Σκόλα: «Κανείς δεν παίζει με το Αργεντίνικο πάθος, ρωτήστε τον Μέσι και τον Μανού»!
«Ειλικρινά χαίρομαι πολύ που ο Μανού (Τζινόμπιλι) ανακοίνωσε τελικά πως θα επιστρέψει στο ΝΒΑ για 16η χρονιά.
Επειδή τώρα οι άνθρωποι θα σταματήσουν να με ρωτούν για εκείνον.
Νομίζω πως είναι ασφαλές να πω πως ο Μανού είναι ο σπουδαιότερος μπασκετμπολίστας που έχει βγει ποτέ από την χώρα μας (Αργεντινή). Αλλά αυτή είναι η αλήθεια: Όταν ο Μανού ήταν μικρός, ήταν απλά ένα παιδί όπως όλα τα άλλα. Δεν κατάφερε ούτε καν να αγωνίστει με την εθνική μας ομάδα των νέων.
Κάποια πράγματα πήγαιναν ενάντια στον Μανού, όταν ήταν νέος. Δεν ήταν ψηλός. Ήταν πολύ αδύνατος. Δεν φαινόταν να έχει καμία προοπτική. Αυτή ήταν η χρυσή γενιά του Αργεντίνικου μπάσκετ, ένα γκρουπ ανθρώπων που θα έπαιρνε το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004: Ομπέρτο, Νοτσιόνι, Πέπε Σάντσεζ, Πριχιόνι. Όταν όλοι αρχίσαμε να παίζουμε μαζί το 1996, ο Μανού δεν ήταν καν καλός για να φτάσει στην πρώτη ομάδα.
Κόπηκε όταν ήταν 15.
Την στιγμή που κάποιοι από εμάς άρχιζαν την καριέρα τους στην Ευρώπη, ο Μανού έμεινε σπίτι. Έπαιξε μπάσκετ για την Αντίνο (ομάδα της Βόρειας Αργεντινής), πριν πάει στην ομάδα της πόλης του, Μπαχία Μπλάνκα. Αρχικά, δεν έπαιζε πολύ, αλλά όταν έβγαινε στο παρκέ, οι σκάουτερς άρχιζαν να τον προσέχουν. Τελικά, ένας σκάουτερ από την Ιταλία τον πήρε στην Α2 της χώρας και την Βαϊόλα Ρέτζιο Καλάμπρια.
Όταν ο Μανού επέστρεψε στην Αργεντινή για να ενσωματωθεί στην εθνική, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός παίκτης.Εξαφανίστηκαν όλες οι ανησυχίες για το γεγονός πως ήταν ο πιο αδύνατος παίκτης στο παρκέ.
Επέστρεψε ως ο πιο άγριος ανταγωνιστής στο παρκε που γνωρίζετε όλοι σήμερα.
Αλλά αρκετά με τον Μανού. Θα τον δείτε ξανά στο ΝΒΑ από την νέα σεζόν.
Για να καταλάβετε καλύτερα την ιστορία μου και να εκτιμήσετε το πως η εθνική Αργεντινής "έδεσε", πρέπει να κατανοήσετε πως έβλεπαν οι Αργεντίνοι το μπάσκετ τη δεκαετία του '90. Το μπάσκετ δεν ήταν τίποτα άλλο, πέρα από μια εναλλακτική του ποδοσφαίρου. Υπάρχει πολλή πίεση στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου - οι προσδοκίες είναι τρομερά υψηλές. Για παράδειγμα, όταν η Αργεντινή έχασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2014, οι άνθρωποι εδώ φερόντουσαν λες και ήρθε η αποκάλυψη. Ήταν πολύ σκληρό.
Βγήκαν δεύτεροι στον κόσμο και όμως αυτό δεν ήταν αρκετό.
Για την ομάδα μπάσκετ υπάρχουν διαφορετικές προσδοκίες. Ένα από τα πρώτα μεγάλα τουρνουά που έπαιξε η νεαρή μας ομάδα ήταν στα προκριματικά των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϋ το 2000. Δεν καταφέραμε να προκριθούμε, αλλά ήμασταν πολύ κοντά. Μπορεί να μην πατήσαμε το ολυμπιακό παρκέ, αλλά οι συμπατριώτες μας ήταν κάπως έτσι: "Ήταν απίστευτο αυτό που κάνατε! Φτάσατε τόσο μακριά!". Λάβαμε πολλή ζεστασιά. Αυτή είναι η πραγματικότητα για το μπάσκετ στην Αργεντινή.
