Γιάννης Ιωαννίδης: Ενας άνθρωπος που ήθελε πάντα να νικά!

Γιάννης Ιωαννίδης: Ενας άνθρωπος που ήθελε πάντα να νικά!

Γιάννης Ιωαννίδης: Ενας άνθρωπος που ήθελε πάντα να νικά!

bet365

Ο Γιάννης Ιωαννίδης... έφυγε για την «μπασκετική γειτονιά του ουρανού» και ο Βασίλης Βλαχόπουλος γράφει στο Gazzetta για τον «Ξανθό» της Θεσσαλονίκης!

Ατίθασο πνεύμα, δραστήριο βλέμμα και με τσαμπουκά όμοιο μ’ αυτόν ενός μπαρουτοκαπνισμένου στην αρένα του ελληνικού μπάσκετ. Και δεν ήταν καν 16 όταν – κατόπιν παρακίνησης – αποφάσισε να δοκιμάσει στο μπάσκετ, έτσι για να γλιτώσει από τα σκισμένα ρούχα και τα ματωμένα γόνατα της ποδοσφαιρικής αλάνας. Ορφανός από πατέρα από τα 11 χρόνια του, μεγάλωσε στην περιοχή της Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη με καταγωγή από τη Γευγελή. Δικηγόρος στο επάγγελμα, ο πατέρας του έφυγε ξαφνικά από τη ζωή κατόπιν έντονου καρδιακού επεισοδίου και από την απόλαυση της ζωής, ξαφνικά αντίκρισε τα βάσανά της. Έχοντας πλάι του τη αγαπημένη του Ελένη, τη μητέρα του, στη οποία είχε παθολογική αγάπη από μικρός και μετά τη σφοδρή απώλεια, ένωσαν τα χέρια τους ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο στη ζωή.

Σαν το πρώτο που συνάντησε όταν αποφάσισε να παίξει στο μπάσκετ. Λεπτός σαν οδοντογλυφίδας, ξανθός, δεν τον έλεγες στιβαρό αλλά μ’ αυτό το διαβολικό βλέμμα. Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές του ’60. Με την πρώτη ματιά δεν σου γέμιζε το μάτι. Δεν ήταν πλαδαρός, μα ούτε και σωματώδης. Δεν ήταν ταχύς, ούτε αλτικός, αλλά από τα μάτια του ξεπετάγονταν φωτιές σαν τη καυτή λάβα ενός ηφαιστείου που βρυχάται.

Και ξαφνικά βρέθηκε στον δρόμο του ο θρυλικός κυρ Ανέστης. Πανέξυπνος, διορατικός, είδε τον πιτσιρικά και τον έβαλε στο… μαντρί. Κατάλαβε πολύ γρήγορα, μόλις λίγα λεπτά, με τι είχε να κάνει. Στην πρώτη προπόνηση, λέει ο αστικός μύθος. Ένας έμπειρος, ολίγον βαρύς και με στρατιωτική κουλτούρα συμπαίκτης του, (του) πρόσταξε να κάνει μια αγκαροδουλειά μα ο πιτσιρικάς ύψωσε ανάστημα. «Κάν’ την εσύ» του είπε με βλέμμα οργισμένο. Ήξερε ότι… δεν τον έπαιρνε, ό,τι η συμπεριφορά του ήταν αντίθετη των άγραφων κανόνων μιας ομάδας. Ο «μικρός» κάνει πολλά περισσότερα από το να δίνει πάσες στους μεγάλους, αλλά αυτός με τσαμπουκά αρνήθηκε. Λίγα λεπτά αργότερα έκλαιγε στα αποδυτήρια καθώς ήταν αδύνατο να αποβάλει μονομιάς τις παιδικές συνήθειες. Εκεί τον συνάντησε ο κυρ Ανέστης, ο Πεταλίδης με το όνομα. Είχε ενημερωθεί, επιβλήθηκε και από τότε άρχισε να βαστά μια σχέση αγάπης η οποία έφτασε στο σημείο της πατρικής.

