Άγιο μου τσιπουράκι!
Η ρετρό ιστορία που ακολουθεί αναδημοσιεύεται λόγω ...επικαιρότητας. Τέτοιο καιρό τα καζάνια παίρνουν φωτιά, τέτοιο καιρό η παλιοπαρέα των έιτις παραδιδόταν στη μυσταγωγία των... καζανιών. Βγάζαμε τσίπουρο. Και μετά, ό,τι άλλο μπορούσαμε να βγάλουμε...
Το σκηνικό ίδιο για καιρό. Βροχή. Ψιλή, ποτιστική, ασταμάτητη. Μέρες έβρεχε. «Θα σαπίσουμε», έλεγε ο Μαστρομανέλος, ο οποίος μισάνοιγε το πρωί το γκαράζι, έβαζε μια ταμπέλα «ΕΠΗΣΤΡΕΦΟ ΑΜΕΣΟΣ» στο μισοανεβασμένο ρολό και κατηφόριζε για τον καφενέ του Μπάφα, να στριμωχτεί ανάμεσα στο αγαπημένο του τραπέζι και το τζάκι και να τη βγάλει εκεί μέχρι να τον φωνάξει κανένας πελάτης ή... μέχρι το μεσημέρι, που ήταν και το πιο σύνηθες. Εκείνη τη μέρα δεν το σήκωσε καθόλου το ρολό, ούτε ταμπελάκι έβαλε. «Θα ανοίξω το βράδυ», είπε τάχα εμπιστευτικά στον Μπάφα, κλείνοντάς του το μάτι. Το μυστικό το ήξεραν όλοι, μέχρι και η Αστυνομία, όμως όλοι όσοι κλείνονταν τέτοιο καιρό τα βράδια σε αποθήκες, χαμόσπιτα και αχυρώνες για να βγάλουν τα τσίπουρα της χρονιάς, όφειλαν να το παίζουν παράνομοι και να... φυλάγονται, τηρώντας τις παραδόσεις. Ωστόσο, όλοι τους καλούσαν τους φίλους τους στην ιεροτελεστία, η οποία όσους βαθμούς είχε το νέο απόσταγμα, τόσα μποφόρια σήκωνε στους μερακλήδες, με αποτέλεσμα κάθε βράδυ να γίνονται γλέντια τρικούβερτα και να σηκώνεται ο μαχαλάς στο πόδι. Από τη φασαρία και μόνο, η Αστυνομία θα μπορούσε να ανακαλύπτει τα παράνομα αποστακτήρια και να πιάνει τους παραβάτες του νόμου στα πράσα ή, πιο σωστά, στα καζάνια. Ο τοπικός νωματάρχης, πάντως, είχε άλλη μέθοδο. Τσέκαρε το βράδυ από πού ακουγόταν η φασαρία και το πρωί πέρναγε από τον ιδιοκτήτη για να πάρει το μερτικό του και να βγάλει κι αυτός το τσιπουράκι της χρονιάς. Άλλοι το έλεγαν «φόρο», άλλοι «νταβατζιλίκι», η ουσία είναι πως η Αστυνομία -με το αζημίωτο- δεν ενοχλούσε. Αν, βέβαια, δεν έπεφτε κάποια «καρφωτή»...