Τότε, νιώσαμε πως ήταν ρεαλιστικός ο στόχος να φτάσουμε στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν. Το να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, ήταν το υψηλότερο επίτευγμα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Η κατάκτηση του χρυσού δεν χωρούσε καμία ερώτηση - οι ΗΠΑ είχε κερδίσει ό,τι Ολυμπιακό Τουρνουά υπήρχε από το 1972. Παρόλο που τους είχαμε νικήσει το 2002, ξέραμε πως οι ΗΠΑ θα είχαν τους μεγαλύτερους σταρ στο ρόστερ τους και θα ήταν μια διαφορετική κατάσταση. Αν βρίσκαμε ένα τρόπο να φτάσουμε στο βάθρο, τότε θα ήταν μια ιστορική στιγμή.
Αλλά το τρελό ήταν το εξής: Η Αργεντινή τα πήγε πολύ καλύτερα από αυτό, πήγε πιο μακριά από όσο θα ονειρευόταν ο καθένας.
Είχαμε σοκάρει τον κόσμο!
Ο πατέρας μου έπαιζε μπάσκετ ψιλο-επαγγελματικά. Σαν παιδί, το έβρισκα απίθανο που έπρεπε να δουλεύει στην τράπεζα 8 με 9 ώρες την ημέρα, γυρνούσε να μας δει και μετά πήγαινε για προπόνηση στις 9-10 το βράδυ. Ταξίδευε σε όλη τη χώρα για να παίξει σε τουρνουά σε μικροσκοπικές πόλεις ή απομακρυσμένες περιοχές της Αργεντινής. Έβγαζε ελάχιστα λεφτά, αλλά δεν ήταν τα λεφτά ο λόγος που έπαιζε.
Θυμάμαι να ρωτώ τον εαυτό μου "γιατί το κάνει αυτό;". Αλλά αγαπούσε το μπάσκετ τόσο πολύ, που ήταν μεταδοτικό. Έπαιζε αυτό που αποκαλώ εγώ "αληθινό μπάσκετ" - που σημαίνει ότι έπαιζε μόνο για την αγάπη του παιχνιδιού.
Ακολουθούσα τον πατέρα μου παντού, οπότε ήταν θέμα χρόνου να παίξω μπάσκετ. Τελικά, βάλαμε μια μπασκέτα στο γκαράζ μας και αρχίσαμε να σουτάρουμε και να κάνουμε ντρίπλες στο πεζοδρόμιο. Αυτό μπορεί να μοιάζει φυσιολογικό για τον περισσότερο κόσμο στην Αμερική, αλλά στην Αργεντινή τη δεκαετία του '80 οι άνθρωποι σε κοιτούσαν σαν να είσαι τρελός.
Το ποδόσφαιρο είναι το εθνικό άθλημα στην Αργεντινή, αλλά το μπάσκετ έγινε ο σημαντικότερος τρόπος για να δεθώ με τον πατέρα μου.
Υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα όμως. Οι καλωδιακές εκπομπές δεν ήταν ακόμη διαθέσιμες στην Αργεντινή στα τέλη του '80 με αρχές του '90, οπότε δεν υπήρχε τρόπος να δω αγώνες του ΝΒΑ.
Άρα, έπρεπε να γίνουμε δημιουργικοί.
Η ζωντανή παρακολούθηση των αγώνων δεν ήταν επιλογή, οπότε αγοράζαμε κασέτες VCR. Τυπικά, ήταν ταινίες που κάποιος είχε αγοράσει στην Αμερική και τις έφερνε στην Αργεντινή για να τις πουλήσει στο δρόμο. Έμοιαζε σαν να πούλαγες ένα γκαράζ για μια τηλεόραση από τις ΗΠΑ.
Μετά από λίγο ήρθε η καλωδιακή τηλεόραση στην Αργεντινή και άλλαξε τη χώρα μας για πάντα.