Χαρακτηριστική ήταν η αποκάλυψη της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» στο 8σέλιδο αφιέρωμα (σ.σ. 16σέλιδο για τα τωρινά δεδομένα, σύμφωνα με το μέγεθος του

 

χαρτιού που χρησιμοποιούν οι εφημερίδες) για την κατάκτηση του τίτλου από τον Άρη που εκδόθηκε στις 15 Μαρτίου 1979. Μάλιστα, επρόκειτο για το πρώτο αφιέρωμα καθημερινής εφημερίδας σε ομάδα μπάσκετ, γεγονός που έχει τη σημασία του. «Τις ημέρες εκείνες έγινε ένα περιστατικό που παρ’ ολίγο να τον κάνει να φύγει από τον Άρη πριν καλά-καλά αρχίσει την καριέρα του. Ένας από τους βασικούς παίκτες της πεντάδας τού είπε μια μέρα στην προπόνηση σε τόνο προστατικό να σκαρφαλώσει και να διορθώσει το φιλέ του καλαθιού. Ο νεαρός όμως, δε σήκωνε από διαταγές. Του είπε λοιπόν να το φτιάξει ο ίδιος, με αποτέλεσμα να χολωθεί ο φτασμένος παίκτης και να τον απειλήσει ότι όσο ήταν εκείνος στην ομάδα δεν θα έπαιζε στον Άρη. Ύστερα από λίγο έφθασε ο Πεταλίδης και βρήκε τον μικρό στεναχωρημένο στα αποδυτήρια. Πληροφορήθηκε το επεισόδιο και γρήγορα έβαλε τα πράγματα στη θέση του. Το πείσμα όμως του νεαρού, του άρεσε. Ένας τέτοιος χαρακτήρας έλειπε από την ομάδα», είχε αναφέρει.

Ο λεγόμενος «μυταράς», όπως ήταν το παρατσούκλι του, έμελλε να εξελιχθεί σε μέντορά του. Υπόθεση εργασίας: Μπορεί το όλο σκηνικό να ήταν σκηνοθετημένο από τον ίδιο. Συνήθιζε να σε δοκιμάζει, να τεστάρει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά σου εκεί που εσύ αρμένιζες στα πελάγη, ανυποψίαστος για τις προθέσεις του.

«Τώρα μπορώ να σταματήσω»

Κι έτσι ο κυρ Ανέστης πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πρώτα έβγαλε στον Ιωαννίδη το παρατσούκλι που τελικώς τον συντρόφευσε στη μετ’ έπειτα πορεία του. Και το έλεγε με ήχο παχύ σαλονικιώτικο, γέμιζε το στόμα του. «Ξανθός». Και αφού τον ανακάλυψε, πέταξε τα κοντά παντελονάκια (έτσι τα έλεγε) στα σκουπίδια. «Μέχρι τότε, δεν είχα βρει τον Ιωαννίδη και έτσι αφού δεν υπήρχε ο παίκτης που θα με καταλάβαινε, αναγκάστηκα να παίξω τον ρόλο αυτό, εγώ ο ίδιος», είχε πει πολλές φορές. Πρώτα τον πέρασε από εξετάσεις. Ψέματα. Από ιερά εξέταση πέρασε ο μικρός Γιάννης σ’ εκείνο το τουρνουά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Άρης είχε ξαναπάει καθώς ήταν πρωτοπόρος (στο ελληνικό μπάσκετ) σε επίπεδο συμμετοχών σε τουρνουά μπάσκετ εκτός συνόρων. Και πάλι ανυποψίαστος ήταν ο Ιωαννίδης μέχρι που άκουσε τη βασική πεντάδα. Να’ το και το τρέμουλο. Ο πιτσιρικάς θα ξεκινούσε βασικός και από τότε, δεν θα έβγαινε ποτέ από την πεντάδα. Έτσι ήταν ο κυρ Ανέστης. Μπεσαλής στον λόγο του. Και είπε τη φοβερή ατάκα όταν άκουγε κουτσομπολιά. «Τα λυσσασμένα σκυλιά ή τα σκοτώνεις ή τα αφήνεις να αλωνίζουν».

Οι κραυγές των άλλων, έμοιαζαν με νιαουρίσματα στα δικά του αυτιά. Τόσο πολύ τις υπολόγιζε. Δεν άκουγε κανέναν - και ο Ιωαννίδης είχε εγκατασταθεί μέσα στην ψυχή του. Γιατί στο πρόσωπό του έβλεπε τον εαυτό του πιτσιρικά. Είδε την ίδια ζωντάνια, το ίδιο πνεύμα, τον ίδιο τσαμπουκά.

