Δακρυσμένα μάτια...
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήξερε να αγωνίζεται. Βρέθηκε απέναντι στους Γερμανούς, βρέθηκε απέναντι στους δωσίλογους, βρέθηκε απέναντι στους Συνταγματάρχες της Χούντας, βρέθηκε απέναντι σε «μικρούς και λίγους». Σε μοιραίους...
Ακόμη και τον τελευταίο αγώνα της ζωής του, αυτόν τον άνισο, φρόντισε να τον δώσει με αξιοπρέπεια και να βάλει όρους δικούς του. Δεν ήθελε να «κλείσει τα μάτια του» στο... παγωμένο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, αλλά προτίμησε μέσα στο σπίτι του να «τσεκάρει το διαβατήριο για την αιωνιότητα».
Άλλωστε όλα τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω προβλημάτων υγείας ο Μεγάλος Έλληνας είχε «κόψει» τα ταξίδια εκτός συνόρων.
«Δεν θέλω να φεύγω πια... Φοβάμαι μην με βρει ο θάνατος εκτός Ελλάδας. Θέλω να πεθάνω εδώ. Εμένα η Ελλάδα δεν με πληγώνει» είχε πει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στον Γιώργο Λιάνη.
Ο Μίκης ζούσε για την Ελλάδα, ήταν ο ίδιος η Ελλάδα, η λαμπερή Ελλάδα του φωτός και του πνεύματος. Της τέχνης και της μουσικής. Μεγαλούργησε σε τούτα τα χώματα και έγινε Παγκόσμιος. Η φωνή του, η μουσική του, οι στίχοι του, η στάση ζωής του... έσπασαν τα σύνορα και έγινε σύμβολο πολιτισμού σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο θάνατος του, το πρωί της Πέμπτης (2/9) ταξίδεψε αστραπιαία στα πέρατα του κόσμου.
Ένα κομμάτι μάρμαρο από τον Παρθενώνα ήταν και ΕΙΝΑΙ ο Μίκης Θεοδωράκης.
Μάρμαρο όμως όχι σαν αυτά που είναι ερμητικά κλεισμένα σε αγγλικές αίθουσες, αλλά σαν αυτά που έχει δικαίωμα να απολαμβάνει κάθε πολίτης του κόσμου. Λευκό, ζωντανό, περήφανο. Άλλωστε περήφανος έζησε όλα του τα χρόνια.
Περήφανος για τις ιδέες του που σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσαν να «φυλακιστούν» στα ξεροτόπια της Μακρονήσου ή στα βρώμικα και αιματοβαμμένα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Περήφανος και για τις μουσικές του. Αυτός ήταν που... πάντρεψε την μουσική με τους μεγάλους μας ποιητές, αυτός ήταν που έδωσε «υπόσταση» στο ελληνικό συρτάκι ώστε να είναι μέχρι σήμερα το πλέον αναγνωρίσιμο brand της χώρας μας στο εξωτερικό.
Αυτός ήταν που «επέβαλε» τον συγκλονιστικό Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδήσει τον Επιτάφιο του Ρίτσου κόντρα στα «θέλω και τα πρέπει» των πνευματικών της εποχής.
Αυτός ήταν που έβαλε... φωτιά στα «Τραγούδια της φωτιάς» λίγες μέρες μετά την πτώση της Χούντας σε συναυλίες που πέρασαν στην αθανασία.
Ακούγεται/διαβάζεται/γράφεται ως κλισέ. Κι όμως. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο «τελευταίος ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ» που πήρε την αγαπημένη μπαγκέτα του μαέστρου για να ταξιδέψουν σε άλλες γειτονιές.
Εκεί που θα βρει τον Μάνο, εκεί που θα βρει τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Ανδρέα Λεντάκη, τον Μπιθικώτση, τον Τσιτσάνη για τον οποίο με καμάρι έλεγε «θέλω να λογίζομαι ως ταπεινός μαθητής του»!
Είτε ως ταπεινός μαθητής, είτε ως μεγάλος δάσκαλος ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε στην Αιωνιότητα. Τα έργα του, τα λόγια του, οι μουσικές του, οι μνήμες του, θα... τριγυρίζουν πάντα επίκαιρες και ζωντανές στα στενά της Πλάκας, στις γειτονιές Θεών και Αγγέλων, αλλά και στις λαμπρές λεωφόρους όλου του κόσμου.
«Είναι γλυκύς ο θάνατος, όταν κοιμώμεθα εις την Πατρίδα» έγραφε ο Ανδρέας Κάλβος.
Ο Μίκης το κατάφερε κι αυτός. Άξιος εστί...
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.