Ανασύροντας τις αναμνήσεις της δυναστείας των Μπουλς! (pics & vids)
Από την ημέρα που έγινε γνωστή η συμφωνία του Netflix με το ESPN, το οποίο παρήγαγε το ντοκιμαντέρ για τον «τελευταίο χορό» του Μάϊκλ Τζόρνταν και των Σικάγο Μπουλς και ανακοινώθηκε το πρόγραμμα των δέκα επεισοδίων, οι απανταχού μπασκετόφιλοι μετράμε αντίστροφα.
Η αλήθεια είναι ότι η πανδημία του κορονοϊού που έχει πλήξει ολόκληρη την υφήλιο, έβαλε το χεράκι της όχι μόνο για να επισπευσθεί η επίσημη πρεμιέρα (ήταν προγραμματισμένη για τις 2 Ιουνίου), αλλά και για να βγει γρηγορότερα εκτός Αμερικής, αφού αν το Netflix δεν συμφωνούσε με το ESPN, τότε το πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ για την «αυτού μεγαλειότητα του μπασκετ», θα έμπαινε στα σπίτια μας, μόνο αν γινόμαστε συνδρομητές στο κορυφαίο αμερικανικό τηλεοπτικό δικτυο.
Να, λοιπόν, που η τραγική συγκυρία του covid-19 έχει και κάποιες ελάχιστα πλεονεκτήματα. Για να μην μακρυγορούμε, όμως κι ενώ η αντίστροφη μέτρηση για τα ξημερώματα της Δευτέρας του Πάσχα, πλησιάζει, το gazzetta.gr σας παρουσιάζει όλα όσα πρέπει να ξέρετε για να είστε απολύτως μυημένοι, όταν αρχίσει το υπερθέαμα.
Αφού χωριστήκαμε σε κατηγορίες, ο «αδιάφορος» Βασίλης Σκουντής, οι fans του Μάϊκλ Τζόρνταν, Νίκος Παπαδογιάννης, Αντώνης Καλκαβούρας και Γιώργος Κούβαρης, ο fan των Μπουλς, Κωνσταντίνος Μελάγιες και ο hater των «ταύρων» (αλλά λάτρης του “Air”), Βασίλης Βλαχόπουλος, απαντούν σε επτά ερωτήσεις που καλύπτουν όλο το φάσμα των γνώσεων που πρέπει να έχετε πριν κάτσετε αναπαυτικά στον καναπέ σας… Καλή απόλαυση!
1) Πόσο χρονών ήσουν τότε, τι σχέση είχες με την δημοσιογραφία και που έβλεπες (αν τους έβλεπες) τους τελικούς (μπορεί μαγνητοσκοπημένους, μπορεί καθόλου, μπορεί από τα στιγμιότυπα της επομένης στο CNN, ανάλογα ο καθένας);
Βασίλης Σκουντής: «Το 1998 ήμουν 35 ετών, είχα ένσημα μιας εικοσαετίας στη δημοσιογραφία και παρακολουθούσα τους τελικούς και από επαγγελματική διαστροφή και από ευχαρίστηση!»
Νίκος Παπαδογιάννης: «Το ξεκίνημα του πρώτου three-peat, με την αποκαθήλωση των «κακών παιδιών» του Ντιτρόιτ, το παρακολούθησα από την τηλεόραση στις ΗΠΑ. Οι τίτλοι του 1992 και 1993, όμως, με βρήκαν πίσω από το μικρόφωνο του MEGA Channel, σε μαγνητοσκοπημένες μεταμεσονύκτιες μεταδόσεις μαζί με τον Βασίλη Σκουντή. «Οι σπορτκάστερς ανεμίζουν σημαιάκια με γελάδες Σικάγου», μας στόλισε ο παντογνώστης Πέτρος Κωστόπουλος μέσα από το Κλικ το ‘92, σε μία φιλότιμη προσπάθεια να μας "ξεβλαχέψει". Την εποχή του δεύτερου three-peat, είχαμε στήσει μία φάμπρικα ραδιοφωνικής μετάδοσης στον Sport-FM, από το σπίτι φυσικά, "για παρέα στους ξενύχτηδες και στους φαντάρους". Κάπου στην Καλλιθέα πρέπει να υπάρχει το ιστορικό νικητήριο καλάθι του Τζόρνταν στη Γιούτα με δική μου περιγραφή.»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Το καλοκαίρι του 1996 ήμουν 21 ετών, φοιτητής στο 2ο έτος του πολιτικού τμήματος της νομικής και παράλληλα κόντευα να κλείσω έναν χρόνο στην δημοσιογραφία ως το νεότερο μέλος στην αθλητική διεύθυνση του κραταιού τότε MEGA Channel. Εκείνη την εποχή δεν μεταδίδονταν ζωντανά όλα τα ματς, οπότε η λύση των συχνών δελτίων ειδήσεων του CNN, ήταν η πιο ενδεδειγμένη. Το internet, άλλωστε, υπήρχε μόνο στο 2% των νοικοκυριών στην Ελλάδα.»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Το 1996 είδαμε την καλύτερη ομάδα στην ιστορία, την περίφημη ομάδα του 72-10. Ήμουν 19 ετών και δεν είχα την παραμικρή σχέση με την δημοσιογραφία. Αισθάνομαι πολύ τυχερός διότι την διετία 1996-98 βρισκόμουν στις ΗΠΑ. Σπούδαζα και έπαιζα μπάσκετ σε κολέγιο της Φλόριντα. Συνεπώς βίωσα για τα καλά τα δύο τελευταία πρωταθλήματα. Δεν είχα χάσει ματς των Μπουλς εκτός αν είχα αγώνα με την ομάδα. Καυχιέμαι κιόλας πως έχω δει ματς εκείνης της σεζόν. Έχω δει τον Μάικλ Τζόρνταν να παίζει. Δυστυχώς είδα ήττα από τους Μαϊάμι Χιτ (έλειπαν Κούκοτς και Ρόντμαν). Σας παραθέτω τόσο το εισιτήριο το οποίο φυλάω σαν θησαυρό όσο και το απόκομμα με τα στατιστικά από την εφημερίδα της επόμενης μέρας (δεν υπήρχε internet).»
