Ο σκύλος μας ο Ψωμιάδης!
Δύο θέματα ήθελα να γράψω στο gazzetta. Ή μάλλον θεωρούσα ότι έπρεπε…
Ένα για τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο... ααααχ, δεν μπορείτε να φαντασθείτε πόσο βαρέθηκα από την πρώτη κιόλας παράγραφο.
Το άλλο που πραγματικά ήθελα να γράψω ήταν για το κατάπτυστο πανό που ανήρτησαν οπαδοί του Ηρακλή. Μου το ’χε ζητήσει άλλωστε και ο φίλος αναγνώστης Δημήτρης Χονδρόπουλος. Όταν μου ζητάνε λοιπόν να γράψω κάτι, νιώθω υποχρέωση να το κάνω. Ξαφνικά όμως συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να γράψω το αυτονόητο. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, όμως θα τονίσω ότι η ανάρτηση πανό σε ένα γήπεδο είναι σπουδαία πράξη. Καλό θα ’ναι μερικοί να το καταλάβουν αυτό... Με πλήττει αφάνταστα η απόλυτη ανοησία, η οποία κάνει παρέα με τη βία, οποιαδήποτε βία…
Τέσπα…
Παρκάρω, τραβάω χειρόφρενο και βγαίνω από το όχημα αυτών των σκέψεων. Περνάω απέναντι και μπαίνω σε έναν υπέροχο πεζόδρομο σκέψεων.
Πριν από χρόνια ήμουν εκτός σπιτιού και έπαιζε η Εθνική βόλεϊ έναν κρίσιμο αγώνα. Δεν θυμάμαι ούτε με ποιους ούτε γιατί ούτε πότε… Θυμάμαι όμως ότι είχα μεγάλη αγωνία και τηλεφώνησα σε μια φίλη μου να τη ρωτήσω τι γινόταν με το παιγνίδι. Δεν υπήρχε πιο άσχετος άνθρωπος με τα σπορ. Όσο ήξερα εγώ περί peeling με αμύδγαλα, άλλο τόσο ήξερε εκείνη από αθλητικά.
Δεν είχα (προφανώς) άλλη επιλογή. Της ζήτησα να κοιτάξει στο τάδε κανάλι να μου πει τι γίνεται...
—Κάποιοι βαράνε κάποιους άλλους με κάτι πετσέτες, μου ’πε.
—… Είσαι σίγουρη ότι βλέπεις το σωστό κανάλι;
Με έβρισε και μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα μουρμουρίζοντας «άνδρες!». Στα επόμενα πέντε μέτρα, στη βιτρίνα ενός μαγαζιού με ηλεκτρονικά μια οθόνη έδειχνε το παιγνίδι. Ήταν απλό: Ήταν time out και οι φροντιστές δρόσιζαν με τις πετσέτες τους καταϊδρωμένους παίκτες… αχαχαχαχα.
Έχω μια φίλη blogger. Τρομερό γράψιμο. Τρο-με-ρό! Τη θαυμάζω για τον τρόπο που απλώνει τη σκέψη της. Έχει πιστούς θυμαστές. Απίστευτα πιστούς… Είναι η Κωλόγρια http://kwlogria.blogspot.com/ Είναι εξαιρετική στο να περιγράφει το μικρό, το καθημερινό, αυτό που περνά από δίπλα και ενώ το ξέρεις δεν το ’χεις προσέξει. Και γράφει απίθανα μπινελίκια· αθυρόστομη του κερατά. Μόνο που στο γράψιμο (κι όχι μόνο) το πού βάζεις τις λέξεις παίζει καταλυτικό ρόλο. Και η φίλη μου η Κωλόγρια το ξέρει πολύ καλά. Η πλάκα είναι ότι στη ζωή της είναι χαριτωμένη, συνεσταλμένη, μικροσκοπική και πολύ διακριτική και ευγενική.
Την παρακαλώ εδώ και καιρό να γράψει για το gazzetta, αλλά δίσταζε.
—Ρε συ, θα φάμε ξύλο, δεν έχω ιδέα από ποδόσφαιρο. Και τους φοβάμαι αυτούς…
—Αυτό ακριβώς θέλω, να μην ξέρεις. Και μη σε νοιάζει· όσο γράφεις γενικά δεν πρόκειται να παρεξηγηθεί κανείς.
—Καλά θα δούμε… Και την έχασα, γιατί ξαφνικά έπαθε κόλλημα με το… πλέξιμο. Έλεος.
