια: να ηττηθεί η Ολλανδία από τους οικοδεσπότες στην παράταση του τελικού 3-1. Ενα τρόπαιο που άπαντες πιστεύουν ότι θα είχε σηκώσει ο ίδιος ως αρχηγός, εάν είχε κάνει το ταξίδι.
Ο Κρόιφ εξηγεί το «διαμάντι»
Η ΡΗΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΓΚΩΝ
Η προπονητική θα ξεκινούσε άμεσα. Το 1985 πήρε τη δουλειά στον Αγιαξ και στα τρία χρόνια που έμεινε εκεί, τον οδήγησε δύο πρωταθλήματα (1986, 1987), αλλά και το Κυπελλούχων του 1987. Πλέον ήταν πανέτοιμος για τη μεγάλη δουλειά και αποδέχτηκε την κλήση της Μπάρτσα το καλοκαίρι του 1988. Στην Ισπανία βασίλευε η Βασίλισσα με την ομαδάρα της «Quinta del Buitre» (πέντε σερί τίτλους) και από το 1974, η Μπαρτσελόνα είχε πανηγυρίσει μόνο το πρωτάθλημα του 1985. Οι πρώτες δύο χρονιές δεν ήταν αποδοτικές, έχοντας μονάχα ένα Κύπελλο. Ωστόσο, ο πρόεδρος, Τζοζέπ Γιουίς Νούνιεθ κόντρα σε όλες τις αντιδράσεις αποφάσισε να τον κρατήσει και δικαιώθηκε στο μέγιστο.
Ο Κρόιφ βασίστηκε πρώτα απ' όλα στους καρπούς της δικής του κορυφαίας ιδέας. Εκείνος ήταν που το 1979 έπεισε τον τότε νεοκλεγμένο Νούνιεθ να στήσει την «Μασία». Δικές τους ήταν οι αρχές λειτουργίας των ακαδημιών και με το που επέστρεψε σαν προπονητής, την εξέλιξε ακόμα περισσότερο. Γκιγιέρμο Αμόρ, Ανχελ Πεδράθα, Αλμπέρ Φερέρ και Πεπ Γκουαρδιόλα υπήρξαν τα πρώτα φρούτα της «Μασία» και είχαν ακριβώς τη φιλοσοφία που ήθελε εκείνος. Την ίδια δηλαδή που είχε ζητήσει να διέπουν κάθε ομάδα του ιδρύματος από εκείνη των 8 ετών έως και τη Μπάρτσα Β'. Ποια όμως ήταν ακριβώς η δική του λογική που ξεκινούσε από τα γεννοφάσκια των παικτών που θα φορούσαν τα Μπλαουγκράνα και έφτανε να υπηρετεί πιστά η πρώτη ομάδα;
Η ΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ
Σε γενικές γραμμές είχε να κάνει με τα δευτερόλεπτα, την ανθρώπινη αντίληψη, αλλά και τον αδύναμο κρίκο των αντιπάλων...
1. Τα τρία δευτερόλεπτα
Η πίεση για την ανάκτηση της κατοχής ξεκινάει με το που η ομάδα χάνει τη μπάλα και στηρίζεται στην εξής λογική: Ο αντίπαλος ποδοσφαιριστής που αμύνεται κοιτάζει την κίνηση της Μπάρτσα που έχει τη μπάλα, την οποία αναλώνεται στο να κυνηγάει. Οταν τελικά την παίρνει, χρειάζονται αυτά τα τρία δευτερόλεπτα, ώστε να αλλάξει το vision που έχει στο γήπεδο, να δει που είναι οι συμπαίκτες του και να σκεφτεί που να πασάρει ή τέλος πάντων τι θα κάνει με το τόπι. Τότε ο παίκτης της Μπάρτσα που χάνει τη μπάλα πέφτει πάνω του με δύναμη. Κοντά του είναι σίγουρο πως θα βρίσκονται συμπαίκτες του. Ο αντίπαλος δεν έχει προλάβει να σκεφτεί, αιφνιδιάζεται, βραχυκυκλώνει και οι Μπλαουγκράνα ανακτούν σε χρόνο DT τη μπάλα. Βέβαια το πότε θα πέσει στον αντίπαλο του ένας παίκτης δεν γίνεται μόνο από ένστικτο. Υπάρχουν ορισμένες οδηγίες που υποδεικνύουν το πότε θα συμβεί αυτό. Για παράδειγμα όταν ο αντίπαλος δεν κάνει καλό κοντρόλ, ώστε να ελέγξει απόλυτα τη μπάλα ή όταν γυρίσει προς τη δική του εστία και χάσει δηλαδή την οπτική επαφή με το υπόλοιπο γήπεδο για να πασάρει. Τότε εφορμούν να τον... φάνε!
