Όταν όλοι φοράνε την ίδια φανέλα...
Όταν πρωτομαζευτήκαμε, είχαμε μαύρα πυκνά μαλλιά και τα στρογγυλά ζαλισμένα ματάκια του ελαφιού που πιάνεται στους προβολείς ενός αυτοκινήτου. Στο χέρι μας δεν κρατούσαμε κινητό τηλέφωνο, αλλά μία μικροσκοπική ατζέντα, πράσινη στην περίπτωσή μου. Τα κείμενα τα γράφαμε όχι σε λάπτοπ, ούτε καν σε εκείνους τους τερατώδεις Amstrad που ακόμη δεν είχαν εμφανιστεί, αλλά σε αρχαίες γραφομηχανές ή στο χέρι. Για να τηλεφωνήσουμε απ’ έξω χρησιμοποιούσαμε τηλεκάρτες του ΟΤΕ ή κόκκινους κερματοδέκτες στα περίπτερα.
Το φαξ ήταν μία ουρανοκατέβατη καινοτομία, ωστόσο τέτοιο υπήρχε μόνο στα γραφεία και πάντως όχι στα σπίτια μας. Οι πιο πολλοί πηγαίναμε από γήπεδο σε γήπεδο με το λεωφορείο ή με τον ηλεκτρικό. Τους ήρωές μας τους έλεγαν Νικ, Παναγιώτη, Παναγιώτη, Αργύρη, Μέμο, Μπέρι, Λευτέρη, Μπάνε. Το ΝΒΑ το βλέπαμε από τις βιντεοκασέτες της Pontel, που έφταναν στα χέρια μας με μία εβδομάδα καθυστέρηση. Ταξιδεύαμε σπάνια, με εκείνα τα θηριώδη διαβατήρια που ήταν σαν γκουμούτσες.
Οι έννοιες διαδίκτυο και παγκόσμιος ιστός ήταν όχι απλά άγνωστες, αλλά αδιανόητες. Το ρεπορτάζ το κάναμε με τηλεφωνήματα στα σπίτια των προπονητών, των παικτών και των προέδρων. Οι ειδήσεις δημοσιεύονταν όχι αυτοστιγμή, αλλά την επόμενη μέρα ή την επόμενη Τρίτη εάν μιλάμε για εβδομαδιαία περιοδικά.
Και, ναι, για εβδομαδιαία περιοδικά μιλάμε. Για το ένα και μοναδικό που έγραψε ιστορία στον ελληνικό αθλητικό Τύπο, αυτό που πήρε το μπάσκετ από τα γηπεδάκια που μύριζαν μούχλα και το έβαλε στα σπίτια ενός κοινού διψασμένου, αποφασισμένου να σκαρφαλώσει στο άρμα του νεοφερμένου αθλήματος που κατακτούσε τη χώρα.
Όχι σιγά σιγά, αλλά κεραυνοβόλα. Τον Μάιο του 1987, το ελληνικό μπάσκετ ήταν μία υποσημείωση στις αθλητικές σελίδες των εφημερίδων, μία γραφικότητα με την οποία ασχολούνταν ελάχιστοι πυροβολημένοι – και ο Συρίγος. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το παρθενικό τεύχος του Τρίποντου, στις 8 Νοεμβρίου 1988, βρήκε την Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης και τον Άρη –μία δεύτερη «Εθνική Ελλάδας» να οδεύει προς το δεύτερο σερί φάιναλ-φορ.
Τις Πέμπτες, ο Άρης έκλεινε τον Έλληνα τηλεθεατή στο σπίτι του και έβαζε λουκέτο στα θέατρα. Τις Τρίτες, το Τρίποντο έστελνε τον Έλληνα μπασκετόκαυλο στο περίπτερο και υποκαθιστούσε την ώρα των Θρησκευτικών ή της Αγωγής του Πολίτη. Εμείς, βέβαια, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι την Τρίτη για να δούμε το αποτέλεσμα του οίστρου μας αποτυπωμένο σε χαρτί. Δευτέρα βράδυ γύρω στις 23.30 έσπευδα στην Ομόνοια για να παραλάβω το περιοδικό αχνιστό, σπαρταριστό, με τη μυρωδιά του χαρτιού που μέχρι σήμερα ανεβαίνει στα ρουθούνια.
Και συχνά συναντούσα εκεί στην ουρά του εφημεριδοπώλη τους άλλους συνοδοιπόρους του ιδρυτικού σχήματος, όλους με δύο παλιά κατοστάρικα ανά χείρας. Μερικές φορές, το αγόραζε πρώτος ο Σκουντής επιστρέφοντας από τον «Ελεύθερο Τύπο» και μου το έφερνε μεσάνυχτα στο σπίτι μου στο Χαϊδάρι. Το επόμενο πρωινό είχαμε σύσκεψη προγραμματισμού, αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε 12 ώρες για να πάρουμε το νέο τεύχος στα χέρια μας. Ο Φίλιππος ερχόταν στο μήτιγκ τελευταίος, γιατί έπαιζε φλιπεράκι στο καφενείο του Μίμη στο ισόγειο. Kανονικό φλιπεράκι, όχι ηλεκτρονικό. Ο Μίμης, καλά να είναι όπου και αν πήγε, είναι ο μοναδικός που δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε για το προχθεσινό πάρτι αναμνήσεων και νοσταλγίας…
Ίσως κίνησε για να βρει την ηγετική ομάδα που αποδήμησε νωρίς. Τους εκδότες Βασίλη Νασίκα και Μανώλη Φλουράκη, τον διευθυντή έκδοσης Τάσο Ψαλτάκη και τον ίδιο τον Συρίγο. Τους άλλους, που βιάστηκαν να φύγουν: Κώστα Κωνσταντίνου, Γιάννη Αντωνόπουλο, Στράτο Κωσταλά, Χαράλαμπο Τσιριμονάκη, Νίκο Φλώρο. Ή μπορεί και να τον φτιάχνει ο ίδιος, τον πικρό καφέ που πίνουμε όποτε τους θυμόμαστε.