Τη μέρα που ο Μαστρομανέλος θα άνοιγε το γκαράζι νύχτα, εννοείται πως συνέχιζε να βρέχει και εννοείται πως ήμασταν όλοι καλεσμένοι. Όχι του Μαστρομανέλου, αλλά του Δεμπασκαλά, που τον είχε καλέσει ο Μπάφας, που τον είχε καλέσει ο Μαστρομανέλος, που δεν θα έλεγε και τίποτα, γιατί όλοι θα πηγαίναμε με το κατιτίς μας. Εγώ με πίτα από τα χέρια της μάνας μου που έφτιαχνε τις καλύτερες και με «ευχή και κατάρα σου δίνω, μην πας και μεθύσεις με τους μπεκροκανάτες, γιατί θα με πεθάνεις άρρωστη γυναίκα». Δεν ήταν... Εγώ με την πίτα, ο Δεμπασκαλάς με το φορητό ραδιοκασετόφωνο, ο Πέτρος ο Αρμένης με έξτρα μπαταρίες στοιχεία για το ραδιοκασετόφωνο και για το ενδεχόμενο να τραβήξει το γλέντι (πάντα τράβαγε...), ο Πέτρος της Κουφής με τα κεφτεδάκια της γυναίκας του της Κούλας και ο Φώτης... με τον εαυτό του. Αν κι εκείνη τη χρονιά μάς έφερε το πιο απρόβλεπτο πεσκέσι!
Καθόμασταν στον καφενέ του Μπάφα και περιμέναμε το σύνθημα από τον Μαστρομανέλο για να πάμε να κλειστούμε στο γκαράζι και να βάλουμε φωτιά στα καζάνια. Αντί για τον μάστορα, όμως, εμφανίστηκε ο Φώτης, ζητώντας από τον Πέτρο της Κουφής να δανείσει το αγροτικό στον βαφτιστήρα του τον Πέτρο τον Αρμένη, για να πάνε στο διπλανό χωριό που είχε αγροτικό ιατρείο, να φέρουνε τη γιατρέσσα. «Κάνε γρήγορα, Πέτρο, γιατί τη βάβω την έπιασε κόψιμο. Τσιρλιό την πάει κι έχουμε ανοίξει τα παράθυρα για να ανασάνουμε. Θα μας πλευριτώσει κι εμάς στο τέλος». Επειδή η κατάσταση ήταν σοβαρή, καθότι η γιαγιά του Φώτη είχε πατήσει τα διακόσα πενήντα κι ακόμα δεν είχε πάει από πέσιμο (άρα είχε καλές πιθανότητες να πάει από το άλλο), ο Πέτρος της Κουφής έδωσε τα κλειδιά στον βαφτιστήρα του, για να πάει με τον Φώτη να φέρει τη γιατρέσσα...
Εμείς, στο μεταξύ, πήγαμε στο γκαράζι και πιάσαμε... δουλειά. Ο Πέτρος της Κουφής και ο Μαστρομανέλος τσακώνονταν για τη σωστή διαδικασία απόσταξης λέγοντας τα ίδια με άλλα λόγια, ενώ εμείς τρώγαμε για να έχουμε γεμάτο στομάχι και να μην ανατιναχτούμε όταν θα δοκιμάζαμε τα πρωτοράκια. Πάνω στη στιγμή που άρχισε να στάζει το «αγίασμα», ακούστηκε θόρυβος από μηχανή αγροτικού και αμέσως μετά χτύπησε συνθηματικά η πίσω πόρτα του γκαράζ. Ο Μαστρομανέλος, αφού πρώτα... έκανε ότι κοίταξε από μια γρίλια που έχασκε, άνοιξε την πόρτα κι έμεινε με ανοικτό το στόμα. Ο Πέτρος και ο Φώτης κουβάλησαν μαζί τους τη γιατρέσσα, μια τριαντάρα, καλοβαλμένη γυναίκα, που η μοίρα την έριξε να κάνει το αγροτικό της ανάμεσα στα δικά μας αγροτικά.
«Είπαμε στην κυρία Αιμιλία ότι μετά θα ερχόμασταν να βγάλουμε τα τσίπουρα και ζήτησε να έρθει για να δει πώς γίνεται», δικαιολογήθηκε ο Φώτης για την απρόσμενη επισκέπτρια, αλλά δεν χρειαζόταν καμία δικαιολογία. Όλοι κοιτάζαμε την κυρία Αιμιλία σαν χαϊβάνια. Γυναίκα, μορφωμένη, με ταγεράκι και τακούνια ανάμεσά μας, μέσα στα γράσα του συνεργείου του Μαστρομανέλου και μπροστά στα καζάνια με τα τσίπουρα, δεν ήταν απλώς αταίριαστη εικόνα. Μάλλον κάποιο όραμα ήταν, κάποια οπτασία, μια όαση στη μέση της ερήμου, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο σε ερημική παραλία του Ειρηνικού...