Γιώργος Κούβαρης: «Το δεύτερο three-peat των Μπουλς είχα την τύχη να το καλύψω δημοσιογραφικά. Όχι, δεν είχα πάει στην Αμερική για να παρακολουθήσω δια ζώσης κάποιους αγώνες αλλά με τα όσα (λιγοστά η αλήθεια είναι) Μέσα είχαμε εκείνη την εποχή, προσπαθούσαμε να συλλέξουμε διάφορες πληροφορίες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την μεγάλη βοήθεια που μου είχε προσφέρει η τότε υπεύθυνη των Media Relations του ΝΒΑ, η Έσθερ Ουέντερ, η οποία επί καθημερινής βάσης μου έστελνε fax με όλα τα στατιστικά και τα reports πριν και μετά από κάθε ματς, όπως επίσης και διάφορα άλλα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για κάποια αφιερωματικά άρθρα. Τώρα με ένα click στο διαδίκτυο μαθαίνεις τα πάντα. Τα παιχνίδια τα παρακολουθούσα σχεδόν όλα. Λόγω πατέρα ηλεκτρονικού, είχαμε εγκαταστήσει στο σπίτι ολόκληρο δορυφορικό δίκτυο αν και πολλά από τα ματς τα έδειχνε «ζωντανά» και η ελληνική τηλεόραση (το Mega αν δεν κάνω λάθος). Στο πρώτο three-peat (1991,1992, 1993) ήμουν λυκειόπαιδο, έπαιζα σε ομάδα μπάσκετ και όλα τα παιδιά της εποχής, λατρέψαμε τότε τον Τζόρνταν. Ενημερωνόμασταν από εφημερίδες, από το «Τρίποντο» ενώ στις αθλητικές μας συζητήσεις, πάντα ο «Air» και η υπερομάδα του Σικάγο είχε περίοπτη θέση. Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ Μπουλς, αλλά όταν μιλάμε για τον Τζόρνταν οι πάντες πρέπει να σιωπούν.»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Ως fan των Ντιτρόιτ Πίστονς, προφανώς hater των Μπουλς αλλά και λάτρης του Μάικλ Τζόρνταν. Περίεργο, αλλά αληθινό. Στο πρώτο three peat ήμουν ακόμη στα θρανία και στο δεύτερο κάτι μεταξύ δημοσιογραφίας και στρατού. Ειλικρινά, πιο δυνατή είναι η ανάμνηση του back to back των Ρόκετς, παρά τα πρώτα τρία πρωταθλήματα των Μπουλς. Τότε το NBA δεν ήταν στις οθόνες μας με εξαίρεση τους τελικούς και οι περισσότεροι περιορίζονταν στα στιγμιότυπα. Εικόνες έχω από το δεύτερο three peat.»
2) Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε η δυναστεία των Μπουλς (6 πρωταθλήματα από το 1991 έως το 1998);
Βασίλης Σκουντής: «H παγκοσμιοποίηση του ΝΒΑ, σε συνδυασμό και με την εμφάνιση της Dream Team το 1992 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.»
Νίκος Παπαδογιάννης: «Οι Μπουλς παρέλαβαν τη σκυτάλη από τη γερασμένη γενιά του Μάτζικ και του Μπερντ, προσφέροντας νέα ώθηση δημοφιλίας στο ΝΒΑ. Οι Πίστονς έπαιζαν απωθητικό μπάσκετ και η τραμπούκικη "αύρα" που απέπνεαν, έφερνε στο νου μάλλον το μισοσκότεινο χθες παρά το αύριο. Επιπρόσθετα, η παρουσία του "εξωγήινου" Τζόρνταν, έκανε το άθλημα πιο ελκυστικό στα μάτια του περιστασιακού θεατή. Τον Αϊζέια Τόμας τον γνώριζαν λίγοι και τον συμπαθούσαν ακόμα λιγότεροι, αλλά τον "Μιχαλάκη" τον λάτρεψαν ακόμα και οι ποδοσφαιρόφιλοι. Και ας έβαζαν μόλις 85-90 πόντους οι Μπουλς.»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Μα φυσικά το ότι δεν έχασαν ποτέ και σε καμία σειρά τελικών (6/6) και συνδύασαν την επιτυχία τους με το κατόρθωμα της μοναδικής ομάδας, που κατέκτησε το πρωτάθλημα, προσπερνώντας το φράγμα των 70 νικών στην κανονική περίοδο. Ο Τζόρνταν, δε, έγινε ο πρώτος επαγγελματίας μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, που προσπέρασε το φράγμα των 30 εκατομμυρίων δολαρίων, όσον αφορά στις ετήσιες αποδοχές του.»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Η συγκεκριμένη ομάδα έφερε το ΝΒΑ στην Ελλάδα. Σε αυτό έπαιξε ρόλο βέβαια πως δεν είχαμε παρά ελάχιστη εικόνα από την αντιπαλότητα μεταξύ Σέλτικς και Λέικερς την δεκαετία του 80. Οι Μπουλς μεγάλωσαν μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων.»