Χθες μου ’στειλε ένα κείμενο.
–Να το ξέρεις πάντως, άμα φάω ξύλο, θα ’ρθεις να με σώσεις!
—Χαχαχα, ΟΚ!
Απολαύστε την, είναι (όπως πάντα) ποταμός:
Ο σκύλος μας ο Ψωμιάδης!
Ξέρει μια Κωλόγρια από ποδόσφαιρο μωρέ;
Εξαρτάται την Κωλόγρια. Εγώ πάντως όχι. «Γράψε κάτι για τον Ψωμιάδη», μου λέει ο Μάνος. «Πας καλά;» του λέω. «Εγώ πρώτη φορά άκουσα το όνομά του από τους γονείς μου που φώναζαν έτσι το σκυλάκι μας». Αλήθεια.
Πάω στο σπίτι τους τις προάλλες, και ακούω τη μάνα μου να λέει: «Ο Ψωμιάδης πού είναι;» «Ο ποιος;» λέω γω. Γελάει και λέει: «Ο Ψωμιάδης! Με το πούρο!» «Τι;» συνεχίζω να απορώ. «Δεν τον ξέρεις τον Ψωμιάδη;» μου λέει ο πατέρας. «Κάπου έχω ακούσει το όνομά του», του λέω, «αλλά δε μου έρχεται τώρα». «Ο Μάκαρος... ο πρόεδρος... με τα στημένα παιχνίδια... που έχει μια μουστάκα κι ένα τεράστιο πούρο μονίμως στο στόμα, που έκανε κομπίνες και τον πιάσανε και μετά τους έφυγε...» απαντάει ο μπαμπάς. «Ε και τι; Εδώ κρύβεται;» ρωτάω αστειευόμενη μεν, φοβούμενη δε, ποτέ δεν ξέρεις, είναι τρελοί οι γονείς μου, γεννημένοι για ίντριγκα. «Χα χα χα χα», γελάνε και οι δύο. «Πήγαινε να φέρεις τον Ψωμιάδη», λέει η μάνα μου στον πατέρα μου και του δείχνει με το δάχτυλο την πόρτα της κουζίνας. «Τι γίνεται ρε πούστη», απορώ εγώ και περιμένω να δω, πραγματικά όμως, να μου σκάσουν κανέναν τύπο με μουστάκα και πούρο από μέσα και τι να πω, θα χειροκροτήσω. Αντ’ αυτού όμως, έρχεται ο μπαμπάς καμαρωτός-καμαρωτός με το σκυλάκι μας αγκαλιά στο ένα χέρι και στο άλλο, ένα γλυκάκι για σκύλους χοντρό σαν πούρο. «Να ο Ψωμιάδης!» λέει περήφανος, αφήνει κάτω το σκυλάκι, του δίνει και το γλυκό, κι αυτό με περίσσια χάρη κάθεται, βοηθάει με τα ποδαράκια του το γλυκό γιατί ήταν και γκουμούτσα, το δαγκώνει, σηκώνει το κεφάλι με το «πούρο» πλέον στο στόμα α λα Μάκη Μπόι και μένει να μας κοιτάει με ύφος «πόσο μαλάκες είστε που με φέρατε από μέσα για να με κοιτάτε, ας μου πει κάποιος σας παρακαλώ». Εμείς φυσικά, έχουμε πέσει χάμω και κλαίμε.
Όχι άμα δείτε το σκύλο μας σε σχέση με τον Ψωμιάδη, θα καταλάβετε γιατί γελούσαμε.
Εσύ γιατί γελούσες, θα μου πείτε, αφού δεν ήξερες τη φάτσα του. Εγώ πρώτον γελάω γενικώς με το σκυλάκι μας έτσι κι αλλιώς γιατί είναι γαμάτο άτομο. Δεύτερον, λαμόγιο με κομπίνες, μουστάκα και πούρο άκουσα, δε θέλει πολύ, κατάλαβα περίπου πώς θα είναι, οπότε πώς να μη γελάσω; Τρίτον, όπως και να ήταν η φάτσα του Ψωμιάδη, και με τον Λουδοβίκο τον 14ο να έμοιαζε, σκατόφλωρος με μπούκλες και αναιμία δηλαδή, δίπλα σε μια λευκή τριχόμπαλα με «πούρο» στο στόμα, πάλι θ γελούσα.