Ήταν 1992 και οι Σικάγο Μπουλς ήταν στους τελικούς του ΝΒΑ με τους Πόρτλαντ Τρέιλμπλεϊζερς, με προπονητή τον Ρικ Άντελμαν - ο οποίος ήταν ο πρώτος μου προπονητής, για φαντάσου! Οι φίλοι κι εγώ απορροφηθήκαμε σε αυτό - το να βλέπουμε τους τελικούς στην τηλεόραση εκείνη τη χρονιά ήταν η αρχή της σχέσης της γενιάς μου με το μπάσκετ. Το μπάσκετ γινόταν εναλλακτική του ποδοσφαίρου όλο και περισσότερο: δεν έπαιζαν ακόμα τόσοι πολλοί, αλλά ήταν τόσο όμορφο, όπως ακριβώς το ποδόσφαιρο - το πέρασμα και η απομάκρυνση από την μπάλα - και αυτό βοήθησε να δημιουργηθεί το ενδιαφέρον.
Το ποδόσφαιρο είναι το εθνικό μας άθλημα και πάντα θα είναι. Τίποτα δεν θα αγγίξει ποτέ το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ δεν μπορεί καν να το πλησιάσει. Θα είναι ο ανταγωνιστικός μικρότερος αδερφός.
Βλέπετε, ακόμα και αν η Αργεντινή δεν έχει τον πληθυσμό πολλών μεγάλων αθλητικών δυνατοτήτων, υπάρχουν μερικά πράγματα που πάνε σε εμάς τους Αργεντίνους.
Πρώτα από όλα, το οργανωμένο μπάσκετ είναι το μόνο παιχνίδι στην πόλη. Δεν υπάρχει "3 on 3" και "1 on 1" στην Αργεντινή. Υπάρχει μόνο "5 εναντίον 5" σε όλο το γήπεδο και στο παιχνίδι υπάρχει προσήλωση από την πρώτη στιγμή. Βλέπεις τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης σε όλη τη διαδρομή από την νεαρή ηλικία μέχρι την εθνική ομάδα.
Δεύτερο και πιο σημαντικό: είμαστε παθιασμένοι. Και δεν εννοώ πως είμαστε παθιασμένοι για να νικάμε με 40 πόντους διαφορά και να είμαι ο καλύτερος παίκτης στο παρκέ - αυτό είναι το διασκεδαστικό μέρος που θα απολαύσει ο καθένας. Το να είσαι καλός στα αθληματα έχει πολλή πλάκα. Αλλά οι στιγμές που δεν είναι αστείες είναι αυτές που θα σε κάνουν να ωριμάσεις και οι Αργεντίνοι είναι πολύ παθιασμένοι με αυτή τη διαδικασία. Πως νομίζετε ότι ο Μέσι, που είναι τόσο μικροκαμωμένος, έγινε τόσο καλός;
Στην δική μου περίπτωση δεν έβλαψε το γεγονός ότι ήμουν ψηλός. Ήμουν ευλογημένος. Ο πατέρας μου ήταν αρκετά ψηλός, οπότε έγινα κι εγώ. Έπαιζα πάνω στους περισσότερους από τους συνομίληκούς μου, οπότε σκόραρα πολύ από την στιγμή που άρχιζα να παίζω. Ήμουν κυρίαρχος. Όταν ήμουν 11-12, έλαβα την πρώτη μου κλήση για να συμμετέχω σε μια ομάδα που ταξίδευε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Τη μία στιγμή απολάμβανα ένα ανταγωνιστικό μπάσκετ και ήμουν στα υπόψιν για την εθνική ομάδα νέων, και την επόμενη είχα προοπτική για να παίξω σε επαγγελματικό επίπεδο. Δεν υπήρχε θέμα αν "θα παίξω ποτέ μπάσκετ για τα λεφτά;". Αυτό θα συνέβαινε σίγουρα. Ήταν περισσότερο κάτι σαν "πόσο ψηλά θα καταφέρω να πάω; Θα παίξω στην Ευρώπη; Στο ΝΒΑ;".
Υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο στο τοπικό πρωτάθλημα στα 15 μου. Αργότερα, το ίδιο έτος, ταξίδεψα με την εθνική των νέων για να παίξω σε ένα τουρνουά στο Εκουαδόρ. Κατά την διάρκεια της διοργάνωσης, τρεις Ευρωπαίοι σκάουτερς ήταν στις κερκίδες και κρατούσαν σημειώσεις. Στο τέλος του ματς, ένας από αυτούς ήρθε και μου είπε πως ήταν εκπρόσωπος της Μπασκόνια, στην πρώτη κατηγορία της Ισπανίας.
"Θέλουμε να σου προσφέρουμε ένα συμβόλαιο", είπε. Υπέγραψα και πήγα στην Ισπανία. Ήμουν 17.
Είναι τρελό αν το σκεφτείς τώρα πια, αλλά την στιγμή που γράφω αυτό το γράμμα, είμαι ένας επαγγελματίας μπασκετμπολίστας με 22 χρόνια καριέρας. Το παιχνίδι αυτό με έχει πάει σε όλο τον κόσμο. Έχω ζήσει πολλές περήφανες στιγμές στο ΝΒΑ, αλλά όταν συζητώ για την καριέρα μου, ο θρίαμβος της Αργεντινής το 2004 είναι αυτός που ξεχωρίζει περισσότερο από όλα.
Όλοι στην διεθνή κοινότητα χρησιμοποιούν το ματς κόντρα στις ΗΠΑ γοα να δείξουν πόσοι καλοί είναι. Η αλήθεια είναι πως το έκανα κι εγώ αυτό. Το 1999 παίξαμε εναντίον τους στα προκριματικά των Ολυμπιακών στο Πουέρτο Ρίκο και θυμάμαι πως ήμουν συγκλονισμένος. Σκεφτόμουν "Έπρεπε καθόλου να παίζω μπάσκετ;".
Ξέρω πως ακούγεται σαν να αστειεύομαι τώρα, αλλά ήταν πολύ κακό. Δεν ήμασταν έτοιμοι να τα βάλουμε μαζί τους το 1999. Τότε, μάρκαρα τον Βιν Μπέικερ και με είχε σε ύψος και κιλά. Την πρώτη φορά που έπεσε πάνω μου, με "εξολόθρευσε" εντελώς. Έφυγα πετώντας! Ήμουν ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες της ομάδας και ο Βιν με πέταξε σαν να ήμουν ένα τίποτα. "Αυτός ο τύπος είναι πιο δυνατός από εμένα", σκέφτηκα.
Σε άλλη φάση, με πέταξε στο παρκέ κι εκτέλεσε για τρεις. Σκέφτηκα πως δεν θα τα καταφέρει με τίποτα. Πετούσε γύρω μου κι αν είχε τη σωστή θέση, τότε την είχα κάτσει.
Αλλά το έβαλε.
"Αυτό ήταν", είπα, "Δεν θα υπάρξει ποτέ τρόπος να τα βάλεις με αυτούς".
Η ομάδα μας, όμως, ήταν φτιαγμένη από μέταλλο και ξέραμε πως την επόμενη φορά θα ήταν πιο ανταγωνιστικά τα πράγματα. Μέχρι τότε, όλοι παίζαμε για αρκετό καιρό μεταξύ μας, που όλα στο παρκέ ήταν η δεύτερη φύση μας. Ο καθένας ήξερε τον ρόλο του και δεν μας έβλαψε το ότι είχαμε την πιο ταλαντούχα συλλογή του Αργεντίνικου μπάσκετ στην ιστορία.
Όλα άλλαξαν νωρίς τη δεκαετία του 2000. Προκριθήκαμε και θα πηγαίναμε στην Αθήνα. Ερχόταν η ρεβάνς με τις ΗΠΑ. Παρόλο που ιστορικά η Αμερική μας συνέτριβε, θα μπορούσα να πω πως κερδίζαμε έδαφος. Το 2002 επικρατήσαμε στο FIBA World Championship στην Ιντιανάπολις και ήταν η πρώτη μας νίκη ενάντια σε παίκτες ΝΒΑ. Τότε ακριβώς γνωρίζαμε πως μπορούσαμε να τα βάλουμε με οποιονδήποτε.