Γιώργος Κούβαρης: «Μπορεί να είδαμε πρόσφατα την μεγάλη ομάδα των Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς με τα τρία πρωταθλήματα σε διάστημα έξι χρόνων, μπορεί να απολαύσαμε το showtime των Λέικερς τη δεκαετία του '80, μπορεί να υπήρχαν οι μεγάλοι Σέλτικς στο ίδιο χρονικό διάστημα, μπορεί πιο παλιά να κυριαρχούσαν στο ΝΒΑ οι Ουίλτ Τσάμπερλεϊν και Μπιλ Ράσελ οι οποίοι πρωτοστάτησαν στη μεγάλη κόντρα Λέικερς-Σέλτικς, μπορεί οι Ρόκετς να έκλεψαν την παράσταση με τα back to back πρωταθλήματα στα μέσα της δεκαετίας του '90, μπορεί οι Λέικερς των Κόμπι και Σακίλ να είχαν διάρκεια και να ήταν απολαυστικοί, μπορεί και το Μαϊάμι της big three (Λεμπρόν, Ουέιντ, Μπος) να άφησε το στίγμα της, αλλά θεωρώ ότι ΠΟΤΕ δεν θα υπάρξει άλλη ομάδα σαν τους Σικάγο Μπουλς των έξι πρωταθλημάτων την δεκαετία του '90. Ήταν η ομάδα που εκτόξευσε το ΝΒΑ και «γέννησε» δισεκατομμύρια φίλους του μπάσκετ σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Ήταν η ομάδα που έκανε τον κόσμο να αγαπήσει την πορτοκαλί μπάλα. Ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν εκείνος που έβαλε το μπάσκετ μέσα σε όλα τα σπίτια. Ήταν και παραμένει το σημείο αναφοράς ύστερα από 22 χρόνια. Και θα παραμείνει τουλάχιστον για άλλα τόσα...»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Μάλλον ότι η ποιότητα δεν είναι το βασικό κριτήριο της επιτυχίας αλλά το επίπεδο προσαρμοστικότητας του καθενός στον ρόλο του. Για παράδειγμα, ο μακαρίτης Τζακ Χέϊλι ήταν ο «ψυχοθεραπευτής» και ελεγκτής της μανίας του Ντένις Ρόντμαν με τον τζόγο γι’ αυτό εξάλλου αποκτήθηκε. Ο Φιλ Τζάκσον δεν ήταν ο σκληρός στρατηγός, έκανε τα στραβά μάτια στις κακές συνήθειες των παικτών του και είχε την ικανότητα διείσδυσης στο μυαλό των παικτών. Ο καθένας συμβιβάστηκε με τον ρόλο του έστω κι αν χρειάστηκε, παίκτες όπως ο Πίπεν, να θυσιάσουν το «εγώ» τους.»
3) Ποιο από τα δύο three-peat είχε μεγαλύτερη δυσκολία και αξία;
Βασίλης Σκουντής: «Εξίσου δύσκολα και τα δυο. Στο πρώτο ανέτρεψαν το status quo του ΝΒΑ, στο δεύτερο επέστρεψαν δριμύτεροι.»
Νίκος Παπαδογιάννης: «Το δεύτερο 3-peat ήταν σαφώς πιο δύσκολο από το πρώτο, αφού είχε μεσολαβήσει το "παράξενο δεκαοχτάμηνο" του Τζόρνταν, ο οποίος κυνηγημένος από προσωπικούς δαίμονες απομακρύνθηκε από τα γήπεδα του μπάσκετ. Στο διάστημα της απουσίας του, οι Μπουλς ήταν ομάδα του 50% και πάντως όχι ο "οδοστρωτήρας" της πρώτης τριετίας. Η βερσιόν του 1995-96 και του 1996-97 διέλυσε όλα τα ρεκόρ, ξεκινώντας με το χάντικαπ της μερικής αναδόμησης, ενώ η χρονιά του 6ου τίτλου, ήταν περίοδος αναταραχής και άνοιγε την πόρτα της παρακμής. Στους τελευταίους τελικούς με τη Τζαζ των Στόκτον-Μαλόουν, οι Μπουλς ήταν μάλλον αουτσάιντερ παρά φαβορί.»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν θα επιλέξουν το δεύτερο. Ο Τζόρνταν προερχόταν από την πρώτη απόσυρσή του και την αποχή του για περίπου 1,5 χρόνο και οι Μπουλς από την ήττα στους τελικούς της Ανατολής, το 1995 από τους Ορλάντο Μάτζικ. Συν τοις άλλοις, στην τριετία 1996-1998, οι «ταύροι» πέτυχαν 18 νίκες περισσότερες στην κανονική περίοδο (203 έναντι 185) σε σχέση με τις αντίστοιχες στην περίοδο του πρώτου three-peat.»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Νομίζω το δεύτερο. Ο Μάικλ Τζόρνταν είχε το προηγούμενο διάστημα της αποχής και είχαν αρχίσει να τον αμφισβητούν. Ο Φιλ Τζάκσον διατηρούσε τις ισορροπίες, οι οποίες ήταν πιο λεπτές, αφού Πίπεν, Ρόντμαν, Χάρπερ επεδίωκαν λίγο μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα της επιτυχίας. Πιο δύσκολοι χαρακτήρες, πιο ισχυρές προσωπικότητες στην ομάδα.»