Οι υπόλοιποι ήμασταν σχεδόν όλοι εκεί, προχθές το βράδυ στο NaLu, που φιλοξένησε το πάρτυ μας. O Βασίλης Σκουντής, ο Δημήτρης Καρύδας, ο Ηλίας Δρυμώνας, ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Φιλέρης, ο Γιάννης Ντεντόπουλος, ο Γιάννης Ψαράκης που εμπνεύστηκε τη συνάθροιση, ο Φάνης Ξηνταβελώνης που την οργάνωσε. Ο Νικόδημος Λιανός που ήρθε από τη Νάξο, ο Πέτρος Χατζηχριστοδούλου που ταξίδεψε από την Κύπρο. Ο Δημήτρης Μηναρετζής, ο Νίκος Πανταζίδης, ο Γιώργος Βαλαβάνης, ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, ο Ιάκωβος Φιλιππούσης.
Οι ουκ ολίγοι που πλέον υπηρετούν άλλους χώρους: Βασίλης Πουλάκος, Δημήτρης Τσιτσόπουλος, Θοδωρής Μακρυνιώτης, Κώστας Πηγαδάς. Ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, ο Λευθέρης Πλακίδας, ο Γιάννης Κιούσης που μου είπε κάτι πολύ συγκινητικό. Ο Γιώργος Συρίγος, με γένια σαν Φίλιππας του 1988, ίδια ηλικία πάνω κάτω. Ο Νίκος Κεχαγιάς, ο Μιχάλης Βαρουξής, ο Γιώργος Φούντας, η Γιάννα Συρουλάκη, ο Νίκος Τσούκας από τα μέσα δώματα. Οι σύζυγοι, Σούλα και Νίκη, καθώς και τα τέκνα των δύο εκδοτών. Κάποιοι που ήθελαν πολύ να έλθουν αλλά δεν μπόρεσαν για αντικειμενικούς λόγους.
Όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, αδέλφια από άλλη μάνα και από άλλο πατέρα. Ορισμένοι αγνώριστοι από τα χρόνια, άλλοι πιο ίδιοι από ποτέ. Δεν έχουμε πια μαύρα πυκνά μαλλιά ούτε χρειάζεται να τρέχουμε από στάση σε στάση και από καρτοτηλέφωνο σε κερματοδέκτη. Μερικοί από εμάς πήραν σύνταξη, όλοι έχουμε λάπτοπ, έξυπνα κινητά και χαζά αυτοκίνητα. Θυμόμαστε τα παλιά τα χρόνια με νοσταλγία και ρομαντισμό, αλλά δεν ξεγελιόμαστε. Ξέρουμε ότι Τρίποντο δεν γίνεται να ξαναβγεί στο μέλλον.
Και δεν ευθύνεται μόνο η πρόοδος ούτε ο θάνατος του χάρτινου Τύπου. Περισσότερο φταίει που το καλούπι έσπασε. Εάν το περιοδικό Τρίποντο έγραψε ιστορία, ειδικά στην πρώτη 10ετία της ζωής του, ήταν επειδή όλοι παίζαμε στην ίδια ομάδα και υπηρετούσαμε αταλάντευτα τον ίδιο σκοπό, χωρίς οπαδική ή άλλη ιδιοτέλεια. Το μπάσκετ μας πήρε στους ώμους του και εμείς βάλαμε την ταπεινή μας πλάτη για να το βοηθήσουμε να γιγαντωθεί.
Αυτό που με έκανε υπερήφανο όποτε αποτραβιόμουν δίπλα στη θάλασσα και ατένιζα την παλιοπαρέα μαζί με το φάντασμα του μουσάτου που γελούσε σαρδόνια, το βράδυ της Δευτέρας, ήταν ότι όλοι, εκεί, ήμασταν δικοί μας και δικοί σας, ο ένας για τον άλλον και όλοι για τον έναν, όπου ο ένας ήταν η μπάλα η πορτοκαλιά, το κοινό καλό. Στο τέλος, φύγαμε ντυμένοι όλοι με την ίδια φανέλα. Και δεν νομίζω ότι θα την ξεκολλήσουμε ποτέ από το πετσί μας.
* Oι φωτογραφίες είναι του Αργύρη Μακρή (ΙΝΤΙΜΕ). H εκδήλωση φιλοξενήθηκε από το Nalu της Momentum Group (Μανώλης Μούτσος, Γιάννης Κόρμπος), υπό την αιγίδα των Φάνη Ξηνταβελόνη και Γιάννη Λάσκαρη (PROGAME). Τα συλλεκτικά επετειακά μπλουζάκια που μοιράστηκαν στους 35 συναιδυτμόνες είναι προσφορά της "Αθλημα ΑΒΕΕ" του Βαγγέλη Αμάραντου. Τους ευχαριστούμε θερμά όλους.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.