ΠΑΟΚ-Άρης: Αυτά λένε… τα κομπιούτερς και οι αριθμοί
Ρίχνοντας μια ματιά στα γενικά στατιστικά στοιχεία μάλλον δεν επιβεβαιώνεται η άποψη περί σύγκρουσης δύο ομάδων που έχουν διαφορετική τακτική προσέγγιση των αγώνων. Για παράδειγμα, η απόσταση που χωρίζει μία από τις καλύτερες άμυνες του Πρωταθλήματος (Άρης) με αυτή του ΠΑΟΚ δεν υπερβαίνει τους οκτώ πόντους (70π. - 77.7π.), η δε αντίστοιχη ανάμεσα στη λειτουργική επίθεση του ΠΑΟΚ με την αντίστοιχη δυσκίνητη του Άρη είναι απόσταση τεσσάρων πόντων (75π.-71π.). Βέβαια, στο ελληνικό Πρωτάθλημα οι δημιουργίες του ΠΑΟΚ είναι μόλις δύο περισσότερες σε σχέση με αυτές του Άρη.
Η βασική διαφορά βρίσκεται σε αυτό που υποδεικνύει η εικόνα και κυρίως η τακτική προσέγγιση των αγώνων. Ο Άρης «λατρεύει» τις match up ζώνες και τις άμυνες με αλλαγές σε μια προσπάθεια μη παροχής του μακρινού σουτ στον αντίπαλο. Αυτή η πρακτική – πολλές φορές – εμπεριέχει ρίσκο στα match up που «καλλιεργεί» το παιχνίδι αλλά είναι ξεκάθαρο ότι βασική προτεραιότητά του είναι το χαμηλότερο δυνατό παθητικό, η άντληση κατοχών μέσα από την άμυνα αλλά και η εξάντληση του αντιπάλου όταν καταλήξει στη φάση της εκτέλεσης. Βάσει αυτών προχώρησε ο Γιάννης Καστρίτης στις επιλογές του περασμένου καλοκαιριού.
Διαθέτοντας παίκτες διαφορετικών χαρακτηριστικών, ο ΠΑΟΚ διαχειρίζεται διαφορετικά τα παιχνίδια επιδιώκοντας την άμυνα εκτέλεση και τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου. Βάσει στατιστικής, βασίζεται αρκετά στην αποτελεσματικότητά του στο μακρινό σουτ, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι είναι ομάδα ρυθμού. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι η νίκη επί του Περιστερίου ήταν η εξαίρεση στον κανόνα καθώς αυτή συνοδεύτηκε με την πενιχρή επίδοση των 2/26 μακρινών σουτ, στις υπόλοιπες νίκες του (σε Ελλάδα και Ευρώπη) ο Δικέφαλος πορεύτηκε μ’ ένα ποσοστό της τάξεως του 47% έξω από τα 6.75. Τούτο βέβαια ήταν απαραίτητο για να επικρατήσει απέναντι σε πλουσιότερα και ποιοτικά ανώτερα συγκροτήματα σαν αυτά των Γαλατάσαραϊ, Χαποέλ Ιερουσαλήμ στο BCL. Είναι η υπέρβαση για την οποία γίνεται πολύς λόγος. Αντιθέτως, στις ήττες του περιορίστηκε στο 32%.
Φρίντρικσον VS Τολιόπουλος
Τα πρόσωπα πάντα ξεχωρίζουν και στην προκειμένη περίπτωση οι δύο ομάδες βασίζουν πολλά σε δύο βραχύσωμους γκαρντ. Ο Ισλανδός point guard του ΠΑΟΚ πλέον νιώθει μεγαλύτερη υποστήριξη με την προσθήκη του Κένταλ Σμιθ, παραμένει όμως ο κύριος δημιουργός και εκτελεστής στην ομάδα του. Γιατί προσφέρει περί των 30 πόντων σε κάθε αγώνα αν λάβει κανείς υπόψη μόνο την εκτέλεση και τη δημιουργία του. Στην πραγματικότητα όμως αυτοί είναι περισσότεροι, αν συνυπολογίσει τις ευρύτερες κινήσεις του στο παρκέ. Ο Βασίλης Τολιόπουλος ήταν και παραμένει η πλέον αξιόπιστη λύση του Άρη από μακρινή απόσταση και ο παίκτης που θα πάρει την ευθύνη των μεγάλων σουτ. Για την ακρίβεια σουτάρει με ποσοστό περί του 50% στο τρίποντο. Η υπόλοιπη ομάδα περιορίζεται στο 24% το οποίο είναι εξαιρετικά χαμηλό. Ό,τι ισχύει όμως στην περίπτωση του Έλβαρ Φρίντριγκσον διαπιστώνεται και σ’ αυτή του Τολιόπουλου. Η προσαρμογή των αντίπαλων αμυνών με σκοπό τη μη παροχή ελεύθερων σουτ καλλιεργεί ευκαιρίες για τους υπόλοιπους. Μέχρι στιγμής, αυτές δεν έχουν αξιοποιηθεί στο επίπεδο που θα έπρεπε, γι’ αυτό εξάλλου υπάρχει απαίτηση για την παροχή περισσότερων πόντων (κυρίως) από τον Μάρκους Καρ.