Γιώργος Κούβαρης: «Το δεύτερο. Για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά μια μεταγενέστερη δήλωση του Τζόρνταν για το πρώτο three-peat. Συγκεκριμένα είχε αναφέρει ότι "ούτε ο Μάτζικ, ούτε ο Μπερντ είχαν three-peat. Δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσω εγώ. Ήταν το μεγαλύτερό μου κίνητρο". Και ξέρετε. Αν ο Μάικλ έβαζε στόχο, ακόμη και ο διαστημικός, τη σεζόν 1992-1993 Τσαρλς Μπάρκλεϊ, δεν θα είχε καμία τύχη με τους Σανς. Ο δεύτερος αφορά τις καταστάσεις στους Μπουλς το 1998. Από τη μία ο Τζόρνταν δεν ήταν το ίδιο εκρηκτικός όσο την τριετία 1991-1993 έχοντας κλείσει τα 35 του χρόνια. Από την άλλη ο Πίπεν έπαιζε στους τελικούς με σοβαρό πρόβλημα στη μέση. Επιπλέον είχε προηγηθεί μια μεγάλη και σκληρή σειρά με τους Πέισερς στους τελικούς της Ανατολής, η οποία κρίθηκε στα επτά ματς. Το Σικάγο δεν είχε το αβαντάζ της έδρας στους τελικούς, ενώ στο 5ο ματς της σειράς έχασε την ευκαιρία για το 4-1 στην έδρα του και την κατάκτηση του τίτλου αφού η Γιούτα επικράτησε στο United Center. Ουσιαστικά έμοιαζαν οι Μπουλς να «αδειάζουν» από ενέργεια, με την Τζαζ να παίρνει και ψυχολογία ενόψει των δύο επόμενων αγώνων στο Σολτ Λέικ Σίτι με το σκορ στο 3-2. Τελικά ο Τζόρνταν το πήρε πάνω του και έβαλε την υπογραφή του σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σουτ στην ιστορία του ΝΒΑ.»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Το δεύτερο γιατί δεν τους περίμενε κανείς. Ειδικά στην πρώτη χρονιά (1995-96), γιατί εκείνοι οι Μπουλς ήταν η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών με το ρεκόρ (72-10) στην κανονική διάρκεια. Συνολικά στη δεύτερη τριετία έκαναν 248 νίκες και 56 ήττες, συμπεριλαμβανομένων και των Playoffs. Πριν το Πρωτάθλημα του 1996 και δεδομένης της «καραντίνας» του Μάικλ Τζόρνταν για δύο χρόνια, οι αναλυτές θεωρούσαν ότι οι Μπουλς ήταν απλά στην πεντάδα των φαβορί για τον τίτλο κι αυτοί τον κατέκτησαν με περίπατο.»
4) Ποια είναι η καλύτερή σου ανάμνηση από τα κατορθώματα του Μάϊκλ Τζόρνταν στην διαδρομή των τελικών για τα 6 πρωταθλήματα;
Βασίλης Σκουντής: «Το κλάμα του μέσα στα αποδυτήρια, ενώ ήταν ξαπλωμένος.»