«Εγώ θα μαρκάρω τον καλύτερο παίκτη»

Ο Ιωαννίδης δεν ήταν ποτέ ο καλύτερος παίκτης του Άρη. Ήταν όμως αρχηγός και κυρίως, ήξερε τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις ενός αρχηγού. Όταν ο Άρης κατέκτησε το πρώτο (μεταπολεμικά) Πρωτάθλημα το 1979, η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» είχε προχωρήσει στην έκδοση 16σέλιδου αφιερώματος. Εκεί καταγράφηκε λεπτομερώς η προσωπικότητα του Ιωαννίδη από την εποχή που φορούσε αυτά τα κοντά παντελονάκια. Δεν είχε επάρκεια σωματικών και φυσικών προσόντων αλλά δεν έδινε το δικαίωμα στον καθένα να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του. «Εγώ θα τον μαρκάρω», έλεγε για τον καλύτερο παίκτη του αντιπάλου. Και το έκανε. Δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πόδια του γιατί δεν ήταν γρήγορα. Ούτε το σώμα του καθώς δεν δημιουργούσε τοίχο. Είχε όμως το μυαλό. Είχε τη μεθοδολογία του.

Τα ξενύχτια και η άρνηση για την προπόνηση

Είναι να γελά κανείς, αλλά ο προπονητής που λάτρεψε την προπόνηση, επέβαλε την προετοιμασία και το τρέξιμο (τουλάχιστον) 20 χιλιομέτρων μες το κατακαλόκαιρο, αυτός που εφάρμοσε το μοντέλο των δύο προπονήσεων καθημερινά, σαν παίκτης τις απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ως αθλητής, δεν ήταν αθλητικός τύπος. Ήξερε να διαβάζει, είχε αντίληψη του παιχνιδιού κι ένα περίεργο σουτ. Ο Ιωαννίδης σούταρε με τα δύο χέρια, ήταν αποτελεσματικός, αλλά προτιμούσε το μπάσιμο. Απέφευγε να πάει ψηλά στο καλάθι γιατί ήξερε το μειονέκτημά του, είχε όμως τον τρόπο του να καλύπτει τη μπάλα με το… χτικιάρικο σώμα του.

Με τον μετέπειτα κουμπάρο του και αδερφικό φίλο του Βαγγέλη Αλεξανδρή συνέθεσαν ένα απίστευτο ντουέτο. Ο «μαύρος» (όπως τον έλεγε ο Ανέστης Πεταλίδης) εκπροσωπούσε τη δύναμη, την ταχύτητα και την αλτικότητα. Ο «ξανθός» το ακριβώς αντίθετο. Ωστόσο, τα ετερώνυμα έλκονται. Μαζί και ο Χάρης Παπαγεωργίου, ίσως, ο μεγαλύτερος σκόρερ στα χρόνια εκείνα. Ο Ιωαννίδης δεν κατέκτησε τίτλο ως παίκτης, έπαιξε όμως με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ το 1967, έζησε στιγμές. Εκείνη την εποχή, της συγκεντρωτικής Αθήνας σε όλα τα επίπεδα, δεν ήταν τόσο απλό να κερδίσεις τίτλο.

Νιώθοντας «αλλεργία» για την προπόνηση, σχεδόν, μισούσε τις καλοκαιρινές περιόδους. Ήξερε ότι ο Πεταλίδης θα τους έβαζε να τρέχουν σαν τους τρελούς. Ανέκαθεν είχε την άποψη ότι η καλή φυσική κατάσταση κάνε τη διαφορά. Κι ένα πρωινό του 1971 του σκάρωσε μεγάλη πλάκα. Έβαλε τον Αλεξανδρή μπροστάρη, στο χορτάρι του θρυλικού Χαριλάου με εντολή να τους ξεζουμίσει. Δεν τον έφτανες τον Αλεξανδρή όσο κι αν κόπιαζες. Μετά από μερικούς γύρους, ο Ιωαννίδης παραπατούσε, ένιωθε ότι δεν τον βαστούσαν τα πόδια του αλλά επέμενε. Ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί για να πάρει μερικές ανάσες. Το μαρτύριο τελείωσε λίγα λεπτά μετά και λαχανιασμένος σαν ήταν είπε στον Αλεξανδρή… «ήθελε να λιποθυμήσω αλλά δεν ήθελα να δώσω δικαίωμα σε κανέναν πουσ…».

Άντεξε το θηρίο αν και ξενύχτης. Από τότε αγαπούσε το κουβεντολόι μέχρι το πρωί. Πήγαινε ξημέρωμα αλλά αυτός εκεί. Δεν έπινε ποτέ, μπορεί να έπαιζε κάνα χαρτί, αλλά προπόνηση δεν έχανε καθώς αισθανόταν υποχρεωμένος να ανταποκριθεί στον ρόλο του. Απλά, έπρεπε να κερδίσει στο οικογενειακό διπλό. Γι’ αυτό ήθελε να είναι στην ίδια ομάδα με τον Αλεξανδρή και τον Παπαγεωργίου. Όταν έβλεπε την ήττα να’ ρχεται, Ιωαννίδης είσαι, μια πρόφαση έβρισκε και αποχωρούσε οργισμένος. Καμιά φορά έκανε και την κουτσουκέλα του στο μέτρημα. Στα χέρια δεν πιάστηκε ποτέ καθώς είχε τον τρόπο του να βγαίνει από πάνω σε κάθε αντιπαράθεση. Όλα αυτά, από τότε που φορούσε κοντά παντελονάκια.

