Ολυμπιακοί Αγώνες, Εθνική μπάσκετ: Άλλο «αιώνιοι» και Γιάννης, που είναι «ελίτ» κι άλλο ελληνικό μπάσκετ!

Ολυμπιακοί Αγώνες, Εθνική μπάσκετ: Άλλο «αιώνιοι» και Γιάννης, που είναι «ελίτ» κι άλλο ελληνικό μπάσκετ!

bet365

Ο Αντώνης Καλκαβούρας επιχειρεί έναν ψυχρό και χωρίς συναισθηματισμούς, απολογισμό του εφετινού καλοκαιριού για την «επίσημη αγαπημένη», διαχωρίζοντας τις διασυλλογικές επιτυχίες των ελληνικών ομάδων και την ατομική κυριαρχία του Αντετοκούνμπο με την ποιοτική στάθμη του ελληνικού μπάσκετ.

Έφτασε, επιτέλους και για τον υπογράφοντα, η ώρα του «σβησίματος»! Το απαραίτητο διάστημα (που όσο μεγαλώνουμε γίνεται ολοένα και πιο αναγκαίο) ξεκούρασης κι «αδειάσματος», ώστε τον Σεπτέμβρη να επιστρέψουμε φορτισμένοι και γεμάτοι για μία άκρως ενδιαφέρουσα μπασκετική σεζόν!

Δεν έχουμε κανένα παράπονο! Μετά από μία τρομερά ανταγωνιστική χρονιά σε διασυλλογικό επίπεδο και με «φουλ» του σασπένς, της ίντριγκας και της τοξικότητας, η εφετινή off season, στην μεγαλύτερή της διάρκεια ήταν στο “on” και ξεχείλισε τις μπαταρίες μας.

Την ώρα που οι τέσσερις καλύτερες ομάδες του ολυμπιακού τουρνουά, ετοιμάζονται για την μάχη των ημιτελικών, το timing είναι ιδανικό για να βάλουμε τα πράγματα στην σωστή τους βάση, όσον αφορά το πρόσημο που μπαίνει δίπλα στην προσπάθεια της «επίσημης αγαπημένης» στο τρέχον καλοκαίρι.

Μία προσέγγιση, που όμως, θα πρέπει να γίνει αφότου συνειδητοποιήσουμε όλοι ποιο είναι την δεδομένη στιγμή το ελληνικό μπάσκετ, τι απόσταση έχει από το «ελίτ» επίπεδο στο παγκόσμιο στερέωμα και τι μας λείπει για να καλύψουμε αυτό το "gap" από τις διακρίσεις, έτσι ώστε να μετριάσουμε τις υψηλότερες – του αναμενόμενου – προσδοκίες που έχουμε όλοι μας για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και την ρεαλιστική στόχευση που πρέπει να έχει στις διεθνείς διοργανώσεις.

 

Ποιο είναι πλέον το ελληνικό μπάσκετ κι όλοι έχουμε τόσες προσδοκίες;

Δυστυχώς, όσο σπουδαία παράδοση και κληρονομιά κι αν έχουμε στην «πορτοκαλί μπάλα» από το 1987 και μετά (διόλου τυχαίο ότι η Εθνική ομάδα έχει επικρατήσει να λέγεται «επίσημη αγαπημένη» των Ελλήνων φιλάθλων), άλλο τόσο στάσιμη έχει μείνει η πρόοδος του αθλήματος από το 2009 και μετά. Μην σας πω ότι η πορεία είναι μάλλον οπισθοδρομική...

Όταν οι τελευταίοι εναπομείναντες «Μοϊκανοί» της κορυφαίας φουρνιάς, που για μία 5ετία (2004-2009) έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα τα μεγάλα διεθνή τουρνουά, οδήγησαν το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα στο τρίτο σκαλί του βάθρου στο Eurobasket της Πολωνίας.

Έκτοτε, φέτος συμπληρώνονται 15 διαδοχικά καλοκαίρια που αρχίζουν με όνειρα, ελπίδες, υψηλές φιλοδοξίες και ενθουσιασμό για ένα μετάλλιο και ολοκληρώνονται με σκυμμένα κεφάλια, απογοήτευση και ενίοτε ανάθεμα και λαϊκά δικαστήρια για την υποτιθέμενη εθνική «ξεφτίλα». Κι αυτό γιατί έτσι είναι ο Έλληνας οπαδός, πρώτα του ύψους και μετά του βάθους! Και ειδικότερα όταν πρόκειται για την ομάδα που εκφράζει όλο το φίλαθλο κοινό αίσθημα...