Νίκος Παπαδογιάννης: « Τους τελικούς του 1996, Σικάγο-Σιάτλ, η ελληνική τηλεόραση δεν τους μετέδωσε ποτέ. Οι «μπασκετόκαυλοι» της εποχής μυρίστηκαν ότι υπήρχε η λύση του αραβικού ΕSPN Orbit και διέδωσαν την πληροφορία στόμα με στόμα: "Τα Goody’s της οδού Βουκουρεστίου θα μείνουν ανοιχτά όλη τη νύχτα για να δείξουν τους αγώνες μέσω ESPN". Κάπως έτσι, η φυλή του μπάσκετ πέρασε πέντε ζεστά βράδια του Ιούνη παρακολουθώντας ΝΒΑ, από μία μικρή τηλεόραση και μασουλώντας cheeseburger, chicken nuggets και προτηγανισμένες πατάτες, σε ένα μαγαζί που μάζευε ολοένα περισσότερο κόσμο. Νομίζω ότι είναι η μοναδική φορά που μπήκα ποτέ σε φαστφουντάδικο.»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Τα δέκα λεπτά που ακολούθησαν μετά το τελευταίο καλάθι της Γιούτα στον 6ο τελικό του 1998. Το τρίποντο του Στόκτον στα 41,9", έβαλε τους γηπεδούχους μπροστά στο σκορ με 86-83 κι έφερε την ομάδα του Σλόαν μία ανάσα από τον πρώτο τίτλο της ιστορίας της. Όλα όσα συνέβησαν από εκείνο το σημείο και μετά, μου έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη. Από το lay-up του "Air" για το 86-85, το σεμιναριακού επιπέδου κλέψιμο που ακολούθησε στον Μαλόουν, μέχρι το νικητήριο σουτ, που έμεινε στην ιστορία ως το τελευταίο του με τους Μπουλς και φυσικά τους πανηγυρισμούς του Τζόρνταν με τα έξι δάχτυλα υψωμένα!»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Άπειρες. Η απορία του μετά τα εύστοχα τρίποντα κόντρα στους Μπλέιζερς. Το σουτ με τους Τζαζ. Η δήλωση του μετά το δεύτερο three peat, «six is sweat but seven is heaven». Η πάσα του για το τρίποντο του Πάξον το 1991. Το κλάμα του μετά τη νίκη με τους Σόνικς λόγω του θανάτου του πατέρα του. Πάρα πολλές.»
Γιώργος Κούβαρης: «Εντάξει, δεν πρόκειται να πρωτοτυπήσω. Θα επιλέξω φυσικά το «The Shot» στον 6ο τελικό με την Τζαζ το 1998 όπου είχε σημειώσει και 45 πόντους! Τα κατορθώματα του Τζόρνταν είναι αμέτρητα και δεν φτάνουν ούτε 100.000 λέξεις για να τα απαριθμήσουμε ένα προς ένα, αλλά ένα σουτ που κρίνει έναν τίτλο, έχει τη δική του αξία. Φυσικά το αλήστου μνήμης «Flu Game» έναν χρόνο νωρίτερα στους τελικούς του '97. Και πάλι μέσα στο «Delta Center» της Γιούτα. Με το σκορ να ήταν στο 2-2 και τον «Air» να παίζει με τροφική δηλητηρίαση, όχι μόνο αγωνίστηκε, αλλά ήταν εκείνος που οδήγησε τους Σικάγο Μπουλς στη νίκη με 90-88 και στο προβάδισμα... τίτλου! Βρέθηκε στο παρκέ 44 λεπτά (!!!) και σε αυτό το διάστημα είχε 38 πόντους με 11/22 δίποντα, 2/5 τρίποντα, 10/12 βολές, 7 ριμπάουντ, 5 ασίστ, 3 κλεψίματα και 1 τάπα! Τίποτε άλλο; Α, ναι! Οι 35 πόντοι του στο α' ημίχρονο του πρώτου τελικού με τους Μπλέιζερς το '92, όταν είχε ευστοχήσει σε 6 τρίποντα με αποτέλεσμα να γίνει σήμα κατατεθέν το «The Shrug» μπροστά από τον Κλιφ Ρόμπινσον. Επίσης η 55άρα του στον 4ο τελικό με τους Σανς το 1993 όταν οδήγησε τους Μπουλς σε «championship-ball» μετά το 3-1 στη σειρά. Σταματάω εδώ. Γιατί έχω πολλά να γράψω ακόμα...»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Τα τελευταία 30 δευτερόλεπτα στον τελευταίο αγώνα με τη Γιούτα Τζαζ στους τελικούς του 1998, με αφετηρία το κλέψιμο και φυσικά τη «σακούλα» στον Μπράϊον Ράσελ. Το χειρότερο για τον τελευταίο ήταν ό,τι είχε επιλεγεί για να παίξει άμυνα στον Τζόρνταν και μέχρι εκείνο το σημείο, η επίδοση του MJ απέναντί του ήταν 31 πόντοι! Πριν πετύχει το νικητήριο καλάθι.»
5) Ποιος ήταν ο πιο υποτιμημένος ήρωας από τις χρονιές που οι Μπουλς κατέκτησαν το πρωτάθλημα;
Βασίλης Σκουντής: «Ο Ντένις Ρόντμαν!»
