Ο άγγελος της Νέας Σμύρνης
Είχα όλη την καλή διάθεση να συμμετάσχω στους νοσταλγικούς εορτασμούς για το «αντίο» στο κλειστό της Νέας Σμύρνης, αλλά λυπάμαι, δεν μπορώ. Ούτε να χαμογελάσω, ούτε να νοσταλγήσω.
Όσες φορές και αν είδα τον Φάνη να παίζει εκεί, όσες τηλεοπτικές περιγραφές και αν έκανα από τα ορεινά του γηπέδου, όσες φορές και αν πάρκαρα το παλαιό Οτομπιάνκι μου στους δρόμους γύρω από την Αρτάκης, όσους φίλους και αν έκανα στη γειτονιά που ανέκαθεν μύριζε μπάσκετ, το μυαλό μου θα μείνει για πάντα εγκλωβισμένο σε εκείνη την αποφράδα βραδιά, της 28ης Απριλίου 1993.
Θα θρηνήσω γοερά τη μνήμη του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, αλλά όχι τη μνήμη του γηπέδου όπου σακατεύτηκε ο κοσμαγάπητος άνδρας από το Βελιγράδι. Αν ήταν στο χέρι μου, θα φρόντιζα ώστε να κατεδαφιστεί νωρίτερα. Την επόμενη μέρα, κιόλας.
Δεν είχα μετάδοση εκείνη την ημέρα, του δεύτερου ημιτελικού μεταξύ Πανιωνίου-Παναθηναϊκού, αλλά ήμουν στο γήπεδο, απεσταλμένος της Ελευθεροτυπίας.
Συχνά έβλεπα τους αγώνες από τα όρια του αγωνιστικού χώρου, κοντά στο τραπέζι του Γαλάνη, αλλά αυτή τη φορά βρισκόμουν ψηλά, στα δημοσιογραφικά, όρθιος πίσω από τον σχολιαστή της ΕΡΤ (τον Γιάννη Καραλή, αν δεν με προδίδει η μνήμη).
Ποτέ δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους, στο καμαράκι με τις 10-12 καρέκλες. Οι αστυνομικοί που συνήθως στέκονταν έξω από τη τζαμαρία περιόριζαν το οπτικό πεδίο όποτε το γήπεδο γέμιζε, αλλά αποτελούσαν αναγκαίο κακό, αφού η απουσία τους θα άφηνε τη μοναδική είσοδο έρμαιο στους χουλιγκάνους.
Οπότε, βλέπαμε τους αγώνες ανάμεσα σε πηλίκια. Ή από το τραπέζι του Γαλάνη, δίπλα στη βάση της μπασκέτας όπου συνέβη το μοιραίο...
Η αυτοκτονική κίνηση του Μπόμπαν προκάλεσε σοκ και ανησυχία, αλλά ελάχιστοι είχαν καταλάβει εξαρχής το μέγεθος της τραγωδίας.
Όταν αντικρύσαμε από απόσταση 30 μέτρων τον χτυπημένο νέο να μεταφέρεται στο ιατρείο με φορείο, ελπίσαμε ότι το μέτρο ήταν προληπτικό, όπως και η διακομιδή του σε νοσοκομείο, με το ασθενοφόρο που είδαμε από τα πίσω παράθυρα των δημοσιογραφικών θεωρείων να καταφτάνει στον περίβολο του γηπέδου.
Ουδείς μπορούσε να φανταστεί, ότι ο Γιάνκοβιτς έδινε ήδη απεγνωσμένο αγώνα για την επιβίωση. Και ας έκοβε τα γόνατα το ριπλέι, που εμείς οι προνομιούχοι βλέπαμε ξανά και ξανά...
Εφ' όσον το ματς συνεχιζόταν, νομίζαμε ότι ο Μπόμπαν είχε υποστεί κάποια βαριά διάσειση ή κάτι ανάλογα ιάσιμο και παροδικό. Ότι απλά του είχε ανοίξει το κεφάλι από το χτύπημα.
Ότι, τέλος πάντων, μετά από 3-4 μέρες θα τον βλέπαμε ξανά στο γήπεδο, γερό και δυνατό. «Αύριο μεθαύριο θα κοιμηθεί στο σπίτι του».