Έχοντας καλύψει δημοσιογραφικά όλες τις υποχρεώσεις της «γαλανόλευκης» από το 1995 και μετά και παραστεί συνολικά σε 12 Eurobasket, 6 Mundobasket και σε δύο ολυμπιακά τουρνουά, δεν δυσκολεύομαι καθόλου να θεωρήσω το εφετινό καλοκαίρι το πιο πετυχημένο της τελευταίας 15ετίας!

O λόγος είναι προφανής και αυταπόδεικτος. Μετά από πέντε Πανευρωπαικά πρωταθλήματα (2011, 2013, 2015, 2017 & 2022) στα οποία η καλύτερη θέση που πήραμε ήταν η 5η (δις) και η χειρότερη η 11η (2013) και 4 Παγκόσμια Κύπελλα στα οποία τερματίσαμε από 9οι (2014) έως 15οι (2023), η εφετινή προσπάθεια μας χάρισε επιτέλους την χαρά της νίκης-πρόκρισης σε ένα προολυμπιακό τουρνουά με διόλου ευκαταφρόνητους αντιπάλους (Κροατία και Σλοβενία). Αλλά και εκείνη της ολυμπιακής συμμετοχής μετά από 16 χρόνια.

Πέραν της αίγλης που έχει από μόνη της η κορυφαία αθλητική γιορτή του πλανήτη, η πρόκριση σε ένα ολυμπιακό τουρνουά 12 ομάδων, είναι πολύ πιο δύσκολη από την συμμετοχή σε ένα Mundobasket ή ένα Eurobasket (24 θέσεων) και φυσικά πολύ υψηλότερος ο ανταγωνισμός και ο βαθμός δυσκολίας.

Η Ελλάδα, λοιπόν, όχι απλά τα κατάφερε και έδωσε το παρών με πέντε πολύ σημαντικές απουσίες (Σλούκας, Παπαπέτρου, Θανάσης και Κώστας Αντετοκούνμπο αλλά και Ρογκαβόπουλος) από την περιορισμένη δεξαμενή παικτών που διαθέτει, όχι απλά πέρασε στους “8” (αφήνοντας εκτός την πρωταθλήτρια Ευρώπης, Ισπανία), αλλά παρουσιάστηκε ανταγωνιστική και παρά το αρνητικό ρεκόρ (1-3), απείχε ένα ημίχρονο καλού μπάσκετ από την διεκδίκηση της εισόδου στα ημιτελικά. Με αντίπαλο την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία!

Κι όλα αυτά, χάνοντας για 2,5 ματς στις λεπτομέρειες και κερδίζοντας ένα, κόντρα σε ομάδες που είναι μια ή δυο ταχύτητες πάνω από μας! Τι δείχνουν όλα τα παραπάνω; Ότι σαν σχολή διαθέτουμε τεχνογνωσία, αυτοπεποίθηση και μπασκετικό IQ και φυσικά προικισμένους προπονητές που τακτικά μπορούν να «ψαλιδίσουν» την ανωτερότητα των αντιπάλων μας και να καλύψουν ην ποιοτική και ποσοτική υστέρηση σε παίκτες.

Πλέον, όμως, σε καμία περίπτωση δεν έχουμε την ποιότητα (δηλαδή το «δουλεμένο» ταλέντο και τους «παιγμένους» αθλητές), ώστε να διεκδικούμε κάτι περισσότερο από ένα καλό πλασάρισμα στις θέσεις 5-8, σε οποιαδήποτε διεθνή διοργάνωση. Είτε αυτό λέγεται Eurobasket, είτε Mundobasket. Πολλώ δε μάλλον Ολυμπιακοί Αγώνες! Κατά συνέπεια, λοιπόν, υπό τις παρούσες συνθήκες, η 8η θέση στην Γαλλία, δεν θα πρέπει να θεωρείται σε καμία περίπτωση αμελητέα...

«Αιώνιοι» και Γιάννης ναι είναι «ελίτ», η Εθνική όμως όχι!

Όλα αυτά ακούγονται ωραία κι εύπεπτα στην θεωρία! Όταν, όμως, έρχεται η ώρα της πράξης, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης μπαίνει στην διαδικασία άλυτων «εξισώσεων» που συνήθως οδηγούν σε λανθασμένα και άδικα συμπεράσματα.