Νίκος Παπαδογιάννης: « Οι Μπουλς κατέκτησαν έξι πρωταθλήματα σκαρφαλωμένοι όχι μόνο στις πλάτες του Τζόρνταν, αλλά και των υπόλοιπων παικτών, που ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι για να ταιριάζουν με τον ασύγκριτο σούπερ σταρ. Ο Τζόρνταν δυσκολευόταν να συμβιβαστεί με τη μετριότητά τους, αλλά η συνεισφορά παικτών όπως ο Χόρας Γκραντ, ο Μπιλ Καρτράιτ, ο Τζον Πάξσον και ο Μπι Τζέι Άρμστρονγκ ήταν ανεκτίμητη. Ωστόσο, ο μοναδικός αναντικατάστατος στο «supporting cast» ήταν ο Σκότι Πίπεν. Χωρίς αυτόν, αμφιβάλλω αν θα έπιναν ποτέ από την πηγή τα …γελάδια. Πολλοί τον θεωρούσαν ανώτερο και από τον ίδιο του Τζόρνταν ή έστω ισάξιό του. Υπάρχει Γκάλης χωρίς Γιαννάκη;»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Σε καθεμία από τις 6 σειρές των τελικών όλο και κάποιος άλλος - πλην του Μάϊκλ - έκλεβε την παράσταση. Το 1992 ήταν ο Χόρας Γκραντ, το 1993 ήταν ο Πάξον, το 1997 ήταν ο Κερ και ο Κούκοτς. Κατά την δική μου ταπεινή άποψη, όμως, ήταν ένας εκ των Σκότι Πίπεν και Φιλ Τζάκσον. Κι αν θα πρέπει να επιλέξω έναν, θα πάω με τον "Ινδιάνο", πού ήταν ασύλληπτος παίκτης και παίζοντας τόσα χρόνια υπό την σκιά του κορυφαίου όλων των εποχών, δεν έτυχε ποτέ της αναγνώρισης που πραγματικά άξιζε.»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Δεν είμαι αντικειμενικός. Ο Κούκοτς φυσικά. Ο κορυφαίος Ευρωπαίος παίκτης στην ιστορία του NBA. Ο Κροάτης ήταν ο συνδετικός κρίκος εκείνης της ομάδας, ο «μπαλαντέρ» της, αν θέλετε. Έπαιζε 30 λεπτά σε οποιαδήποτε θέση πλην σέντερ, ξεκίνησε βασικός στα 27 από τα 31 παιχνίδια playoffs του 1998 και σκόραρε κατά μ.ο. 13.1 πόντους. Πάσαρε εκπληκτικά δίνοντας μεγαλύτερη αξία στην τριγωνική επίθεση του Τεξ Ουίντερ.»
Γιώργος Κούβαρης: «Δεν θα έλεγα ότι υπήρχε κάποιος υποτιμημένος ήρωας στη δυναστεία των Μπουλς. Και αυτό διότι όλοι είχαν τον ρόλο τους στην ομάδα και όλοι τον είχαν αποδεχτεί. Ήξεραν ότι υπήρχε ο ένας και μοναδικός Μάικλ Τζόρνταν και όλοι οι υπόλοιποι θα τον συμπλήρωναν κάνοντας το 'χαμαλίκι' στο παρκέ (εντάξει, δεν αναφέρομαι στον Πίπεν), το οποίο ωστόσο ήταν άκρως απαραίτητο. Οπότε θα μιλήσω για εκείνον που δεν πήρε τα credits τα οποία ενδεχομένως έπρεπε να πάρει. Και αναφέρομαι στον Τόνι Κούκοτς. Πρώτα απ' όλα ήταν εκείνος που έστειλε στους Μπουλς στους τελικούς του 1998 στο 7ο ματς με τους Πέισερς. Ο Τζόρνταν ήταν άστοχος και ο παίκτης-κλειδί ήταν ο Κροάτης φόργουορντ, ο οποίος με 21 πόντους αποτέλεσε τον άσο στο μανίκι του Φιλ Τζάκσον. Ποιος ξεχνάει το κάκιστο ματς του Πίπεν στον 5ο τελικό του '98 στο Σικάγο (0/7 τρίποντα) με αποτέλεσμα ο Κούκοτς να έχει 30 πόντους αλλά να μην μπορεί να αποσοβήσει την ήττα; Υπάρχουν και άλλα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο 3ος ημιτελικός της Ανατολής στο Σικάγο το 1994 κόντρα στους Νικς. Ο Πίπεν είχε αρνηθεί να παίξει στα τελευταία 1,8 δευτερόλεπτα με το σκορ ισόπαλο, ο Κούκοτς μπήκε στο παρκέ και ευστόχησε στο σουτ της νίκης. Όπως είχε κάνει και σε ματς με τους Πέισερς σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Θέλετε και άλλο; Απλούστατα συμφώνησε να πάρει όγκο και κιλά ώστε να μπορεί να παίζει «τεσσάρι» στους Μπουλς λόγω της παρουσίας και του Πίπεν. Και δεν μιλάμε για όποιον και όποιον, αλλά για έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ!»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Ο Σκότι Πίπεν έζησε στη σκιά του Μάικλ Τζόρνταν, η αλήθεια είναι όμως ότι αυτός ο ρόλος του ταίριαζε. Ο Ντένις Ρόντμαν εισέπραξε τα οφέλη ως ο τρίτος της τριγωνικής επίθεσης και αναγεννήθηκε μετά την τραγική περίοδο στους Σπερς, ενώ ο Τόνι Κούκοτς επίσης πήρε το credit που του αναλογούσε. Μάλλον «ψηφίζω» τον τίμιο Αυστραλό ξυλοκόπο (σ. σ. Λουκ Λόνγκλεϊ) από το δεύτερο three peat. Από το πρώτο, η παρουσία του Τζον Πάξον ήταν καταλυτική για να ακολουθήσει αυτή του Μπι Τζέι Άρμστρονγκ.»
6) Ποιο είναι το στοιχείο των Μπουλς, που όσοι φίλοι του μπάσκετ δεν τους έζησαν, πρέπει οπωσδήποτε να ξέρουν;
Βασίλης Σκουντής: «The Jordan Rules!»