Ένιωθε ηγέτης όπως σ’ εκείνη την παρέλαση στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1971. Ήταν σημαιοφόρος μπροστά σε 60.000 κόσμου και με αρκετά νεαρά και ζωηρά βλέμματα να τον παρακολουθούν. Εκείνο το πρωινό δεν περπάτησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, πέταξε κυριολεκτικά από καμάρι. Να’ ταν εκεί ο πατέρας του να τον καμάρωνε. Τη θυμόταν αυτή τη στιγμή συχνά. Όπως και μερικές νίκες από τότε που ήταν παίκτης. Σαν αυτή στον «Τάφο του Ινδού» επί του Παναθηναϊκού. Μεγάλο απωθημένο. Ο Χάρης Παπαγεωργίου έβαλε 47 πόντους και ο Αλεξανδρής το νικητήριο καλάθι. Όλο το βράδυ έμεινε ξύπνιος, δεν άφησε κανέναν να κλείσει μάτι. Ήθελε να ακούει τον «μαύρο» να του εξιστορεί πώς έβαλε εκείνο το καλάθι που έδωσε τη νίκη.

«Πρόεδρε, θα μου κόψεις το μπάσκετ;»

Αν ο Πεταλίδης θεωρούταν ο δημιουργός της ομάδας που στόχευσε στην κατάρρευση του αθηναϊκού κατεστημένου, ο Ιωαννίδης ήταν ο κύριος εκφραστής, ο σημαιοφόρος. Γι’ αυτό τους ένωνε και η αποτυχία στο εγχείρημα της κατάκτησης του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος. Ο Άρης διατήρησε τον τίτλο της παραδοσιακής δύναμης του Βορρά, σημείωσε σημαντικές διακρίσεις, δεν κατάφερε να φτάσει όμως στον στόχο. Αναζητώντας την εξτρεμιστική κίνηση που θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στον Άρη, μέσα από τα συρτάρια της πρόσφατης μπασκετικής ιστορίας του συλλόγου, ανασύρθηκε ένας σκονισμένος φάκελος που έφερε το όνομα «Γιάννης Ιωαννίδης». Χρησιμοποιείται αυτή η έκφραση, διότι μετά την αποχώρηση του Ανέστη Πεταλίδη και τη μόλις ενός έτους συνεργασία με τον Φαίδωνα Ματθαίου, το μοντέλο παίκτη-προπονητή με τον Ιωαννίδη είχε εφαρμοστεί για λίγες εβδομάδες, δίχως επιτυχία. Είχε αποδείξει τις ιδιαίτερες ικανότητές του, την πνευματική διαύγειά του, στα χρόνια της συνεργασίας με τον θρυλικό Πεταλίδη. Η σχέση των δύο ανδρών ήταν ιδιαίτερη, από την ημέρα που ο Ιωαννίδης αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο μπάσκετ, σε ηλικία 16 ετών το 1960.

Για τον Ιωαννίδη ο τίτλος του 1979 ήταν άθλος

Ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν είναι πια κοντά μας, αλλά η φιγούρα του θα είναι πάντα στο μυαλό όλων. Το πάθος του, αυτό το refuse to lose που τον χαρακτήριζε ως άνθρωπο και προσωπικότητα, η «ευθύνη» που απαιτούσε από τον καθένα. Από τον φροντιστή μέχρι τον καλύτερο παίκτη. Με αυτή πορεύτηκε στη σπουδαία σταδιοδρομία του. Όπως τότε, το 1978. Στο μυαλό του Ανέστη Πεταλίδη η ιδέα είχε επεξεργαστεί καταλλήλως, το ίδιο και σ’ αυτό του Γιάννη Ιωαννίδη. Απέμενε η προεδρική υπογραφή για τη σπουδαιότερη κίνηση όλων των εποχών. Κι έτσι ο «ξανθός» στάθηκε όρθιος στον πάγκο πετώντας και τα δικά του κοντά παντελονάκια. Τότε είπε και το περιβόητο… «αν τους παίξουμε στο πλάτος του γηπέδου θα τρώμε 20αρες. Αν όμως τους παίξουμε στο μήκος αυτού, θα τους κερδίσουμε όλους». Κι αυτό έκανε. Εκείνο το καλοκαίρι ο άλλοτε «εχθρός» της προπόνησης έγινε ο μεγαλύτερος θιασώτης του. Στο τέλος όμως τα κατάφερε καθώς οδήγησε τον Άρη στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος (1979) στον τίτλο που πάντα ξεχώριζε. Κι ας ακολούθησε η περίοδος της Αυτοκρατορίας, οι σπουδαίες στιγμές με την ομάδα όλων των Ελλήνων. Κι ας έγινε ο πιο πετυχημένος Έλληνας προπονητής στην ιστορία του ομαδικού αθλητισμού. Εκείνο το Πρωτάθλημα πάντα ήταν το ξεχωριστό του.

