Εθνική παίδων: Τα πως και τα γιατί μίας υπέρβασης που δεν φαινόταν ότι θα έρθει!
Όσοι παρακολουθούν από κοντά τις αναπτυξιακές ομάδες που κάθε χρόνο εκπροσωπούν το ελληνικό μπάσκετ στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, δεν θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν ότι το εφετινό καλοκαίρι μας έκανε να αισθανθούμε και υπερήφανοι και αισιόδοξοι και πεπεισμένοι ότι πλέον στις μικρές ηλικίες γίνεται δουλειά και ότι υπάρχει πλάνο και προγραμματισμός.
Θα γίνουν, βέβαια και γκέλες, όπως στην περίπτωση της ταλαντούχας φουρνιάς των γεννηθέντων το 2006 (Εθνική εφήβων), για την κατρακύλα της οποίας (10η θέση, ενώ είχε προοπτική ακόμη και για μετάλλιο), ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η επιλογή του προπονητή που έπαιξε ένα μπάσκετ το οποίο δεν εκφράζει την φιλοσοφία της ομοσπονδίας και όλα όσα μεταλαμπαδεύει στα πάμπολλα προπονητικά σεμινάρια ανά την επικράτεια! Ωστόσο, το συνολικό ταμείο δεν είναι απλά θετικό αλλά έχει και πλεονασμα.
Η άνοδος στο βάθρο, η 3η θέση αλλά πρωτίστως η συγκλονιστική προσπάθεια που κατέθεσε στην Πολωνία η Εθνική Νέων Ανδρών, αποτέλεσαν την καλύτερη δυνατή αρχή, ενώ το σχεδόν… μετάλλιο των Παίδων στο Ηράκλειο (4οι στην Ευρώπη), ήταν το πιο γλυκό τελείωμα της εφετινής μεγάλης προσπάθειας που έγινε και φέτος από το αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΕΟΚ.
Επειδή, όμως, για τους Νέους Άνδρες και τους Εφήβους τα είπαμε αρκετά αναλυτικά μέσα από το Gazzetta, ήρθε η ώρα να «φωτίσουμε» τις παραμέτρους που συνετέλεσαν στην σημαντική διάκριση που έφερε στην χώρα μας η εφετινή έκδοση της Εθνικής παίδων.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι που είναι πολύ σημαντικό για την «οικονομία της συζήτησης». Κάθε φουρνιά που ρίχνεται στην πρώτη ανταγωνιστική βαθμίδα των 16 ετών, είναι τελείως διαφορετική και δεν συνδέεται με την προηγούμενη, σε επίπεδο ποιότητας, ταλέντου και προοπτικής. Δηλαδή το ότι στους παίδες πρόπερσι τερματίσαμε 4οι και πέρυσι 8οι, δεν σήμαινε ότι φέτος θα κινούμασταν κάπου ενδιάμεσα, πολύ απλά γιατί οι μονάδες μέτρησης της ποιοτικής στάθμης διαφέρουν από χρόνια σε χρονιά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Κατά συνέπεια, λοιπόν, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το εφετινό Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα Παίδων θα φιλοξενούνταν στην Ελλάδα, η στόχευση της ομοσπονδίας ήταν να παρουσιάσει μία όσο το δυνατόν πιο συμπαγή και ανταγωνιστική ομάδα, που στην χειρότερη περίπτωση θα εξασφάλιζε την παραμονή της στην Α’ Κατηγορία (οι τρεις τελευταίες ομάδες του τουρνουά υποβιβάζονται) και στην καλύτερη, θα έμπαινε στην 8άδα. Με τις ισορροπίες ανάμεσα στο 1-8 και το 9-16, να είναι εξαιρετικά λεπτές και με βάση το σύστημα διεξαγωγής, να εξαρτώνται από το πρώτο νοκ-άουτ παιχνίδι.
Με δεδομένο ότι πανευρωπαϊκά, οι γεννηθέντες του έτους 2008 (όπως και του 2007) επλήγησαν σε μεγάλο βαθμό από την διακοπή των προπονήσεων στην διάρκεια της πανδημίας (σεζόν 2020-21) και δεν ήταν η φουρνιά που έσφυζε από ταλέντο, τόσο ο Γιάννης Καλαμπόκης και το επιτελείο του, όσο και οι επικεφαλής του αναπτυξιακού προγράμματος ξόδεψαν πολύ ποσοτικό και ποιοτικό χρόνο και επιστράτευσαν και τον Δημήτρη Διαμαντίδη (στον ρόλο του τεχνικού συμβούλου), για να παρουσιάσουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα.