Που λέτε.. Εγώ δεν έχω σχέση με την μπάλα. Τότε τι θες εδώ, πάρε τον πούλο, κοπελιά, χελόου, αθλητικό site είναι εεεε!! Όπα, όπα, όπα παιδιά, σταθείτε, μύγδαλα μισό λεπτό, με φοβίζετε.
...Ανέκαθεν με φόβιζαν οι φίλαθλοι. Αφού οι περισσότεροι παθαίνετε μετάλλαξη. Όπως εγώ όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο. Έξω από το αυτοκίνητο άνθρωπος, μέσα στο αυτοκίνητο δράκουλας. Έξω από το αυτοκίνητο γυναίκα, μέσα στο αυτοκίνητο ιδρωμένος, υπερμεγέθης ξεδοντιάρης νταλικέρης με βρόμικα νύχια και παντόφλα που μόλις έχει χάσει 10 χιλιάδες ευρώ στο καζίνο της Ξάνθης. (Θυμήθηκα τώρα πώς κάναμε όταν πήρε η Ελλάδα το Γιούρο... Τέσσερις γκόμενες σε ένα αυτοκινητάκι με ανοιχτή σκεπή, κρεμασμένες έξω να τσιρίζουμε. Και μετά σου λέει γυναίκες... αρχίδια). Γάμησέ τα, το καταλαβαίνω αυτό, τη μετάλλαξη δηλαδή, γι’ αυτό και αποφεύγω την οδήγηση, αλλά άλλο να το έχεις εσύ κι άλλο να το βλέπεις έξω. Μια φορά πήγα στο γήπεδο με κάτι φίλους, πριν χρόνια, πολλά χρόνια. Έπαιζε Ολυμπιακός-ΑΕΚ νομίζω, δε θυμάμαι τώρα. Πάντως ήταν σοβαρός αγώνας, μεγάλος κι έτσι και μεις ήμασταν με την ΑΕΚ.
Οι φίλοι μου; Καλά παιδιά, ευγενικά, γλυκά, σοβαρά, με το σεις και με το σας. Έξω από το γήπεδο. Ειδικά ο κολλητός μου τότε. Ένα πλάσμα, πόσο γλυκό παιδί, να τον πιεις στο ποτήρι. Και πάμε στο γήπεδο. Ένα θα σας πω. Σκιάχτηκα. Τι είχε κρεμαστεί από τα κάγκελα, τι είχε κάνει το κορμί του τόξο δύο μέτρα άντρας, τι ούρλιαζε, τι έλεγε το στόμα του, δεν έχω λόγια. Για ξορκισμό ήταν. Εννοείται πως δεν είδα αγώνα. Όλο γύρω μου κοιτούσα. Όπου έφτανε το μάτι μου δηλαδή. Έβλεπα όλα αυτά τα πρόσωπα να κοιτάνε συγκεντρωμένα στο γήπεδο και ξαφνικά σαν να τους είχε τσιμπήσει κάτι που πρέπει να πόνεσε φριχτά, πετάγονταν πάνω και έβριζαν τα ακατονόμαστα φτύνοντας με προτεταμένα χέρια που κατέληγαν σε μούντζες και χειρονομίες μαλακίας. Φανταστικό. Και σε φάσεις όπου συνέβαινε κάτι στον αγώνα που τους ευχαριστούσε, ήταν σαν να τους είχε ψιθυρίσει κάποιος στο αυτί «πστ.. μαλάκα...κέρδισες 2 εκατομμύρια ευρώ» και τότε αυτοί πετάγονταν πάνω ουρλιάζοντας σαν να μην υπήρχε αύριο, χοροπηδούσαν με αποτέλεσμα να σείονται τα καθίσματα, ενώ οι απέναντι έβριζαν, έφτυναν και μούντζωναν. Ξανά φανταστικό. Κι αν και σκιάχτηκα, ήταν μια φοβερή εμπειρία που δε θα ξεχάσω ποτέ. Από τότε δεν έχω ξαναπάει στο γήπεδο. Όχι ότι δεν με έχουν πάρει, δεν έτυχε. Συν ότι δεν έχω πια πολλούς φίλους φιλάθλους, έχει τύχει τώρα, γεράσαμε, δεν ξέρω, είμαστε όλοι φλώροι κι έτσι, κουλτουρατζήδες, πάμε θέατρα, ποτά, μαλακίες, τι να πω τώρα, την αλήθεια λέω.
