Άντε να εξηγήσεις γιατί δεν θέλει το ελληνικό ποδόσφαιρο τους Πρωταθλητές του 2004
Τον περασμένο μήνα, που βρέθηκα στο Λονδίνο για τα Sports Book Awards 2022, ανάμεσα σε όλα τα άλλα που μου συνέβησαν έζησα την εμπειρία του να κάθομαι δίπλα στον Σερ Τζέφρι Χαρστ, τον μοναδικό ποδοσφαιριστή που έχει κάνει χατ τρικ σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου (το 1966), έναν μεγάλο σκόρερ του αγγλικού ποδοσφαίρου. Το σοκ μου όμως δεν περιορίστηκε στο γεγονός ότι καθόμουν δίπλα σε έναν θρύλο του αγγλικού ποδοσφαίρου, Ιππότη από το 1998. Ήταν το γεγονός ότι ο Χαρστ, που ήταν υποψήφιος στην “Sports Entertainment Book of the year” κατηγορία, και έκανε χιούμορ μαζί μου φωνάζοντάς με “συνάδελφο” επειδή το βιβλίο μου ήταν υποψήφιο ως ένα από τα 7 καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία της χρονιάς στην Αγγλία, ήθελε να κουβεντιάσει μαζί μου σχετικά με την επιτυχία της Εθνικής Ελλάδας το 2004.
Ο τρόπος που εκφραζόταν για το επίτευγμα της ελληνικής ομάδας δεν σε άφηνε να αμφιβάλλεις σχετικά με το αν σέβεται ή όχι αυτή την επιτυχία και το αν αναγνωρίζει στην Ελλάδα ότι παρουσιάστηκε αγωνιστικά, ψυχολογικά και πνευματικά έτοιμη για αυτό που έμοιαζε με θαύμα.
Κι αφού μοιράστηκε μαζί μου τις αναμνήσεις από εκείνη την ομάδα, ο Χαρστ άρχισε να με ρωτά “τι κάνουν τώρα;” για τους πρωταγωνιστές εκείνης της ομάδας. Με άλλα λόγια μου ζητούσε να του εξηγήσω αν και πώς έχει εκμεταλλευτεί το ελληνικό ποδόσφαιρο τους πρωταγωνιστές της μεγαλύτερης επιτυχίας στην Ιστορία του. Πολύ λίγα λεπτά αργότερα, ο 80χρονος Χαρστ, κάποιος που έχει δει την φιγούρα του να γίνεται άγαλμα στο Λονδίνο, επειδή κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, και εδώ και περίπου 56 χρόνια ζει για να απολαμβάνει τις συνεχόμενες τιμές του αγγλικού ποδοσφαίρου και της αγγλικής κοινωνίας προς το πρόσωπό του, έμεινε να με κοιτάζει σιωπηλός.
Προφανώς δεν ήθελε να συνεχίσει μια στενάχωρη συζήτηση και γι’ αυτό άλλαξε θέμα, αρχίσαμε έπειτα να κουβεντιάζουμε για το θέμα του βιβλίου του (“Eighty at Eighty”), δηλαδή για τις 80 κορυφαίες προσωπικότητες των σπορ που γνώρισε στην διάρκεια της μέχρι σήμερα πορείας του. Για την ακρίβεια, ο Χαρστ δεν ήθελε να με στεναχωρήσει με τους χαρακτηρισμούς σχετικά με τη συμπεριφορά του ποδοσφαιρικού κόσμου μιας χώρας που έζησε έναν απρόσμενο θρίαμβο προς αυτούς που πέτυχαν αυτόν τον άθλο. Δηλαδή δεν ήθελε να μου πει ότι “τόσο σας κόβει, που αντί να τους εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευτείτε τη γνώση, την εμπειρία και την δικτύωσή τους και να τους εκπαιδεύσετε για να φτάσουν να πάρουν θέσεις και να συνεχίσουν να προσφέρουν στο ποδόσφαιρο, τους κρατάτε απέξω”.
Όσα δεν άκουσα από τον Χαρστ, που είναι Ιππότης και 80χρονος και δεν έβρισκε λόγο να γίνει δυσάρεστος ή να συνεχίσει μια δυσάρεστη συζήτηση μαζί μου, τα άκουσα από τους Άγγλους δημοσιογράφους που μου έπιασαν την κουβέντα και με ρωτούσαν για τους ποδοσφαιριστές της ομάδας του 2004. Σαν να ήταν όλοι τους συνεννοημένοι, έψαχναν να βρουν από ποιο πόστο προσφέρει κάθε ένα μέλη εκείνης της Ομάδας σήμερα στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Προφανώς το γεγονός ότι υπήρξαν πολύ καλοί ποδοσφαιριστές και πέτυχαν ένα θαύμα δεν τους καθιστούσε αυτομάτως έτοιμους για να διοικήσουν το ελληνικό ποδόσφαιρο ή να καταλάβουν αμέσως σημαντικές θέσεις και να αναλάβουν σημαντικές ευθύνες. Πολλά όμως από εκείνα τα παιδιά δεν έμειναν στις ποδοσφαιρικές δάφνες και δούλεψαν πάνω στην επιμόρφωση και την μετεκπαίδευσή τους. Στους περισσότερους όμως ο κόσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου, και πιο ειδικά η μικροκοινωνία αυτών που έχουν τις θέσεις και τη δύναμη για να το διοικούν ή και να ορίζουν την τύχη του τους έδειξε με πράξεις ότι δεν τους θέλει. Ή πιο σωστά ότι τους θέλει μόνο για να τους θυμάται στις γιορτές και τις επετείους. Όχι για να τους δώσει χώρο για να δημιουργήσουν και να συνεισφέρουν.
Δεκαοκτώ χρόνια πίσω έγραφα και έλεγα ότι αυτή ήταν μια ομάδα που είχε καταφέρει να μείνει ξένη με το ελληνικό περιβάλλον και γι’ αυτό είχε καταφέρει να μην επηρεάζεται από το ελληνικό περιβάλλον. Γι’ αυτό άλλωστε τα κατάφερε. Γι’ αυτό έκανε θαύματα. Μόνο που η ιστορία της επεφύλασσε αυτής της ομάδας την ίδια μοίρα: τα μέλη της παραμένουν, τα περισσότερα, ξένα με το ελληνικό ποδόσφαιρο, διότι πλέον το ελληνικό ποδόσφαιρο τους φοβάται, και γι’ αυτό δεν τους θέλει στα πόδια του.
Φυσικά η κορυφαία ήττα που υπέστη αυτή η Ομάδα ήταν η αποχώρηση του Θοδωρή Ζαγοράκη από την προεδρία της ΕΠΟ σε διάστημα 6 μηνών από την ανάληψη των καθηκόντων του. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, μαζί με την αποχώρηση του Ζαγοράκη, ήταν σαν να μπήκαν τίτλοι τέλους στο όραμα αυτών που ήλπιζαν ότι η γενιά του 2004 θα ενεργοποιηθεί και θα στελεχώσει το εθνικό ποδόσφαιρο. Από τότε, μέχρι σήμερα, και για πάντα αυτό θα παραμείνει στα χέρια αυτών που θέλουν να το έχουν στο χέρι και όχι να το αφήσουν να γίνει κανονικό ποδόσφαιρο.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.