Ο «κυρίαρχος» μιας Αυτοκρατορίας

Ο Άρης είναι περίεργο… μαγαζί και μετά την κατάκτηση εκείνου του Πρωταθλήματος ο Γιάννης Ιωαννίδης αποχώρησε από την ομάδα. Η αλήθεια είναι ότι έγιναν πολλά. Ωστόσο, ο Άρης πάντα ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι της καρδιάς του. Ως γνήσιος οραματιστής είχε φανταστεί πολλά. Αν και ελάχιστοι πίστευαν ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει, αυτός διέψευσε τους πάντες όταν επέτρεψε μετά από δύο χρόνια. «Ο Γιάννης Ιωαννίδης έβαλε το μικρόβιο στον συγχωρεμένο τον Μητρούδη αλλά και στον Μπουτάρη για να γίνει η μεταγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη», παραδέχθηκε ο Φάνης Ταρνατώρος.

Αυτή είναι και η αλήθεια. Είχε μια μοναδική ικανότητα συγκέντρωσης αλλά και ευθυγράμμισης όλων των δυνάμεων του Άρεως (όπως συνήθιζε να λέει). Αυτό κατάφερε στη δεκαετία του ’80 όντως η κυρίαρχη προσωπικότητα στην Αυτοκρατορία του Άρη. Ο Γιάννης Ιωαννίδης πέτυχε τα πάντα. Δεν ήταν μόνο οι αμέτρητοι τίτλοι όσο το γεγονός ότι υπήρξε ο αρχιτέκτονας της ομάδας που ένωσε όλη την Ελλάδα. Της ομάδας που ηγήθηκε στην εκτόξευση του αθλήματος. Και το κατάφερε γιατί ήταν ένας πεισματάρης, ένας άνθρωπος αλλά και προπονητής που στη ζωή του έμαθε μόνο να νικά. Αυτή η πορεία προφανώς είχε κι ένα απωθημένο. Τη μη κατάκτηση του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Αυτό ήταν το μαράζι του αλλά δεν μπορεί να διαγράψει αυτά που κατάφερε.

Ο Άρης δεν ήταν απλά η ομάδα του, αλλά ολόκληρη η ζωή του. Γι’ αυτόν τον λόγο, η στιγμή του αποχαιρετισμού εκείνο το καλοκαίρι του 1990 ήταν μία από τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του. Ούτε εκείνη η απαγωγή από τους οργανωμένους οπαδούς του Άρη άλλαξε τον τρόπο σκέψης του καθώς ανέκαθεν ήταν άνθρωπος που τιμούσε τον λόγο του και στήριζε τις επιλογές του. Φεύγοντας από τον Άρη, ουσιαστικά έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος ή μάλλον ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Βλαχόπουλος
Βασίλης Βλαχόπουλος

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στα τελευταία χρόνια της… λαδόκολλας. Χάριν οικονομίας, το λευκό χαρτί χρησιμοποιούταν σε έκτακτες και ιδιαιτέρως σοβαρές καταστάσεις, ούτως ή άλλως ήταν δυσεύρετο. Πρόλαβε τη διαδικασία αποστολής των φαξ, αλλά και τις πρώτες συσκευές κινητής τηλεφωνίας με τη λαστιχένια κεραία που θύμιζαν στρατιωτικούς ασυρμάτους.

Παρακολουθεί όλες… τις μπάλες, αλλά η αδυναμία του είναι η πορτοκαλί, η σπυριάρα, λόγω της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Στο μπάσκετ ΠΑΝΤΑ κερδίζει ο καλύτερος. Στο ποδόσφαιρο, μπορεί να κερδίσει ο πιο τυχερός.

ΥΓ: Οσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα περιοδικά κι αν πέσουν στα χέρια του, το «Τρίποντο» ήταν, είναι και θα είναι το κορυφαίο forever and ever.