Νίκος Παπαδογιάννης: «Αγωνιστικά, το ξεχασμένο στοιχείο είναι η τρομερή άμυνα που προκαλούσε ασφυξία στον αντίπαλο. Η προσθήκη του Ντένις Ρόντμαν δίπλα στους Πίπεν, Τζόρνταν σχημάτισε μία τριπλή μέγγενη, η οποία ψηφίστηκε, σύσσωμη, στην καλύτερη Αμυντική Πεντάδα της χρονιάς το 1996. Παράλληλα απογείωσε τις επιδόσεις της ομάδας στα ριμπάουντ. Οι Μπουλς πόνταραν πολλά στο ασύγκριτο επιθετικό ταλέντο του Μάικλ Τζόρνταν, αλλά το υπόβαθρο των επιτυχιών τους ήταν η ομαδική δουλειά, ο ιδρώτας, ο αλτρουισμός στο παρκέ, το desire και φυσικά η προπονητική σφραγίδα, ξεκινώντας με την «τριγωνική επίθεση» του μακαρίτη Τεξ Ουίντερ. Ο Φιλ Τζάκσον, ως προπονητής και ως προσωπικότητα, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή.»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Η αήττητη αύρα που είχε αυτή η ομάδα σε καθεμία από τις έξι διαδρομές της προς τον τίτλο, ήταν κάτι που δεν έχω ξαναδεί ποτέ από τότε και σ' αυτή την διάρκεια. Πολλές ήταν οι ομάδες που εξάντλησαν την ευρηματικότητά τους σε αμυντικά τρικ, καμία όμως, δεν μπόρεσε να ματσάρει το πνευματικό πλεονέκτημα που είχαν οι "ταύροι". Ακόμη και όταν βρίσκονταν πίσω στο σκορ, ενέπνεαν πάντα τη σιγουριά ότι θα το γυρίσουν.»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Η τριγωνική επίθεση. Ο Τεξ Ουίντερ την ανακάλυψε. Η μπάλα ακουμπούσε οπωσδήποτε στην κορυφή της ρακέτας (όχι απαραίτητα στον σέντερ) και ταυτόχρονα οι άλλοι παίκτες έκανα μία κίνηση σχηματίζοντας τρίγωνα στο παρκέ.»
Γιώργος Κούβαρης: «Η εμπειρία μου από τη δεκαετία του '90 παρακολουθώντας τα παιχνίδια των Σικάγο Μπουλς ήταν αυτό το 'refuse to lose'. Ήταν η ομάδα που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ήξερες ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο τέλος θα κερδίσει και θα φτάσει στον στόχο της. Ήξερες ότι στα δύσκολα η μπάλα θα πάει στα χέρια του Μάικλ Τζόρνταν. Ήξερες ότι εκείνος θα πάρει το τελευταίο σουτ. Και οι αντίπαλοί του το ήξεραν. Όμως δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν. Στους Μπουλς έγινε ευρέως γνωστή η διάσημη 'τριγωνική επίθεση' την οποία τελειοποίησε ο Τεξ Ουίντερ, ο άμεσος συνεργάτης του Φιλ Τζάκσον. (σ.σ.: την είχε εφεύρει ωστόσο ο θρυλικός Hall Of Famer, Σαμ Μπάρι στο κολέγιο του South Carolina). H πιο «έντονη» σκηνή μετά το πρωτάθλημα του 1996 κόντρα στο Σιάτλ, όταν ο Μάικλ Τζόρνταν ξάπλωσε στο πάτωμα των αποδυτηρίων και έκλαιγε με λυγμούς θέλοντας να αφιερώσει τον τίτλο στον αδικοχαμένο πατέρα του. Επίσης την επίσκεψη του Κρεγκ Χότζες στον «Λευκό Οίκο» μετά το πρωτάθλημα του 1992 φορώντας dashiki (παραδοσιακή μπλούζα από την Αφρική) δίνοντας στον -τότε- πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους ένα γράμμα που εξέφραζε την αντίθεσή του για την πολιτική όσον αφορά τις μειονότητες. Έκτοτε δεν έπαιξε ξανά στο ΝΒΑ. Και κάτι... παρασκηνιακό. Οι Μπουλς είχαν και ένα γούρι. Στους τελικούς με Σόνικς καιΤζαζ (δύο φορές) του δεύτερου three-peat (δεν θυμάμαι να είχε συμβεί στο πρώτο) φορούσαν όλοι μαύρα παπούτσια. Και πολλά ακόμα φυσικά...»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Θα μπορούσαν κάλλιστα να κατακτήσουν 8-9 Πρωταθλήματα. Με εξαίρεση τη Γιούτα Τζαζ το 1998, κανείς δεν τους δυσκόλεψε. Κατά τον αστικό μύθο, οι «αμαρτίες» του Μάικλ Τζόρνταν προκάλεσαν την παρέμβαση του (τότε) κομισάριου ΝΒΑ, Ντέιβιντ Στερν κι έτσι ο «Air» (ουσιαστικά) υποχρεώθηκε σε διετή καραντίνα (1993-95). Ήταν σε μια εποχή όπου τα σύννεφα περί τζόγου είχαν απλωθεί επικίνδυνα και αμφισβητούσαν την αξιοπιστία των αγώνων. Καθόλου τυχαία ο Στερν ήταν «παρών» στη συνέντευξη Τύπου (1993). Σύμφωνα με τους αρθρογράφους της εποχής, επίσης τυχαία δεν ήταν η απάντηση του Τζόρνταν, όταν ρωτήθηκε για το αν σκοπεύει να επιστρέψει. «Αν μου το ζητήσει ο κομισάριος, θα το κάνω», είχε πει.»