Ο αγώνας συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε κανονικά. Δεν θα συνεχιζόταν, εάν υπήρχε πληροφόρηση και συναίσθηση για το δράμα του Μπόμπαν. Θα κατέβαζαν τους διακόπτες οι ίδιοι οι αθλητές.
Θυμάμαι καθαρά, ότι κατέβηκα με τους άλλους συναδέλφους προς τα αποδυτήρια, χωρίς ιδιαίτερη βιάση, για ρεπορτάζ ρουτίνας. Δηλώσεις στα όρθια, όπως συνηθιζόταν τότε.
Και αντίκρυσα τον Κώστα Μίσσα, με την έκφραση ανθρώπου που έχει δεχθεί τσεκουριά στο πρόσωπο. Πίσω του, κάποιοι παίκτες έφευγαν προς το πάρκινγκ ντυμένοι ακόμη με τις φόρμες.
«Δυό λόγια στα γρήγορα παιδιά, γιατί θα πάμε όλοι στο νοσοκομείο. Ο Μπόμπαν δεν είναι καλά».
Τότε, και μόνο τότε, καταλάβαμε πόσο βαρύ και δυσοίωνο ήταν το σύννεφο που, Απρίλιο μήνα, εγκαταστάθηκε πάνω από τη Νέα Σμύρνη.
Δεν γύρισα στην Κολοκοτρώνη για να γράψω. Σταμάτησα στο περίπτερο που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κασομούλη και Ηλία Ηλιού (δυό βήματα από το μετέπειτα κτίριο της εφημερίδας), τηλεφώνησα στον Συρίγο από κόκκινο κερματοδέκτη αφού δεν υπήρχαν κινητά, του εξήγησα τι είχε συμβεί και ξεκίνησα με το Οτομπιάνκι για το ΚΑΤ.
Δεν είχε περάσει διετία από το μαρτύριο του πατέρα μου στη Βοστώνη, οπότε μου ήταν πολύ δύσκολο και οδυνηρό να ζήσω ξανά σκηνές νοσοκομείου και εντατικής, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.
Μέσα στις 3-4 ώρες (και μέρες και εβδομάδες) που ακολούθησαν, μαζεύτηκαν έξω από τον θάλαμο εκατοντάδες άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι, συναθλητές, φίλαθλοι, άνθρωποι του μπάσκετ, άνθρωποι της σέρβικης παροικίας, άνθρωποι του Πανιωνίου, άνθρωποι του Παναθηναϊκού με πρώτο τον Παύλο Γιαννακόπουλο, άνθρωποι.
Και μερικά κοράκια, που απομονώθηκαν γρήγορα και απομακρύνθηκαν, με ψαλιδισμένα φτερά και πτύελα στις ψεύτικες πλερέζες...
Ξενυχτούσαμε εκεί, δίπλα στο προσκέφαλό του, ξανά και ξανά. Για ρεπορτάζ, αλλά ακόμα και στα ρεπό. Διότι ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς ήταν ένας από εμάς, ένα κομμάτι του εαυτού μας.
Προσπάθησε να αυτοκτονήσει, μπροστά στα μάτια μας. Φώναζε από πόνο και πανικό, αλλά η φωνή του έβγαινε από το δικό μας λαρύγγι. Θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε. Η στιγμιαία τρέλα του ήταν και δική μας.
Τα βλέμματα έκαιγαν από ανησυχία και οι καρδιές σφίγγονταν μέχρι που κινδύνευαν να εκραγούν. Οι γιατροί, ορθοπεδικοί, νευρολόγοι και άλλοι πολλοί, πάλευαν απεγνωσμένα για να τον σώσουν και οι ειδήσεις έβγαιναν με το σταγονόμετρο.
Αργά το βράδυ, ανακοινώθηκε ότι ο 29χρονος Μπόμπαν είχε υποστεί ρήξη νωτιαίου μυελού και συντριπτικό κάταγμα στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο. «Δύσκολα θα ξαναπερπατήσει», μου ψιθύρισε κάποιος στο αυτί.
