Η οροφή έμεινε άθικτη...
Tη νύχτα της αποχώρησης του Δημήτρη Διαμαντίδη από την ενεργό δράση, καθόμουν αργά στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και προσπαθούσα να εξηγήσω τι ήταν αυτό που ένιωθα. Περισσότερο μου έμοιαζε σαν πένθος. Σαν να είχε κάποιος ξερριζώσει ένα κομμάτι από τα σωθικά μου.
Για όλους εμάς τους τυχερούς που ζήσαμε και τα πέτρινα και τα χρυσά και τα μπρούτζινα και τα επόμενα χρυσά και τα επόμενα μπρούτζινα χρόνια του ελληνικού μπάσκετ, ο Διαμαντίδης ήταν ένα εικόνισμα, ένα κομμάτι από το «είναι» μας. Όπως και ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Χριστοδούλου, ο Φασούλας, ο Παπαλουκάς, ο Σπανούλης, ο Ζήσης, τώρα πια ο Αντετοκούνμπο.
Ωστόσο, δεν ήταν γλυκιά η γεύση του αποχαιρετισμού, αλλά πικρή, σαν εκλεκτή τσέχικη μπύρα. Όταν προσπάθησα να εκλογικεύσω τα συναισθήματα και να τα βάλω στη ζυγαριά, τη στρεβλή βεβαίως μέχρι να περάσει καιρός ώστε να μετρηθεί καλύτερα το κολοσσιαίο ανάστημα του ανδρός, συνειδητοποίησα κάτι που με ξάφνιασε.
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης αδίκησε τον εαυτό του.
Δεν αναφέρομαι σε εξωμπασκετικά μεγέθη ή για προσωπικές αξίες, ούτε υπονοώ την πρόωρη και εν πολλοίς ασυγχώρητη αποχώρησή του από την Εθνική ομάδα. Μιλώ αυστηρώς και μόνον αγωνιστικά.
Ο Διαμαντίδης ήταν, ως μπασκετμπολίστας, underachiever. Άγγιξε τα αστέρια, αλλά όχι το προσωπικό του ταβάνι. Έφτασε στο 8 της παγκόσμιας κλίμακας, ενώ μπορούσε να τρυπήσει την οροφή και να πλησιάσει στο 11. Αυτό δεν ισχύει για κανέναν άλλον Έλληνα ημίθεο του μπάσκετ, με προφανή εξαίρεση τον Φάνη Χριστοδούλου.
Την ίδια άποψη εξέφρασα στην βιντεοσκοπημένη «Διαμαντιάδα» που ανέβηκε εδώ χθες, με ανάμικτες αντιδράσεις. Υπήρξαν πάντως πολλοί αναγνώστες, οι οποίοι συμφώνησαν με το πνεύμα μου και υπερθεμάτισαν, στα «Σχόλια» που δημοσιεύτηκαν κάτω από τη συγκεκριμένη μπασκετοκουβέντα.
Τώρα που αισθάνονται ελεύθεροι να συνομολογήσουν το μεγαλείο του Διαμαντίδη ακόμα και οι κακεντρεχείς και οι …αλλόδοξοι, επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ.Η μοναδική τροχοπέδη του Διαμαντίδη, στην πτήση προς τα αστέρια, ήταν η φυσική του συστολή.
Είπαν κάποτε για τον Μάικλ Τζόρνταν, ότι δεν κατόρθωσε να τον σταματήσει κανένας προπονητής, εκτός από έναν: τον μέντορά του στη Νορθ Καρολάινα, Ντην Σμιθ, στους αγώνες των ίδιων των «Ταρ Χιλς». Τον εσωστρεφή και μονήρη Μίμη από την Καστοριά μπορούσε να τον σταματήσει μόνο ο ίδιος του ο εαυτός.
Εάν ο Διαμαντίδης είχε το «εγώ» του Σπανούλη ή του Παπαλουκά ή και του Παππά (πόσο μάλλον του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα) θα γινόταν, κατά την εκτίμησή μου, Αll-Star στο ΝΒΑ στα 26-27 του χρόνια.
Όποιος μου βρει σε τι ακριβώς υστερεί αγωνιστικά ο Διαμαντίδης του 2006 από τον Ντράγκιτς ή από τον Πάρκερ ή από τον Ρούμπιο ή από τον Μπατούμ (αφήνω στην άκρη τον Ντελαβεντόβα και τον Μπαρμπόσα των φετινών τελικών...) κερδίζει ζεύγος γυαλιών μυωπίας με πολυεστιακούς φακούς πολυτελείας.
Τι του έλειπε, αλήθεια; Το κορμί; Τα χέρια; Τα πόδια; Η ευστροφία; Η τεχνική; Η έκρηξη; Η αντοχή; Το σουτ; Η πάσα; Το ριμπάουντ; Η άμυνα; Η διείσδυση; Το ποστάρισμα; Η τακτική;
Το μοναδικό εφόδιο που απουσίαζε για να ολοκληρωθεί το ζηλευτό παζλ ήταν η εξωστρέφεια, η έμφυτη προσωπική φιλοδοξία. Όταν ο Διαμαντίδης δήλωσε ότι …δεν είχε τα προσόντα για να αγωνιστεί στο ΝΒΑ, σείστηκε η γη και άνοιξε το παρκέ κάτω από τα πόδια των δεκάδων μετρίων που τρώνε παντεσπάνι στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη.