«Πως γίνεται να έχουμε την πρώτη και την τρίτη καλύτερη ομάδα της Ευρώπης και τον MVP της Euroleague και να μην πετυχαίνουμε τίποτε σημαντικό σε εθνικό επίπεδο;», είναι ένα από τα συχνά ερωτήματα που μονοπωλούν τις απανταχού μπασκετοκουβέντες! Και αυτό όχι μόνο φέτος, αλλά σε όλη την διάρκεια της προηγούμενης 15ετίας, που το ελληνικό μπάσκετ πανηγύρισε τέσσερα ευρωπαϊκά τρόπαια (2 ο Ολυμπιακός και 2 ο Παναθηναϊκός), και είχε εκπρόσωπο σε 8 τελικούς και σε 9 από τα 14 Final 4 της Euroleague αλλά και συνολικά τρεις Έλληνες guard (Σπανούλης 2 φορές, Διαμαντίδης και Σλούκας από μία) με τον τίτλο του MVP.

Η απάντηση είναι ότι αν εξαιρέσουμε τους τρεις προαναφερθέντες παίκτες πρώτης γραμμής, κανένας εκ των υπολοίπων Ελλήνων διεθνών, δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο σε «ερυθρόλευκους» και «πράσινους». Δύο ομάδες, οι οποίες ήταν και είναι στημένες για να κυριαρχήσουν στην Ευρώπη, έχοντας συνολικά από 6-9 ξένους στο rotation της εκάστοτε σεζόν.

Κοινώς, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Καλάθης, Παπανικολάου και Μήτογλου), οι γηγενείς μπασκετμπολίστες ήταν και εξακολουθούν να είναι συμπληρωματικοί ρολίστες σε επιτυχημένα μπασκετικά προγράμματα και όταν καλούνται να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες δεν είναι σε θέση να ηγηθούν.

Σε αυτή την κατηγορία, δεν μπορεί να ενταχθεί ο Τολιόπουλος, ο οποίος μέχρι το εφετινό καλοκαίρι δεν είχε την παραμικρή παράσταση από το κορυφαίο επίπεδο ανταγωνισμού και βγήκε μπροστά λόγω της απουσίας του Σλούκα και της μεγάλης αναβάθμισης που προσέδωσε στο παιχνίδι του, ο ρόλος (σε συνδυασμό με το ταλέντο και τον χαρακτήρα του) που είχε τα δύο τελευταία χρόνια στον Άρη.

Ένα άλλο πολύ συχνό θέμα συζήτησης μεταξύ των φιλάθλων-οπαδών είναι η έως τώρα αναξιοποίητη (από πλευράς διακρίσεων) παρουσίας του πιο κυριαρχικού παίκτη (Αντετοκούνμπο) που έβγαλε ποτέ η παραγωγική διαδικασία. «Πως είναι δυνατόν να έχουμε τον Γιάννη, που τους περνάει όλους από πάνω στο ΝΒΑ και είναι στο Top-5 των παικτών παγκοσμίως και δεν εκμεταλλευόμαστε όσο θα έπρεπε το μέγεθός του στην Εθνική ομάδα;», αναρωτιέται συχνά-πυκνά ο κόσμος.

Κι εδώ η απάντηση έχει να κάνει με την επί το πλείστον λάθος χρησιμοποίησή του και με το ανομοιογενές πάντρεμα του μπάσκετ που παίζει με εκείνο που παίζεται στις διοργανώσεις της FIBA, με φωτεινή εξαίρεση το εφετινό καλοκαίρι.Κι αυτό επειδή ο Βασίλης Σπανούλης είχε μία διαφορετική προσέγγιση και βοήθησε τον “Greek Freak” να έχει ίσως την πιο ουσιαστικά κυριαρχική απόδοση που είχε ποτέ με το εθνόσημο στο στήθος, χωρίς να καθιστά ανενεργούς τους υπόλοιπους συμπαίκτες του.

Συμπερασματικά, λοιπόν, δεν αρκεί ένας σούπερ παίκτης πλαισιωμένος με 3-4 έμπειρους συμπαίκτες, όταν το υπόλοιπο ρόστερ αποτελείται από ρολίστες και από τα χαρακτηριστικά της ομάδας λείπουν εν πολλοίς εκείνα που ορίζουν πλέον το σύγχρονο μπάσκετ (αθλητικότητα, δύναμη και επαφή με το καλάθι).

Ποιοι μικροί έχουν παίξει στην Ανδρών, μετά τους Χρυσούς Νέους Άνδρες του 2017;

Το χειρότερο απ' όλα, είναι ότι το μέλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο από την στιγμή που τα όποια παιδιά ξεχωρίζουν στις ηλικίες 14-18 ετών (είναι «μύθος» ότι δεν βγάζουμε ταλέντα) και ειδικότερα αυτά που ανήκουν ή παίρνουν μετεγγραφή στις δύο μεγαλύτερες ελληνικές ομάδες, δεν τυγχάνουν της παραμικρής αξιοποίησης από τους συλλόγους τους.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Από τον Χαραλαμπόπουλο, τον Κόνιαρη και τον Λούντζη της σπουδαίας γενιάς των γεννηθέντων από το 1996 έως το 1998 (το 2017 μας χάρισαν το χρυσό μετάλλιο στο Eurobasket Νέων), οι οποίοι χρειάστηκαν να φύγουν από τον Παναθηναϊκό για να μην χαθούν οριστικά (η εξαίρεση με τον Παπαγιάννη, υπήρξε επειδή επρόκειτο για σπάνια περίπτωση παίκτη από πλευράς ύψους, κίνησης και προοπτικής). Το ίδιο ισχύει τώρα, τόσο με τον Σαμοντούροφ, όσο και με τον Αβδάλα.