2. Τα 10 μέτρα
Το παραπάνω συμβαίνει διότι κανείς παίκτης της Μπάρτσα δεν απέχει πάνω από 10 μέτρα από τον άλλον. Εδώ έρχεται η φιλοσοφία των κοντινών πασών που δεν ξεπερνούν συνήθως αυτή την απόσταση. Κοντινές εναλλαγές σε φάση που εκνευρίζουν ενίοτε ακόμα και τους ίδιους τους οπαδούς της. Αυτό συμβάλει εκτός από το προφανές (να μην χάνεται η μπάλα στον αέρα) στο να είναι συμπαγής η ομάδα και να μην απέχουν πολύ οι γραμμές. Κανείς δεν χρειάζεται να τρέξει μακριά για να προλάβει μία μπαλιά. Οπότε όταν χάνεται η μπάλα, κανείς δεν χρειάζεται να τρέξει περισσότερο για να βρεθεί και πάλι πίσω στην θέση του. Ετσι και πυκνότητα υπάρχει στην άμυνα και δεν αναλώνονται σε άσκοπα τρεξίματα.
3. Τα πέντε δευτερόλεπτα
Ο έλεγχος βοηθά επίσης σε αυτό τον κανόνα. Εάν η Μπάρτσα δεν έχει πάρει πίσω τη μπάλα στα τρία δευτερόλεπτα, αλλάζει το πλάνο. Ο πιο προωθημένος παίκτης (ας πούμε ο Μέσι) και ο τελευταίος (ας πούμε ο Πικέ) συμπυκνώνουν τις γραμμές και απέχουν 25-30 μέτρα μεταξύ τους. Αυτό δημιουργεί ένα τοίχος που δεν είναι καθόλου εύκολο να προσπεράσει κάποιος. Μόνο με μακρινή μπαλιά στην κόντρα, διώξιμο στα πλάγια της μεσαίας γραμμής και διαγώνια κάθετη σε κάποιον γρήγορο που έρχεται από πίσω.
Ολα αυτά τα αφομοιώνουν τέλεια οι παίκτες που είναι μεγαλωμένοι μαζί στις ακαδημίες. Εκεί παίζουν το ίδιο πράγμα από πιτσιρίκια: ασταμάτητο κορόιδο με τη μπάλα. Οπότε ξέρουν τόσο καλά ο ένας το παιχνίδι του άλλου που χρειάζονται μόλις ένα δευτερόλεπτο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Ολα αυτά που υιοθέτησαν ο Γκουαρδιόλα και ο Λουίς Ενρίκε και που συνεχίζουν να εξελίσσουν, πατώντας ακριβώς πάνω στην ίδια φιλοσοφία. Αλλωστε και ο Γκουαρδιόλα κάποτε παραδέχτηκε ενδεικτικά επί τούτου ότι: «Ο Κρόιφ είναι ο καθεδρικός ναός της Μπάρτσα και όλοι εμείς οι υπόλοιποι εκείνοι που απλά χρειάζεται να τον διατηρούμε και ίσως να του βάζουμε το πολύ πολύ κάποια πινελιά. Επειδή ο καθεδρικός είναι στιβαρός από μόνος του. Και θα είναι για πάρα πολλά χρόνια ακόμα, ίσως και δεκαετίες».