Ειδικοί του μπάσκετ σε όλο τον κόσμο τραβούσαν τα μαλλιά τους μέχρι που τα ξερρίζωσαν κι έγιναν σαν τον Τζέισον Κιντ. Ο Διαμαντίδης ήταν ο Τζέισον Κιντ της Ευρώπης. Το γνώριζε σύσσωμος ο πλανήτης του μπάσκετ, εκτός από τον ίδιον τον Δημήτρη.
Ο Διαμαντίδης δεν φώναξε ποτέ «εγώ», ούτε στο γήπεδο ούτε στα αποδυτήρια των ομάδων του. Η απουσία του από τις μικρές Εθνικές ομάδες είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο.
Έκανε πάντοτε αυτό που του έλεγε ο προπονητής του, αυτό που χρειαζόταν η ομάδα, αυτό που φαινόταν στον ίδιο σωστό. Έγραφε στο βλέμμα του τη λέξη «ρολίστας», ενώ είχε τις δυνατότητες να γίνει εξαρχής πρωταγωνιστής. Δεν ήθελε τη μπάλα ούτε το σουτ ούτε το αρχηγιλίκι ούτε τους προβολείς.
Αυτά τα αντανακλαστικά του φιλτραρίστηκαν εν μέρει στο πέρασμα των χρόνων, ιδίως με τη φυγή των Σπανούλη-Γιασικέβιτσιους από τον Παναθηναϊκό, αλλά ουδέποτε εξανεμίστηκαν πλήρως.
Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς το έχει ακόμα καημό, ότι δεν έκανε τον Διαμαντίδη πιο «aggressive», πιο «επιθετικό» μέσα στο γήπεδο. Ήταν το μοναδικό προσόν που του έλειπε για να γίνει ο κορυφαίος των κορυφαίων στην ιστορία της γηραιάς ηπείρου.
Ζήτα βρε άνθρωπε τη μπάλα! Κάνε το, το ρημάδι το σουτ! Από εσένα περιμένουν οι άλλοι, όχι εσύ από αυτούς...
Πιστεύω ότι η καριέρα του εκτοξεύτηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2005. Εκείνη τη βραδιά, ο Μίμης βγήκε από το καβούκι του.
Ο Διαμαντίδης εκείνης της εποχής δεν θα ζητούσε ποτέ να χρεωθεί το σουτ που άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Θα το επιχειρούσε μόνο αν το υπαγόρευαν οι ανάγκες της στιγμής, μόνο αν δεν υπήρχε άλλη λύση. Εξάλλου, είχε μόλις 2/12 τρίποντα μέχρι εκείνη τη στιγμή στο Ευρωμπάσκετ. Και 8 σερί άστοχα.
Η ευλογημένη πάσα του Νίκου Ζήση ανέβασε τον Διαμαντίδη στο προσκήνιο και έγινε λίπασμα για να γίνει ο Καστοριανός Μίμης, Δημήτρης όλων των Ελλήνων και όλων των Ευρωπαίων.
Ο Διαμαντίδης δεν είχε ούτε δευτερόλεπτο για να το σκεφτεί. Σηκώθηκε, το μπουμπούνισε και απογειώθηκε προς τα σύννεφα. Έναν χρόνο αργότερα, στην Ιαπωνία, έβαζε τρίποντα μέσα στα μούτρα του Λεμπρόν Τζέιμς.
Το «εγώ» του έλαβε την ώθηση που χρειαζόταν μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, στον ημιτελικό του Βελιγραδίου. Δεν έφτασε όμως στο απόγειό του, μέχρι το θρυλικό «τανγκό» του με τον Νέιθαν Τζαουάι στη Βαρκελώνη, στα πλέι-οφ της Ευρωλίγκας το 2013.
Αλλά τότε ο Διαμαντίδης πλησίαζε πια στα 33 γενέθλιά του. Ήταν πολύ αργά για να ξεκινήσει σταδιοδρομία ένα «εγώ» που έμεινε τόσες δεκαετίες καλά κρυμμένο μέσα σε αυτό το θαυμαστό κορμί.
Μία από τις τελευταίες φορά που έπιασε τη μπάλα στα χέρια του σε επίσημο αγώνα, ο Διαμαντίδης πέτυχε ένα παρόμοιο θαύμα, απέναντι στον Οθέλο Χάντερ του Ολυμπιακού, σαν να ήθελε να δικαιώσει όσους τον ήθελαν σε ολόκληρη την καριέρα του μπροστάρη.
Τα έγραψε έτσι όμως η μοίρα, ώστε να αποχαιρετίσει τα γήπεδα με μία μικρή προσωπική ήττα, από τον στενό του φίλο και επί σειρά ετών συνοδοιπόρο, Βασίλη Σπανούλη.
Ίσως να αισθάνθηκε λιγότερο άβολα με ένα τέτοιο φινάλε ο σεμνός Δημήτρης, παρά με την πρωτοφανή αποθέωση που θα δρομολογούσε ένας τελευταίος θρίαμβος. Αν ήταν στο χέρι του, θα αποχωρούσε από την πίσω πόρτα, χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν.
Ο Διαμαντίδης ήταν ο μοναδικός ηγέτης που προτιμούσε να φαίνεται θνητός παρά αθάνατος.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.