Αυτά είχα να πω για το ποδόσφαιρο, δεν έχω άλλα, και άρα, δεν έχω να γράψω κάτι σχετικό ξανά. Ό,τι άλλο θέλετε ευχαρίστως. Καλούς αγώνες να έχετε. Και να προσέχετε.
Υ.Γ. Αμάν! Έχω άλλη μία εμπειρία από ποδόσφαιρο! Έχω πάει στο Γουέμπλεϊ!
...Τι, σκεφτήκατε έστω για ένα δευτερόλεπτο ότι μπορεί να πήγα σε αγώνα στο Γουέμπλεϊ; Είστε με τα καλά σας; Παίρνετε ναρκωτικά; Θα με είχαν κόψει φέτες τα λιώματα οι Άγγλοι! Θα ήμουν σα να πήγαινε μπριζόλα με πόδια σε λιμασμένα λιοντάρια. Α πα πα. Το σκέφτομαι και ανατριχιάζω. Πήγαμε ως επισκέπτες με τον ως άνω κολλητό που με είχε πάρει στο γήπεδο. Τι έγινε εκεί μέσα; Πάλι κρίση τον έπιασε κι ας μην έπαιζε τίποτα. Μέγας φίλαθλος ο φίλος. Ποδόσφαιρο αγάπη του.
...Αυτό που με εντυπωσιάζει στους ανθρώπους πάντως, είναι όταν τους αρέσει κάτι, πώς το ψάχνουν, πώς το βρίσκουν, πώ το ανακαλύπτουν. Τι εννοώ. Είχαμε πάει Λονδίνο με το φίλο, επίσκεψη στον κολλητό μας. Θα είναι και 15 χρόνια πριν. Είχαμε κάτσει αρκετές μέρες. Μια ωραία μέρα λοιπόν που κωλοβαρούσαμε και βολτάραμε στους δρόμους οι δυο μας, μου λέει με ορθάνοιχτα χέρια και μάτια γεμάτα χαρά για την έμπνευση που είχε: «Ρε συ, πάμε Γουέμπλεϊ;!» «Τι να κάνουμε;» τον ρωτάω βλοσυρά με τα χέρια στις τσέπες και τα μάτια μισόκλειστα. «Να δούμε το γήπεδο!» συνεχίζει με χαρά. «Γιατί;» κάνω την ηλίθια ερώτηση που δεν κάνεις σε ποδοσφαιρόφιλους καθότι ό,τι σχετίζεται με το ποδόσφαιρο είναι υπέροχο και έχει νόημα γι’ αυτούς. Αυτός δεν απάντησε φυσικά αφού η ερώτηση όπως είπαμε ήταν ηλίθια, εγώ όμως θέλοντας να επιβεβαιώσω την αγνότητα των προθέσεών του, ρώτησα κάτι ακόμα: «δεν πιστεύω να έχει κανένα αγώνα, ε;». «Μαλάκας είσαι;» μου λέει και γω ντροπιασμένη πλέον από τη δεύτερη βλακεία που έχω ρωτήσει γιατί αν είχε αγώνα, θα το είχε μάθει όλο το αεροπλάνο και όλο το Λονδίνο αφού θα είχε βγάλει τα εισιτήρια από την Ελλάδα και θα μου το έλεγε τραγουδώντας με ύμνους καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και της διαμονής μας εκεί, με χαμηλωμένα μάτια του είπα «καλά, πάμε».
Το φοβερό λοιπόν είναι ότι όταν φτάσαμε με το μετρό στο Γουέμπλεϊ, ήμασταν στην εξοχή, χωρίς χάρτη μαζί μας, σε κάτι χωράφια με ένα σπίτι εδώ κι ένα κει. Και το άτομο ρε παιδιά, να μου λέει «Από δω!» «Από κει!» «Από δω!» «Από κει!» και να με τραβολογάει σε ανηφόρες, κατηφόρες και στενά και τότε δεν υπήρχαν ούτε i-phone ούτε gps, ούτε internet ούτε κινητά ούτε τίποτα. Ρωτώντας πήγαινες ή με χάρτη. Και μεις ούτε χάρτη είχαμε ούτε συναντήσαμε ψυχή. Και παρ’ όλα αυτά ρε σεις, τσακ, με έβγαλε μπροστά στο Γουέμπλεϊ. «Τι σκατά ρε πούστη μου; Το γρασίδι μύριζες;» τον ρώτησα κοιτώντας τον ως μέγα λαγωνικό. Αυτός δεν απάντησε, γέλασε όμως επιβεβαιώνοντας μία ακόμη φορά πως άμα θέλει κάτι ο άνθρωπος τα καταφέρνει, τέρμα και τελείωσε, φίλοι μου.