Μία σημαντική κίνηση που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην 4ετή ιστορία του τουρνουά “Rising Stars”, ήταν η συμμετοχή της δεξαμενής παικτών από την ηλικία κάτω των 16 ετών, σε ένα πολύ ανταγωνιστικό πρωτάθλημα 11 αγωνιστικών (από τον Οκτώβριο του 2023 έως τον Μάρτιο του 2024) με αντιπάλους αθλητές ένα και δύο χρόνια μεγαλύτερους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Εθνική παίδων «ψήθηκε» σε δυνατά παιχνίδια κι άρχισε να γίνεται ομάδα πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι συνέβαινε με τις προηγούμενες γενιές. Έκανε πολλά προπονητικά τριήμερα και όταν έφτασε η ώρα να ξεκινήσει την προετοιμασία της για το Eurobasket, τα 15-17 παιδιά που είχαν ξεχωρίσει από όλη την διαδικασία της προεπιλογής, είχαν εμποτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την φιλοσοφία του προγράμματος.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, έπαιξε και ο ομοσπονδιακός τεχνικός. Ο Γιάννης Καλαμπόκης είχε στο ενεργητικό του την επιτυχημένη πορεία της περυσινής Εθνικής παίδων, που κατά την άποψή μου είχε μεγαλύτερη δεξαμενή επιθετικού ταλέντου αλλά κατετάγη 8η (ξεκίνησε το τουρνουά με 4 σερί νίκες και στην συνέχεια γνώρισε 3 διαδοχικές ήττες), σε μία διοργάνωση αρκετά υψηλότερου επιπέδου.
Αυτό που έκανε την διαφορά, όμως, ήταν το υψηλό ποσοστό μεταδότικότητας που επέδειξε όσον αφορά το αμυντικό κομμάτι. Γιατί και οι δύο ομάδες του (πέρυσι και φέτος), πέτυχαν επειδή προστάτευαν πολύ την ρακέτα και το καλάθι τους και «καταστρέφοντας» το επιθετικό παιχνίδι των αντιπάλων, τους κατέβαζαν αισθητά από τα standards τους.
Στον 46χρονο τεχνικό και βετεράνο διεθνή μπασκετμπολίστα, λοιπόν, πιστώνεται η τεχνογνωσία του σχετικά με το τι χρειάζεται για να φτιαχτεί μία ανταγωνιστική ομάδα στην μικρότερη ηλικιακή βαθμίδα, καθώς και η σωστή διαχέιριση των παιδιών που αποδείχτηκαν εξαιρετικοί δέκτες στην μεταλαμπάδευση όλων των πληροφοριών, της νοοτροπίας και της φιλοσοφίας του παιχνιδιού. Όλοι όσοι ήταν κοντά στην ομάδα, ξέρουν καλά ότι η πρόοδος που σημείωσε ως σύνολο ήταν τεράστια από την έναρξη της προετοιμασίας μέχρι την πρεμιέρα του Πανευρωπαϊκού.
Σκεφτείτε ότι από την συγκεκριμένη ομάδα, που ο πολύς κόσμος γνώρισε τις τελευταίες μέρες, ο πρώτος σκόρερ και μέλος της καλύτερης πεντάδας (Χατζηλάμπρου), έχασε τρεις αγωνιστικούς μήνες λόγω προβλήματος στην επιγονατίδα, ο ψηλότερος παίκτης (Σκληρός) προερχόταν από μία πολύ κακή σεζόν, ενώ ένα ακόμη παιδί (Ιωάννου) που θα μπορούσε να βοηθήσει πολύ στο σκοράρισμα, τέθηκε νοκ-άουτ λόγω τραυματισμού λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη των αγώνων.
Aς ρίξουμε, όμως, μία ματιά και στα αγωνιστικά πεπραγμένα της ελληνικής ομάδας, που επαναλαμβάνω ότι από πλευράς ταλέντου, «τρύπησε το ταβάνι της» με την 4η θέση στην Ευρώπη.