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ «DREAM TEAM»
Κάπως έτσι ο Κρόιφ έστησε την ολόδικη του «Dream Team» και τρέλανε την ποδοσφαιρική λογική. Εκεί στις αρχές των 90s, που επικρατούσε το 4-4-2 και το 3-5-2, εκείνος έστησε την ομάδα του με 3-4-3, το οποίο μεταλλασσόταν σε 4-3-3. Τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναδεί, καθώς αποτελούσε μία ιδιοφυή παραλλαγή του «Total Football» του Μίχελς. «Προτιμώ η ομάδα μου να νικά με 5-4 παρά με 1-0», απαντούσε σε όσους απορούσαν με την άμυνα των τριών. Τα τέσσερα διαδοχικά πρωταθλήματα που ακολούθησαν (1991-'94) υπήρξαν αποτέλεσμα υπέροχου ποδοσφαίρου. Κυρίως όμως σημασία είχε η κατάκτηση της Ευρώπης. Η κατάκτηση του Κυπελλούχων του 1989, το οποίο έχασε δύο χρόνια αργότερα στον τελικό και πάνω απ' όλα το μεγάλο απωθημένο που ήρθε. Το Πρωταθλητριών του 1992 κόντρα στη Σαμπντόρια (1-0) έκαναν τη Μπαρτσελόνα talk of the town.
ΤΟ ΠΙΚΡΟ-ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΝΤΙΟ
Κάθε καλό όμως κάποτε τελειώνει και σε αυτές τις όμορφες ιστορίες ο σύλλογος τρώει τα σωθικά του. Ο απρόσμενος διασυρμός (4-0) από τη Μίλαν στον τελικό του «ΟΑΚΑ» ήταν η αφετηρία του τέλους. Τα πράγματα δεν έγιναν ποτέ ξανά καλά. Και κάπως έτσι στο τελευταίο εντός έδρας ματς της σεζόν 1995-'96, κατέβηκε στα αποδυτήρια ο αντιπρόεδρος, Τζουάν Γκασπάρ: «Εσύ Ιούδα;» του είπε ο Κρόιφ, καθώς ο Γκασπάρ του έδινε το χέρι του. «Γιατί δεν ήρθε ο ίδιος ο Νούνιεθ να μου το πει;», φώναξε θυμωμένος ο κόουτς, ο οποίος όμως αρνήθηκε να φύγει εκείνη τη στιγμή και βρίστηκε με τον αντιπρόεδρο. Τα πράγματα ξέφυγαν και ο Γκασπάρ απείλησε να καλέσει την αστυνομία εάν ο Κρόιφ δεν αποχωρούσε από το γήπεδο άμεσα.
Μέσα σε 90 δευτερόλεπτα έντασης ο σημαντικότερος άνθρωπος της Μπαρτσελόνα έφευγε με τον χειρότερο τρόπο. Λίγη ώρα αργότερα ο γιος του, Ζόρντι Κρόιφ θα χάριζε κατά τραγική ειρωνεία τη νίκη με 3-2 επί της Θέλτα. Τότε όλο το γήπεδο θα ούρλιαζε νευρικά: «Cruyff, si! Nunez, no!» Μόνο που η ιστορία δεν γινόταν να ξεγράψει. Ο Γιόχαν Κρόιφ δεν θα καθόταν ποτέ ξανά σε πάγκο ομάδας. Θα αποχωρούσε από την προπονητική ως ένας από τους πλέον επιτυχημένους στο άθλημα αναλογικά με το χρόνο συμμετοχής του στο κοουτσάρισμα. Εκτοτε η Μπάρτσα θα συνέχιζε με μικρά διαλείμματα να πορεύεται στα βήματα του και να έχει φτάσει στις επιτυχίες του σήμερα. Επιτυχίες που επηρέασαν βαθύτατα όλο το ισπανικό ποδόσφαιρο και του χάρισαν και τα δικά του διαδοχικά τρόπαια σε EURO και Μουντιάλ, έχοντας ως βάση το παιχνίδι που εκείνος έστησε. Σε όλο αυτό το διάστημα εκείνος να θα συνέχιζε ακατάπαυστα να παρεμβαίνει, να συμβουλεύει, να επηρεάζει τις εξελίξεις στο club.
ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΟΥ «ΝΟΝΟΥ»
Και φτάσαμε στο αντίο. Οχι το ποδοσφαιρικό μόνο, μα της ζωής. «Είναι σαν τον Godfather της μπάλας», είχε πει κάποτε ο Φρανκ Ράικαρντ και αποτύπωσε μία διαφορετική αλήθεια. Επειδή ο Γιόχαν Κρόιφ δεν άφηνε τους κανόνες να τον αλλάξουν. Προτιμούσε να τους φέρνει εκείνος στα δικά του μέτρα και να τους ορίζει όπως επιθυμούσε. Από τους συμπαίκτες του έως τους παίκτες τους ως προπονητής φρόντιζε να διαμορφώνει νέα όρια στο παιχνίδι. Εκανε το πιο δύσκολο πράγμα σχετικά με το άθλημα. Δημιούργησε ποδόσφαιρο. Και αυτά ενώ δεν ήταν αθλητής, αλλά διανοούμενος. Δεν ήταν παίκτης, μα ρήτορας. Κάποιος που άφησε τα στιχάκια και τις θεωρίες του να περιμένουν, να παραμένουν εκεί στα δικά του μέρη. Εκεί, όπου κινήθηκε εκείνος είτε με το κοντό παντελονάκι, είτε με την καπαρντίνα. Και κάθε ένας διάδοχος του θα γνωρίζει για πάντα πως ένας Ιπτάμενος... ποιητής είχε απαγγείλει όλα όσα έμελλαν να συμβούν...
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ...
«Το να παίζεις ποδόσφαιρο είναι πολύ απλό. Το να παίζεις, όμως, απλό ποδόσφαιρο είναι το πιο δύσκολο πράγμα που υπάρχει»
«Υπάρχει μόνο μία μπάλα, οπότε πρέπει να την έχεις στην κατοχή σου»
«Ποιότητα χωρίς αποτέλεσμα είναι μάταιο. Αποτέλεσματα χωρίς ποιότητα είναι βαρετό»
«Γιατί δεν μπορείς να νικήσεις έναν πιο ακριβό σύλλογο; Δεν έχω δει ποτέ μια σακούλα με λεφτά να σκοράρει»
«Άνθρωποι που δεν είναι στο επίπεδο μου, δεν μπορούν να επηρεάσουν την ακεραιότητά μου»
«Κάθε μειονέκτημα, έχει το πλεονέκτημα του»
«Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να παίξε ποδόσφαιρο εάν του άφηνες πέντε μέτρα χώρου»
«Δεν είμαι άνθρωπος της πίστης. Και στην Ισπανία όταν ξεκινάει ένα ματς και οι 22 παίκτες κάνουν το σταυρό τους. Εάν αυτό έπιανε, τότε όλα τα παιχνίδια δεν θα έπρεπε να λήγουν ισόπαλα;»
«Αν ξεκινήσω να τρέχω ελαφρώς νωρίτερα από κάποιον άλλο, θα φαίνομαι πιο γρήγορος»
«Η τεχνική δεν είναι ικανή να κρατήσει μία μπάλα χίλιες φορές. Ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό με την προπόνηση. Μετά μπορείς να δουλέψεις σε τσίρκο»
«Αν δεν μπορείς να νικήσεις, διασφάλισε ότι δεν θα χάσεις»
«Πρέπει να σιγουρέψουμε ότι οι χειρότεροι τους παίκτες θα έχουν περισσότερο την μπάλα στην κατοχή τους. Ετσι θα την έχουμε πίσω αμέσως»