«Έμυ», συστήθηκε η Αιμιλία. «Σαν αυτή που λέει τον καιρό;» ρώτησε σοβαρά ο Μαστρομανέλος, αλλά δεν γέλασε κανείς μας. Από συστολή, γιατί αλλιώς θα γέλαγε κι ο τελευταίος πικραμύγδαλος. «Θα του βάλεις ένα;» ξαναρώτησε στη διάλεκτό του ο Μαστρομανέλος την...Έμυ που λέει τον καιρό κι αυτή δεν έχασε καιρό, βούτηξε το ρακοπότηρο μέσα στο κατσαρολάκι που έσταζε το πρωτοράκι. Αρχίσαμε τα «εις υγείαν» εμείς οι ...ευγενικοί, «γεια σας, ρε παιδιά», έλεγε η Έμυ, που εκτός από τον καιρό έλεγε κι άλλα και το ’λεγε κι η περδικούλα της. Πάντως, είτε από άγνοια για την... ισχύ του «αγιάσματος» του Μαστρομανέλου είτε επειδή ήθελε να ξεδώσει λίγο στην πινέζα του χάρτη που την έστειλε ο διορισμός της, η γιατρέσσα τού ’δωσε να καταλάβει. Δεν την προλαβαίναμε κι όλο παίνευε το τσίπουρο το Μαστρομανέλου. «Ωραίο το τσίπουρό σας, κύριε Μπάλα μου», του έλεγε του Μαστρομανέλου και ξανά «ωραίο το τσίπουρό σας, κύριε Μπάλα μου» και δώσ’ του και βούταγε το ρακοπότηρο στο κατσαρολάκι η Έμυ, όπως εμείς βουτάγαμε την μπουκίτσα στο λαδάκι της σαλάτας.
Ξαφνικά, της Έμυς της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Κοκκίνισε το δέρμα της, σαν από αναφυλαξία. Και τα μάτια της κόκκινα είχαν γίνει. «Να πάρω λίγο αέρα. Μην ανησυχείτε», είπε ξέπνοα κι άνοιξε την πίσω πόρτα, που οδηγούσε σε ένα... λιβάδι, στο οποίο η γυναίκα του Μαστρομανέλου, η κυρα-Πολυξένη, καλλιεργούσε γαρύφαλλα. «Τα πουλάει στον νεκροθάφτη τον Γκασμά», έλεγε ο Φώτης, αλλά ο Μαστρομανέλος τον διέψευδε: «Μπουζουξίδικα τα αγοράζουν. Είπα». Ό,τι και να τα ’κανε η κυρα-Πολυξένη τα γαρύφαλλα, δικαίωμά της ήταν. Όπως και της γιατρέσσας ήταν δικαίωμά της να ανοίξει την πόρτα και να βγει στο λιβάδι να πάρει αέρα. Όμως, λίγο αργότερα αρχίσαμε να ανησυχούμε που δεν είχε δώσει σημεία ζωής. «Τόση γαϊδουριά δεν την περίμενα. Έφαγε, ήπιε κι ούτε μια καληνύχτα ούτε ένα ευχαριστώ», έλεγε ο Μαστρομανέλος, που από το πολύ τσίπουρο του είχε έρθει οργή και θεωρούσε πως μια νέα γυναίκα σε άγνωστο μέρος, ξεκίνησε νυχτιάτικα και υπό βροχή να περπατήσει μέσα στην ερημιά δέκα χιλιόμετρα για να πάει σπίτι της χωρίς να τον ευχαριστήσει. «Γαϊδούρα. Είπα», πρόσθεσε ο Μαστρομανέλος, αλλά ο Πέτρος της Κουφής διαφώνησε. «Σύρε, ρε Μίλτο, να δεις μην έπαθε τίποτα η κοπέλα». Κι έσυρα...