7) Ποιος παίκτης που καταξιώθηκε πλήρως και κατέκτησε πολλούς τίτλους στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, συγκεντρώνει έστω λίγα από τα χαρακτηριστικά του "Air Michael" και θα δικαιούταν λίγο περισσότερο τον χαρακτηρισμό ο "Τζόρνταν της Ευρώπης";
Βασίλης Σκουντής: «O Nίκος Γκάλης και νιώθω τυχερός που έχω μια φωτογραφία και με τους δυο, τραβηγμένη σε ανύποπτο χρόνο (Οκτώβριος 1983, Αλεξάνδρειο Θεσσαλονίκης).»
Νίκος Παπαδογιάννης: «Κανένας απολύτως. Ο Μάικλ Τζόρνταν δεν ήταν μόνο ο σκόρερ των 40-50 πόντων, αλλά και ένας αμυντικός παγκόσμιας κλάσης, καθώς και χαρισματικός ριμπάουντερ. Παράλληλα ήταν ο πραγματικός πλέι-μέικερ της ομάδας, έκανε τους συμπαίκτες του καλύτερους και υπήρξε serial winner με σιδερένια θέληση και στοχοπροσήλωση. Με πιθανή εξαίρεση τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, δεν υπήρξε παίκτης στη σύγχρονη ιστορία του μπάσκετ που να συγκεντρώνει αυτά τα χαρακτηριστικά χωρίς να έχει εμφανείς αδυναμίες. Θα ήταν σόλοικο να απονείμουμε σε οποιονδήποτε την ετικέτα "Τζόρνταν της Ευρώπης" και προτιμώ να αποφύγω την ιεροσυλία. Εάν επιμένετε να διαβάσετε οπωσδήποτε κάποιο όνομα Ευρωπαίου, μελετήστε τις παραγράφους που προηγήθηκαν.»
Αντώνης Καλκαβούρας: «Αφού υπογραμμίσω ότι κανένας Ευρωπαίος παίκτης δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε στο ελάχιστο με τον Μάϊκλ Τζόρνταν, θεωρώ ότι μόνο ο Ντράζεν Πέτροβιτς στην ακμή του και ο Λούκα Ντόντσιτς, συγκέντρωνε και συγκεντρώνει κάποια από τα στοιχεία που έκαναν την αυτού μεγαλειότητα να βρίσκεται υπεράνω όλων!»
Κωνσταντίνος Μελάγιες: «Κανείς δεν τον πλησιάζει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι. Θα έλεγα πως το πείσμα, την ανταγωνιστικότητα, το "refuse to lose" το είδαμε σε Σπανούλη, Ναβάρο, Μποντιρόγκα,, Γιασικεβίτσιους και Ντανίλοβιτς.»
Γιώργος Κούβαρης: «Κανείς. Κανείς. Κανείς. Μάικλ Τζόρνταν ήταν ένας και μοναδικός και δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ κάποιος που να μπορεί να τον πλησιάσει ή να τον πλησίασε στο παρελθόν. Πολλώ δε μάλλον να έχει αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ο αείμνηστος Κόμπι υπήρξε ότι πιο κοντινό στην "αυτού μεγαλειότητος" αλλά μιλάμε για έναν ακόμη τεράστιο μπασκετμπολίστα στην ιστορία του ΝΒΑ. Εκείνος που είχε τα ηγετικά στοιχεία, που μπορούσε να πάρει μια ομάδα στις πλάτες του, που μπορούσε να προκαλέσει τρόμο στα μάτια των αντιπάλων και ο οποίος δεν φοβήθηκε να τα βάλει και με τον ίδιο τον Μάικλ Τζόρνταν (τόσο στο ΝΒΑ, όσο και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης) ήταν ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Όμως, δεν θα τον χαρακτήριζα ποτέ “Τζόρνταν της Ευρώπης”. Ο Ντράζεν ήταν ο Ντράζεν.»
Βασίλης Βλαχόπουλος: «Από… κανένας έως, δεν έχει γεννηθεί ακόμη. Αν σώνει και καλά πρέπει να γράψουμε όνομα, μόνο ένας. Ο Νίκος Γκάλης. Μοναδικός αντίπαλος του Τζόρνταν ήταν ο κακός του εαυτός, μια άστοχη βραδιά. Ομοίως και του “Νικ”. Και οι δύο ήταν ανίκητοι στο ένας εναντίον ενός, αμφότεροι δεν είχαν πρόβλημα όταν οι άμυνες έδιναν βοήθειες στο μαρκάρισμά τους και πάντα έβρισκαν τον τρόπο να βάλουν την μπάλα στο καλάθι.»
COVER PHOTO: Μαριλίζα Κοντογεώργου
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.