Νο γούμαν, νο κράι... (vids)

Miltos+
Νο γούμαν, νο κράι... (vids)
Μια ιστορική επέτειος για τον μύθο του Μπομπ Μάρλεϊ, ακόμα μια «ρετρό ιστορία της Τρίτης» από τον Μίλτο τον Νταλικέρη...

Επειδή οι «μύθοι», ακόμα κι αν αφορούν τεράστιες προσωπικότητες, πολλές φορές χτίζονται ή στηρίζονται πάνω σε λιθαράκια ασαφειών και αμφιβολιών, η βάση (η αφορμή, αν προτιμάτε) της σημερινής ρετρό ιστορίας μπορεί να είναι αληθινή, μπορεί και όχι. 50-50! Η ιστορία που στηρίζεται πάνω της, ωστόσο, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ποια είναι η αφορμή; Σαν σήμερα πριν από 33 χρόνια, στις 8 Οκτωβρίου του 1980, υποτίθεται πως εκτυλίχθηκε μίας από τις πλέον σημαδιακές σκηνές στο δράμα των τελευταίων μηνών της ζωής του Μπομπ Μάρλεϊ. Ή, μάλλον, η τελευταία του σκηνή πάνω στη σκηνή. Ο σπουδαίος Τζαμαϊκανός μουσικός καταρρέει σε μια συναυλία στο Πίτσμπεργκ της Πενσιλβάνια. Ο καρκίνος (κακόηθες μελάνωμα) που είχε διαγνωστεί στο πόδι του τον Ιούλιο του 1977, τον οποίο ...αγνόησε ο Μάρλεϊ αρνούμενος να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του επειδή κάτι τέτοιο δεν συμφωνούσε με τις πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι, είχε εξαπλωθεί. Οι εξετάσεις έδειξαν όγκο στον εγκέφαλο, η συναυλία αυτή ήταν η τελευταία και ο «Βασιλιάς της Ρέγκε» έφυγε από τη ζωή περίπου 8 μήνες αργότερα, στις 11 Μαΐου του 1981 στο Μαϊάμι, καθ΄ οδόν προς την πατρίδα του, την Τζαμάικα, μετά την αποτυχία της θεραπείας του στη Γερμανία. Πού βρίσκεται η ασάφεια; Στην ημερομηνία. Άλλες πηγές αναφέρουν πως η συγκεκριμένη συναυλία στο Πίτσμπεργκ δόθηκε στις 8/10/1980 και άλλες πως έγινε σχεδόν δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 23 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες που απλώς προσθέτουν μερικούς επιπλέον λόγους συζητήσεων πάνω στους μύθους των μεγάλων...

Τον συγκεκριμένο μύθο η γενιά μου και πιο συγκεκριμένα η παρέα μου, η παλιοπαρέα των έιτις, φυσικά τον γνώρισε με χρονοκαθυστέρηση. Σταδιακά, κομμάτι - κομμάτι, και όχι συνολικά και με τη μία. Ήταν άλλες εποχές, στις οποίες δεν υπήρχε η δυνατότητα με μια σύντομη αναζήτηση στο ίντερνετ να ανακαλύψεις όλους τους «θησαυρούς» του κάθε καλλιτέχνη. Ούτε καν να αποκτήσεις όλους τους δίσκους του. Πώς να πηγαίναμε, δηλαδή, στο δισκάδικο του Ορφέα (Μπάμπη νομίζω τον λέγανε, αλλά είχε βάλει ταμπέλα «Ορφέας» για να δείχνει πιο κατατοπισμένος στα περί της μουσικής) και να τον ρωτάγαμε «ρε συ Ορφέα, έχεις κανέναν δίσκο του Μάρλεϊ;». Ξέρετε τι θα απάνταγε; «Ποιος παίζει κλαρίνο;». Ε, δεν πηγαίναμε λοιπόν κι εμείς για να μη βάζουμε με το νου μας την «Κουτσουμπίλα» υπό τους ήχους του Πετρολούκα Χαλκιά. Όχι πως δεν θα μπορούσε να την αποδώσει, αλλά θα ήταν ιεροσυλία...