Τη βρήκα καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα, ανάσκελα ανάμεσα στις γαρουφαλλιές, να κοιτάει τον ουρανό και τη βροχή που της πότιζε τα μάτια δάκρυα. Ήταν δάκρυα της βροχής ή τα δικά της; Έβαλα φωνή κι ήρθε κι ο Φώτης να βοηθήσει να τη σηκώσουμε. Την κουβαλήσαμε σούρνοντάς την πέρα δώθε στο λιβάδι, καταστρέφοντας όσα γαρύφαλλα θα στόλιζαν ένα κιβούρι ή μια τραγουδιάρα σε επαρχιακό σκυλάδικο. Την ξαπλώσαμε λασπωμένη, βρόμικη από τα ξερατά της και... λουλουδιασμένη σε ένα παλιό, μαύρο από τα γράσα καναπέ, που είχε σε μιαν άκρη του συνεργείου ο Μαστρομανέλος. Τον είχε βαστήξει όταν η κυρα-Πολυξένη αποφάσισε να αλλάξει σαλόνι στο σπίτι. «Ποιος την ακούει την Πολυξένη με δαύτη που μπλέξαμε. Μας ξεπάστρεψε τα λουλούδια, τώρα... λέρωσε και τον καναπέ», είπε και όλοι του κάναμε νόημα με το δάχτυλο να μη φωνάζει για να μην τον ακούσει η γιατρέσσα. «Ρε μπουμπούνες, αυτή και μπόμπα να πέσει τώρα στο γκαράζι, δεν θα την ακούσει».
Δεν είπε «είπα», αλλά είχε δίκιο... Λίγο αργότερα, η Έμυ κάτι άρχισε να ψελλίζει. Ο Φώτης πλησίασε το αυτί κοντά στα χείλη της, για να ακούσει. «Κάτι λέει. “Εσύ, εσύ”, κάτι τέτοιο. Τι λέει για μένα, ρε, η σουρωμένη;». Πλησίασα κι εγώ. Προσπαθούσε κάτι να δείξει με το δάχτυλο κι έλεγε κάτι σαν «εσύ», αλλά δεν έλεγε «εσύ». «Ένεση», φώναξα, σαν να ανακάλυψα την Αμερική. «Θέλει να της κάνουμε ένεση καφεΐνης». Είδα ανακούφιση στο πρόσωπό της. Άνοιξα την τσάντα που κουβαλούσε μαζί της, βρήκα σύριγγα κι ο Φώτης βρήκε την ένεση. «Μου είχαν κάνει μια φορά πέρυσι και θυμάμαι το μπουκαλάκι», εξήγησε, αλλά πώς γίνεται να θυμόταν το μπουκαλάκι αφού τότε ήταν τόσο λιώμα που δεν θυμόταν ούτε το όνομά του; Δεν έδωσα συνέχεια, θεώρησα πως αυτό ήταν το σωστό μπουκαλάκι, το πλησίασα στα μάτια της, έκανε νόημα «ναι, αυτό είναι» και τότε άρχισε το πρόβλημα. «Ξέρει κανείς να βάζει ένεση;» ρώτησα. Κανείς. Όλοι κοιταζόμασταν. Εγώ είχα δει τη μάνα μου μερικές φορές να «τρυπάει» τον πατέρα μου κάποτε που τον είχε πιάσει η μέση, αλλά δεν τόλμαγα να δοκιμάσω στου Κασίδη το κεφάλι, το οποίο εν προκειμένω ήταν ο κώλος της γιατρέσσας.