Μπήκαμε μέσα και αυτομάτως με το που πάτησε το πόδι του στην είσοδο, καταλήφθηκε από έκσταση. Ευτυχώς που ήμασταν νέοι τότε και δεν έπαθε κανένα εγκεφαλικό. Χαζεύαμε δεξιά αριστερά για λίγο, πολύ μεγάλος ο προθάλαμος, ώσπου μας πλησίασε ένας άνθρωπος, φύλακας τι ήταν και μας ρώτησε αν θέλαμε να μας ξεναγήσει. Είπαμε ναι κι αυτό ήταν. Μας έχωσε στα άδυτα του Γουέμπλεϊ. Τι κοντρόλ ρουμ είδαμε, τι αποδυτήρια, τι εξώστες, όλα. Ο φίλος δε, δεν το συζητώ. Έτρεμε ο άνθρωπος. Απανωτές κρίσεις τον έπιαναν. Να για παράδειγμα, ήμασταν σε κάποια φάση στα αποδυτήρια. Με το που βλέπει τις φανέλες να κρέμονται στη σειρά, τον καταλαμβάνει πνεύμα, με σηκώνει από τα μπράτσα κι αρχίζει να με ταρακουνάει τσιρίζοντας «ΤΙΣ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΙΣ ΦΑΝΕΛΕΣ ΡΕ; Η ΦΑΝΕΛΑ ΤΟΥ ΤΑΔΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΔΕ ΕΙΝΑΙ ΡΕ, ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;;; ΕΔΩ ΜΕΣΑ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΛΕΝΟΝΤΑΙ ΡΕ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;;» τσίριζε κουνώντας με σαν σέικερ με το κεφάλι του να γυρίζει γύρω-γύρω σαν της Λίντας Μπλερ στον Εξορκιστή. «ΠΟΥ ΧΕΖΟΥΝ ΘΑ ΜΟΥ ΔΕΙΞΕΙΣ;» ήθελα να του πω αλλά δεν είπα τίποτα, μόνο γελούσα να χαλαρώσει κι ο φύλακας-ξεναγός που μας έβλεπε, μη νομίζει τίποτα περίεργο ο άνθρωπος. Γύρευε βέβαια τι θα έχουν δει τα μάτια του εκεί μέσα, αλλά λέμε τώρα.
Όταν με άφησε κάτω ο φίλος, ήμουν σα να έχω βγει από καράβι σε τρικυμία και προφανώς με λυπήθηκε. Έτσι, για να με βάλει και μένα κάπως στο κλίμα μου είπε: «Σκέψου ότι εδώ γδύνονται παιδαράδες, πιτσιρικάδες, κορμάρες, να σε βάλουν κάτω να σου αλλάξουν τον αδόξαστο!» Ευτυχώς που δεν καταλάβαινε ο φύλακας. Όσο για το φίλο μου, όχι, δεν ήταν γκέι, αντιθέτως, θα τον χαρακτήριζα ως μέγα μουνάκια. Για μένα τα έλεγε και μπορώ να πω ότι για λίγα δευτερόλεπτα έπιασε. Αμέσως μετά όμως κι αφού είχα πλέον συνέλθει από το ταρακούνημα, έκανα άλλες σκέψεις όπως πόσο τεράστιο γήπεδο είναι, τι περπάτημα ρίχνεις μέχρι να πας στη θέση σου, τι φάπες πέφτουν εκεί μέσα, πόσο κόσμο χωράει, άμα γίνει καμία κόμπλα πόσο ξύλο έχεις να φας και πού να κρυφτείς, τι οργάνωση έχουν, πόσες δεκάδες κάμερες παρακολουθούν αρκετούς δρόμους περιφερειακά του γηπέδου και τέτοια, μέχρι που τελείωσε η ξενάγηση και φύγαμε.(Καλά, δεν το συζητώ πως όταν φύγαμε ήθελα να κάνω την έξυπνη και του είπα ότι εγώ θα τον οδηγήσω πίσω στο μετρό. Αφού δεν φτάσαμε στο Έσσεξ με τα πόδια πάλι καλά να λέμε). Τι εμπειρία κι αυτή.
Αυτά που λέτε. Να προσέχετε.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.