Δεν μας ένοιαζε το γεγονός πως το 2004 οι ΗΠΑ θα ήταν ακόμα πιο ενισχυμένοι με All-Star παίκτες, όπως ο Άλεν Άιβερσον, ο Τιμ Ντάνκαν και ο Αμάρε Στούντεμάιρ.
Το θέμα ήταν το εξής: οι ΗΠΑ δεν είχαν ηττηθεί ποτέ σε παιχνίδι Ολυμπιακών Αγώνων με επαγγελματίες παίκτες. Ξέραμε τι θα αντιμετωπίζαμε.
Αλλά είχαμε μια ομάδα, η οποία έπαιζε μαζί για μια δεκαετία: ο Μανού, ο Νοτσιόνι, ο Ντελφίνο, ο Ομπέρτο, ο Σάντσεζ, ο Ερμάν και όλοι οι άλλοι. Και μέχρι το 2004, ήμασταν όλοι πιο μεγάλοι και δυνατοί. Όχι μόνο σκεφτόμασταν πως είχαμε πιθανότητα να νικήσουμε την Αμερική, αλλά το ξέραμε πως θα το κάνουμε. Φαίνεται αστείο, αλλά σας το ορκίζομαι.
Η αυτοπεποίθησή μας είχε περάσει σε άλλο επίπεδο.
Αυτό που θα θυμάμαι για πάντα από εκείνο το παιχνίδι είναι την αίσθηση όταν βγήκα στο παρκέ. Θυμάμαι πόσο δυνατή ενέργεια υπήρχε στα αποδυτήρια.
Ήταν όλα διαφορετικά. Οι ΗΠΑ περίμεναν πως θα νικήσουν. Αλλά εμείς θα το κάναμε αυτό. Κανένας από την ομάδα μας δεν αμφέβαλλε γι' αυτό το αποτέλεσμα.
Όλο το παιχνίδι, που ήταν ο ημιτελικός του τουρνουά, δεν ήταν όπως τα άλλα ματς κόντρα στις ΗΠΑ, που ξέραμε πως είχαμε μια πιθανότητα, αλλά πάντα πιστεύαμε πως θα χάσουμε. Σαν θεατές, είχαμε δει τόσες άλλες ομάδες να είναι τόσο κοντά στην νίκη με τις ΗΠΑ, αλλά μετά κάτι θα στράβωνε ή θα ήταν νευρικοί και θα έχαναν. Ακόμα κι όταν εμείς του νικήσαμε στην Ιντιανάπολις, δεν πιστεύαμε ποτέ πως θα το καταφέρναμε ποτέ αυτό.
Όταν ήρθε η ώρα για τους Νοτσιόνι και Μανού να πάρουν τα μεγάλα σουτ, τους εκτέλεσαν. Ο Μανού κατέληξε με 29. Μοιράζαμε την πάσα απίστευτα καλά. Εκεί που οι άλλες ομάδες το έχαναν κόντρα στις ΗΠΑ, εμείς δείχναμε πιο δυνατοί. Ηγηθήκαμε σε όλο το παιχνίδι και όταν οι αντίπαλοι επανήλθαν, παίξαμε με το ίδιο πάθος και την ίδια αγριότητα που είχαμε από την αρχή του αγώνα.
Κάτι που ήταν δύσκολο τότε να παραδεχτείς εκείνη την στιγμή ήταν πως έμενε ακόμα ένα ματς για να φτάσεις στο χρυσό. Είχαμε νικήσει την υποθετικά συναγώνιστη και ανίκητη ομάδα και φαινόταν τρελό κι έτσι δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως η δουλειά ακόμα δεν είχε τελειώσει.
Αλλά προφανώς ξέρετε όλοι τι έγινε στο τέλος.
Το Αργεντίνικο πάθος δεν είναι κάτι με το οποίο θες να παίξεις. Ρωτήστε τον Μέσι. Ρωτήστε τον Μανού.
Μιας και το αναφέραμε: Έι Μανού, θα σε δούμε το 2020 στο Τόκυο; Πιθανώς θα έχεις μεγαλώσει μέχρι τότε, αλλά κάτι που λέει πως θα εκπλήξεις τους πάντες. Δεν θα είναι η πρώτη φορά».
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.