Απόδειξη της δουλειάς που έγινε στα μετόπισθεν, επειδή δεν είχε πολλές πηγές σκοραρίσματος, ήταν ότι τελείωσε τους αγώνες της με την 2η καλύτερη άμυνα (μ.ο. 63,71π.) πίσω από την πρωταθλήτρια Γαλλία (μ.ο. 56,28π.), αναγκάζοντας τις αντιπάλους της σε ποσοστό 36,47% εντός πεδιάς και υπερκαλύπτοντας το έλλειμμα ποιότητας.
Κέρδισε τα περισσότερα φάουλ (μ.ο. 22,0) από οποιαδήποτε άλλη ομάδα και ήταν η πιο εύστοχη στις βολές (70,7%) και 3η πιο εύστοχη στα τρίποντα (30,4%). Οι δύο τελευταίες διακρίσεις με πολύ μέτρια νούμερα, σε έναν βαθμό αποδεικνύουν και το σχετικά χαμηλό επίπεδο της διοργάνωσης. Έπιπροσθέτως, ήταν 5η στα λιγότερα λάθη (μ.ο. 16,0), 9η στα κλεψίματα (μ.ο. 9,5) και 4η στα κοψίματα (μ.ο. 4,9).
Στα πλην της Εθνικής παίδων ήταν ότι υστέρησε στις περισσότερες σημαντικές στατιστικές κατηγορίες και ήταν προτελευταία στην δημιουργία (15η) με αρνητικό assist/turnover ratio (15,7ασ./16,0λ.) και καλύτερο πασέρ, τον Τσώνη (μ.ο. 2,7ασ.) που ξεκίνησε το τουρνουά ως 3ος στην ιεραρχία των playmaker και εν συνεχεία έγινε πρωτοδεύτερος. Ήταν επίσης 11η στην παραγωγικότητα (μ.ο. 71,3π.), 12η στα ριμπάουντ (μ.ο. 39,7) και στα σουτ εντός πεδιάς (38,8%) και 13η στα δίποντα (43,6%).
Αριθμοί που δεν είναι εύκολο να «εξηγήσουν» την εκπληκτική της «πτήση» μέχρι την 4άδα, με 5 διαδοχικές και πεντακάθαρες νίκες απέναντι σε διόλου ευκαταφρόνητους αντιπάλους (το Ισραήλ, η Ιταλία και η Τουρκία ήταν στις θέσεις 5-8) και φυσικά την απώλεια της πρόκρισης στον τελικό! Μία πρόκριση που χάθηκε μέσα από τα χέρια μας (από το +12 στο 32ο λεπτό) και προέκυψε από ένα απίστευτο και σπάνιο στα μπασκετικά χρονικά “black-out” στα τελευταία λεπτά (0-20 σερί σε από το 35’ έως το 39’). Και το κυριότερο με 3/3 τρίποντα από μία Ισπανία, που συνολικά σούταρε με 28,4% πίσω από τα 6,75 στο τουρνουά και μέχρι εκείνο το σημείο, είχε 2/23 στον ημιτελικό.
Αλλά είπαμε, πρόκεται για παιδιά 16 ετών χωρίς εμπειρίες και τα οποία όχι μόνο ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, αλλά έφτασαν πολύ κοντά στην επίτευξη ενός θαύματος. Γι’ αυτό και ήταν μέγα λάθος η σταδιακή δημιουργία εντυπώσεων και προσδοκιών μεταλλίου μέσα από τα media, αλλά συνάμα και αναπόφευκτη λόγω του ενθουσιασμού που προκάλεσαν τα εντυπωσιακά αποτελέσματα που έφεραν μέχρι να προκριθούν στις 4 καλύτερες ομάδες.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια ήταν κάτι περισσότερο από επιτυχημένη και αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι η ελληνική τεχνογνωσία βρίσκεται στην «ελίτ» του μπασκετικού γίγνεσθαι παγκοσμίως και μας επιτρέπει να παρουσιάζουμε καλή εικόνα ακόμη και όταν υστερούμε αισθητά σε αρκετούς νευραλγικούς τομείς του σύγχρονου μπάσκετ. Αν δεν είχαμε βάλει «αυτογκόλ» με την εφήβων, ίσως φέτος να πλησιάζαμε πολύ κοντά στο 3/3 σε θέσεις στο βάθρο. Κι όλα αυτά χωρίς να έχουμε τα παιδιά με το super ταλέντο ή τα εξωπραγματικά αθλητικά προσόντα και ύψη…
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.