Ο Ολυμπιακός από την πλευρά του, τουλάχιστον είναι πιο ειλικρινής με την φιλοσοφία του και δεν μπαίνει στην διαδικασία να επενδύει στις μικρότερες ηλικίες, από την στιγμή που η δομή της αντρικής ομάδας του, δεν επιτρέπει την παρουσία ταλαντούχων νεαρών.

Γιατί να τους έχει μετά τα 18, όταν δεν υπάρχει περίπτωση να τους αναπτύξει; Η τελευταία ουσιαστική «ερυθρόλευκη» επένδυση ήταν στον Ποκουσέφσκι, που ήρθε από την Σερβία στα 14 του και πουλήθηκε σε ηλικία 19 ετών, φέρνοντας και κέρδος στο ταμείο της ομάδας.

Εν κατακλείδι και όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, είναι τόσο «βαλτωμένο» το σύστημα στο οποίο λειτουργεί το ελληνικό μπάσκετ και είναι τόσο μεγάλα τα «εμπόδια» ανάπτυξης των παικτών, που πραγματικά δυσκολεύομαι να δω πως η Εθνική ομάδα θα βρει τον τρόπο για να ανεβάσει μελλοντικά το αγωνιστικό της επίπεδο.

Κλείνοντας, θέλω να καταθέσω ότι πίσω από το εξαιρετικό πρόσωπο που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η εθνική ομάδα της Γερμανίας, βρίσκεται μία πολύ μεθοδική δουλειά στις μικρές ηλικίες, που ειδικότερα στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα εφήβων παρουσίασε μία τρομερά υποσχόμενη φουρνιά.

Ήταν τόσο κυριαρχική η αγωνιστική εικόνα των Γερμανών, που πέραν του χρυσού μεταλλίου που κατέκτησαν στον τελικό απέναντι στην Σερβία και της αήττητης πορείας τους (ρεκόρ 7-0), η πεντάδα τους θα μπορούσε κάλλιστα να έχει όλους τους παίκτες του στην καλύτερη της διοργάνωσης (επέλεγησαν ο «άσος» και το «πεντάρι»).

Συγκρατείστε τα ονόματα: Ο «νατουραλιζέ» point guard του Τέξας Τεκ, Κρίστιαν Άντερσον, που θυμίζει πολύ τον Σρούντερ στα «μικράτα» του και ο Τζακ Καγίλ της Μέγκα Μπάσκετ στο “2”.

Ο Ιβάν Χαρτσένκο της Μπάγερν στο “3”, που ήταν πέρυσι στην καλύτερη 5άδα και πέρυσι πάτησε παρκέ σε αγώνα της Euroleague, ο Ντέκλαν Ντούρου της Ρεάλ στο “4” και στην θέση του σέντερ, ο MVP του τουρνουά, Χάνες Στέινμπαχ της Βούρτζμπουργκ.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Αντώνης Καλκαβούρας
Αντώνης Καλκαβούρας

Στην συγκεκριμένη στήλη θα βρείτε αντικειμενικά καταγεγραμμένη άποψη γύρω από τα μπασκετικά δρώμενα και μπόλικη ανάλυση, ενίοτε σε συνδυασμό και με ρεπορτάζ. Το Gazzetta, άλλωστε, μπορεί να μπήκε στην καθημερινότητα μου στη μέση της έως τώρα δημοσιογραφικής διαδρομής (2008), ωστόσο, εδώ και 13 χρόνια αποτελεί την πιο σύγχρονη και ταχύτερη πλατφόρμα ενημέρωσης και ένα μέσο στο οποίο απολαμβάνω από την πρώτη μέρα να δουλεύω. Και σίγουρα το μόνο από τα πολυάριθμα στα οποία έχω εργαστεί και εργάζομαι (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα, περιοδικό), το οποίο εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται ευχάριστη εμμονή για τους αναγνώστες αλλά και για όλους εμάς τους συντελεστές. Να χαιρόμαστε λοιπόν τη νέα του έκδοσή του και να το εξελίσσουμε συνεχώς!