Αλλά το γνώριζα ήδη. Ο δικός μου άνθρωπος είχε όγκο στο ίδιο, ακριβώς, σημείο. Θέλοντας και μη, τα είχα μελετήσει ενδελεχώς και γνώριζα τι μπορεί και τι δεν μπορεί να διορθωθεί. «Προέχει να σωθεί, ο φουκαράς ο Μπόμπαν...».
Σώθηκε. Επέζησε. Ήταν δυνατός, αντιστάθηκε και άντεξε. Δεν ήταν φουκαράς. Είχε καλούς γιατρούς και καλούς φίλους. Όταν επιτέλους βγήκε από το νοσοκομείο, χαμογελούσε και ένιωθε κάποιου είδους αισιοδοξία.
Δεν ξαναπερπάτησε ποτέ. Ήξερε ότι το υπόλοιπο της βίου του θα ήταν ένας Γολγοθάς, σε όλα τα επίπεδα, από τον βιοπορισμό μέχρι την προσωπική του ζωή.
Πήγε σε ειδικό κέντρο αποκατάστασης στο Έιλσμπερι της Αγγλίας (εκεί όπου την ίδια περίπου εποχή έδωσε τη δική του μάχη ο συνάδελφος Σπύρος Τσάμης), απέκτησε καινούριους φίλους και καινούρια πατρίδα, έχασε άλλους που δεν ήταν φίλοι αληθινοί, αναστήλωσε τη ζωή του από τα συντρίμμια, καμάρωσε τον άξιο γιο του να βαδίζει στα χνάρια του, εισέπραξε τόννους άδολης λατρείας από αγνώστους και γνωστούς, υπέμεινε αγόγγυστα το οικονομικό βάρος χάρη στη βοήθεια ανώνυμων επώνυμων συνοδοιπόρων (με πρώτο τον Ντράγκαν Τάρλατς), γνώρισε τη σχεδόν απάνθρωπη πλευρά της ελληνικής γραφειοκρατίας, έκλαψε, γέλασε, αγαπήθηκε, αγάπησε, νίκησε, έχασε, νίκησε.
Πάνω απ' όλα, κράτησε άθικτη την αξιοπρέπειά του. Αυτή που έχει τον τρόπο να εγκαταλείπει, αδυσώπητη, τους ανήμπορους και τους ευάλωτους.
«Παρέλυσε το μπάσκετ», έγραψε μία εφημερίδα τη νύχτα του τραυματισμού του. Αυτό ακριβώς συνέβη, το βράδυ της 28ης Απριλίου 1993. Παρέλυσε το σώμα και η ψυχή ολόκληρης της μπασκετικής κοινότητας.
Ο Σλόμπονταν Γιάνκοβιτς, ένας γλυκύτατος μποέμ άνθρωπος που ξεριζώθηκε από την πατρίδα του μέσα στους καπνούς του εμφυλίου και αναζήτησε μία καλύτερη ζωή στη φίλη Ελλάδα, ένας γνήσιος αρτίστας του μπάσκετ, δεν ευτύχησε να γνωρίσει γεράματα.
Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 28 Ιουνίου 2006, πάνω σε ένα καράβι, στα Δωδεκάνησα. Απελευθερώθηκε, από την αύρα της θαλάσσης. Είχαν συμπληρωθεί 158 μήνες ανείπωτης ταλαιπωρίας και βασανιστηρίων. Ο Μπόμπαν ήταν μόλις 43 ετών.
Οι τυχεροί που τον προλάβαμε να παίζει θα τον θυμόμαστε έτσι, όρθιο, καμαρωτό, να μπουμπουνίζει τρίποντα από τα 8 μέτρα και να χαμογελάει σαρδόνια, όποτε τον κυρίευε το πνεύμα του Ντράζεν Πέτροβιτς. Δηλαδή, συχνά.
O Nτράζεν αναχώρησε από αυτόν τον μάταιο κόσμο 40 μέρες μετά τον αυτοτραυματισμό του Μπόμπαν, σαν να μην έφτανε μία μπασκετική τραγωδία, εκείνο το σκοτεινό καλοκαίρι του 1993.
Οι δυό τους θα τα λένε συχνά, εκεί που πήγαν. Σύντομα θα έχουν και δικό τους γήπεδο, για να παίζουν μονά.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.