Ένα άλλο «ματσάρισμα» που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι αυτό ανάμεσα σε Χάρισον και Γκάλινατ καθώς αμφότεροι έχουν ευθύνες στην επιθετική λειτουργία των ομάδων τους. Στο BCL, ο Χάρισον σκοράρει λιγότερο αλλά εμφανίζει εντυπωσιακή ακρίβεια στην εκτέλεση με το τρομερό ποσοστό του 62.5% στο μακρινό σουτ. Αντιθέτως, στο ελληνικό Πρωτάθλημα η επίδοσή του (5/25) είναι απογοητευτική. Ο Γκάλινατ είναι ο δεύτερος πόλος του Άρη στην επίθεση, η αλήθεια είναι ότι παραμένει σε διαδικασία αναζήτησης σταθερής απόδοσης όχι απλά από παιχνίδι σε παιχνίδι αλλά και στη διάρκεια αυτών. Συνολικά δίνει περί των 14 πόντων κατά μέσο όρο με 36% στο μακρινό σουτ. Γενικώς όμως, όταν ο Αμερικανός είναι… καλά, το ίδιο ισχύει για όλη την ομάδα του καθώς ανοίγει χώρους για την αξιοποίηση των ψηλών.
Οι καινούργιοι «κούμπωσαν» υπέροχα
Συγκριτικά με τα ρόστερ που σχηματίστηκαν στις αρχές του Σεπτέμβρη, ο μεν ΠΑΟΚ προχώρησε σε δύο αλλαγές, ο δε Άρης σε μία. Κοινός παρονομαστής είναι ο χαρακτηρισμός των επιτυχημένων κινήσεων. Ο Κρις Μπάνκστον αντικατέστησε τον τραυματία Μάνι Μπέιτς και ήδη έγινε… talk of the town λόγω της αθλητικότητας, των εντυπωσιακών καρφωμάτων αλλά και της γενικότερης επίδρασής του στο παιχνίδι του Άρη. Με 91 πόντους και 36 ριμπάουντ (εκ των οποίων τα 19 επιθετικά!) προφανώς ο Αμερικανός δεν πέρασε απαρατήρητος.
Η αντικατάσταση του ΜακΝις ήταν υποχρεωτική για τον ΠΑΟΚ λόγω του σοβαρού τραυματισμού έφερε τον Τζάστιν Άλστον ο οποίος – σε πρώτη φάση – προσέφερε ίσως και περισσότερα απ’ όσα περίμενε ο Φώτης Τακιανός. Συνήθως οι ψηλοί χρειάζονται περισσότερο χρόνο προσαρμογής αλλά ο Αμερικανός τον συρρίκνωσε εντυπωσιακά με 30 πόντους και 17 ριμπάουντ σε μόλις δύο συμμετοχές. Η δε αντικατάσταση του Σκάιλερ Φλάτεν κρίθηκε επιβεβλημένη καθώς ο Αμερικανός δεν… έβρισκε ούτε στεφάνη. Προσθέτοντας τον Κένταλ Σμιθ, ο Φώτης Τακιανός ουσιαστικά έλυσε ένα από τα βασικά (διαπιστωμένα) προβλήματα καθώς ο Αμερικανός έχει δημιουργία, εκτέλεση αλλά και το… απρόβλεπτο της σκέψης.
Αντί επιλόγου. Κάθε παιχνίδι κρύβει τη δική του ιστορία αλλά τα τελευταία πέντε στο PAOK SPORTS ARENA είχαν την ίδια ακριβώς. Ο ΠΑΟΚ κυριάρχησε και πέτυχες άνετες νίκες, ο Άρης δεν εμφανίστηκε ή εξαφανίστηκε στη διάρκεια των αγώνων. Το εντυπωσιακό στοιχείο για τον Δικέφαλο στις πέντε τελευταίες αναμετρήσεις του στο ίδιο γήπεδο είναι το ποσοστό ευστοχίας του στο μακρινό σουτ έχοντας ευστοχήσει σε 64 προσπάθειες και σουτάρει συνολικά με 42%. Ο δε Άρης στα τρία τελευταία παιχνίδια, δύο φορές περιορίστηκε στους 64 πόντους και πέρυσι σημείωσε δύο περισσότερους.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.