Η «Κουτσουμπίλα», πάντως, ήταν το πρώτο κομμάτι που μας είχε κάνει εντύπωση. Μύριζε καλοκαίρι. Μύριζε θάλασσα. Μύριζε κι άλλα πολλά αρώματα, μύριζε μπαχάρια και βοτάνια πολλών λογιών, όπως κι από εκείνα που ο Μπομπ «έκρυβε» μέσα στις ράστα τούφες των μαλλιών του. Ο ήχος της χαλάρωνε τη σκέψη, έφερνε στο νου γαλανά νερά και ηλιοβασιλέματα, ακρογιαλιές που ποτέ δεν είχαμε δει κι όμως αισθανόμασταν πως ήδη τις είχαμε περπατήσει...

 

Ωστόσο, πέραν της σημειολογίας που απέκτησε με τα χρόνια η «Κουτσουμπίλα», που την είχαμε συνδυάσει με τον ερχομό του καλοκαιριού και άλλες ...κωλομεγλειφάτες δραστηριότητες (καλοκαιρινούς έρωτες, ένα πρωινό η Παναγιά μου και δώσε κι εμένα μπάρμπα), εκείνο το τραγούδι του Μάρλεϊ που συντρόφεψε περισσότερο την παρέα σε μελλοντικούς -κυριολεκτικούς ή μεταφορικούς- «τράκους», ήταν άλλο. Έστω κι αν η ουσία του μάλλον απείχε αρκετά από αυτό που θέλαμε να εκλαμβάνουμε εμείς. Είπαμε, σε σχέση με τους μύθους, οι αμφιβολίες, οι ασάφειες, οι παρερμηνείες και άλλα πολλά, πάντα επιτρέπονται...

Όταν, λοιπόν, κάποιος χώριζε -συνήθως ο Φώτης αλλά όχι μόνο αυτός-, οι υπόλοιποι ξεκινούσαμε μια σταυροφορία αισιοδοξίας. Η οποία φυσικά περνούσε από πολλά μπουκάλια με διάφορα ποτά, από αρκετά σκυλάδικα κι από -κροκοδείλια- δάκρυα, μέχρι να φτάσει στην «κάθαρση» και στο «αύριο είναι μια καινούργια μέρα». Το οποίο «αύριο» είχε έρθει πριν καν ξενερώσουμε από το μεθύσι. Τότε, λοιπόν, τη στιγμή της κάθαρσης, στο παλιό «Σάνυο» ραδιοκασετόφωνο έμπαινε μια μαύρη κασέτα «Μπασφ», το πρώτο τραγούδι της οποίας ήταν το «Νο γούμαν, νο κράι» του Μπομπ Μάρλεϊ. «Μην κλαις, μωρέ καημένε. Να, το λέει κι ο μεγάλος συνέχεια. Όχι γυναίκα, όχι κλάματα. Όλα θα πάνε καλά». (δεν ήταν ελεύθερη μετάφραση, ήταν ...άποψη -για ευνόητους λόγους- η λάθος μετάφραση αντί του προφανούς «όχι γυναίκα, μην κλαις»).

Αυτό, το ίδιο πλάνο είχαμε και σε κάποιο από τα ...ιδιωτικά μνημόσυνα που κάναμε στον μακαρίτη φίλο μας, τον Βαγγέλη τον Πατούσα. Άλλος «τράκος» αυτός, με μοτοσικλέτα. Το «έβριθινγκ΄ς γκόνα μπι ολράιτ» του Μάρλεϊ δεν έπειθε τότε κανέναν και το «Νο Πατούσας, νο κράι» δεν λειτουργούσε. Ωστόσο, την προσπάθεια την κάναμε. Και τα επόμενα χρόνια, κάθε φορά που ακούγαμε την «Κουτσουμπίλα», αντί να θυμόμαστε παλιά καλοκαίρια και απάτητες ακρογιαλιές, σκεφτόμασταν το χαμόγελό του τότε που είχε αποφασίσει να βαφτίσει το τραγούδι αυτό ...έτσι: «Κουτσουμπίλα»!

Μέχρι να σταματήσω να θυμάμαι τον Πατούσα δι΄ ασήμαντον(;) αφορμήν, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.