«Θα την κάνω εγώ», είπε ο Φώτης και μου πήρε τη σύριγγα από το χέρι. «Ξέρεις;» τον ρώτησα. «Μου είχαν κάνει μια φορά πέρυσι και θυμάμαι», απάντησε. «Δεν πας καλά», του είπε ο Δεμπασκαλάς. «Πώς τη βάζουν στη σύριγγα;» ρώτησε ο Φώτης που θυμόταν πώς γίνεται η ένεση, αλλά δεν θυμόταν πώς μπαίνει στη σύριγγα. «Δεν πας καλά», ξανάπε ο Δεμπασκαλάς, αλλά στο μεταξύ εγώ είχα ετοιμάσει την ένεση. «Έχεις πουθενά οινόπνευμα;» ρώτησα τον Μαστρομανέλο που ήδη ρετάριζε. «Καθαρή βενζίνη κάνει;» απάντησε με ερώτηση αυτός. «Έχει εδώ», είπε ο Πέτρος της Κουφής δείχνοντας το βαλιτσάκι της γιατρέσσας. Πώς δεν το σκεφτήκαμε; «Γυρίστε από την άλλη», είπε ο Φώτης, για να μη δούμε όλοι τον κώλο της γιατρέσσας. Γυρίσαμε. Όλοι! Μέχρι κι ο Μαστρομανέλος. Όλοι οι τζέντλεμαν του κόσμου μέσα σε ένα γκαράζι, γύρω από ένα καζάνι που έβραζε τσίπουρα. «Εντάξει», είπε ο Φώτης μετά από λίγο και ξαναγυρίσαμε. Χαμογελούσε. «Μαύρη νταντέλα», είπε κι έκλεισε το ένα μάτι. «Μήπως να της κάνεις άλλη μία για να συνέλθει πιο γρήγορα;» ρώτησε ο Πέτρος της Κουφής, κλείνοντας κι αυτός το δικό του μάτι.
Δεν της έκανε...
Η Έμυ έμεινε όλη τη νύχτα εκεί, στον γρασαρισμένο καναπέ του Μαστρομανέλου. Πρώτα της σκουπίσαμε το πρόσωπο από τους εμετούς και μετά τη σκεπάσαμε με μια κουβέρτα, το ίδιο βρόμικη, αλλά αποτελεσματική. Όσο αυτή κοιμόταν, η τύχη της δούλευε. Η απόσταξη συνεχίστηκε σε πλήρη ηρεμία, χωρίς μουσικές, χωρίς φωνές και χαχανητά. Με λίγο άγχος, μη μας πάθει τίποτα η γιατρέσσα. Και με πολλούς ψιθύρους, για να μην την ξυπνήσουμε. Σηκώθηκε χαράματα. Μαζεύτηκε όπως όπως, πήγε στον καμπινέ του Μαστρομανέλου και ξεπλύθηκε, ζήτησε «συγνώμη», αρνήθηκε τον καφέ που της προσφέραμε, είπε «ευχαριστώ για όλα» και τελικά δέχθηκε την εναμισόλιτρη μπουκάλα τσίπουρο που της έβαλε ο Μαστρομανέλος στο χέρι. «Θέλει ρέγουλα», της έδωσε συμβουλή. Τη γυρίσαμε πίσω εγώ με τον Πέτρο, με το αγροτικό του Πέτρου της Κουφής. Ο Φώτης είχε ξεραθεί στον ύπνο, σε μια παλιά πολυθρόνα, από το ίδιο σαλόνι που είχε αντικαταστήσει η κυρα-Πολυξένη.
Σίγουρα ονειρευόταν «νταντέλες»...
Μέχρι η Έμυ που έλεγε τον καιρό να ξεχάσει τον κακό της τον καιρό εκείνο το βράδυ, εγώ ο Μίλτος να ’μαι καλά...
Υ.Γ.: Για να μην ξεχνιόμαστε, για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου, αλλά και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.