Ένας αυτοδίδακτος θρύλος του ποδοσφαίρου
Δεν μου αρέσουν, και γι’ αυτό δεν είμαι καλός στους επικήδειους. Από την άλλη όμως το αντιλαμβάνομαι ως χρέος να παραδίδω την σκυτάλη της φήμης των μεγάλων του παρελθόντος στους επόμενους, ειδικά όταν πρόκειται για ποδοσφαιριστές των οποίων τα επιτεύγματα δεν “σώζονται” με όρους YouTube. Και ο Μίμης Παπαϊωάννου είναι αυτής της κατηγορίας. Δυστυχώς για εκείνον, έπαιξε ποδόσφαιρο σε μια εποχή που στην Ελλάδα δεν ήταν επαγγελματικό, και γι’ αυτό με όρους υλικούς δεν εξαργύρωσε την ποιότητα των υπηρεσιών του. Δυστυχώς για όλους εμάς, τους μεταγενέστερους, το τηλεοπτικό υλικό της εποχής του Παπαϊωάννου δεν σώθηκε στο όλον και γι’ αυτό δεν αναμεταδίδεται σήμερα στο βάθος που να σε βοηθά να τον γνωρίσεις, τον ποδοσφαιριστή, καλά σήμερα.
Μου είναι αδύνατο να περιγράψω και να αναλύσω σε βάθος τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού του, επειδή δεν τον είδα ζωντανά να παίζει στα χρόνια της ακμής του. Τον είδα “παλαίμαχο”, όταν ακόμη μπορούσες εύκολα να αντιληφθείς εκτός από τις τεχνικές δεξιότητες με το αριστερό του πόδι και την ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι και να κινείται χωρίς την μπάλα για να επιτεθεί στον κενό χώρο και να τοποθετηθεί στον gold zone για να σκοράρει. Δεν τα έζησα όμως τα άλματά του, για να αναλύσω την μηχανική που του επέτρεπε να “μένει” στον αέρα. Μπορώ όμως εύκολα να μεταφέρω την εξήγηση σχετικά με το πώς κατάφερε στην δεκαετία του ’60 να γίνει κάποιος που ξεχώρισε και ήθελε να αποκτήσει η Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Παπαϊωάννου ήταν δεκαετίες μπροστά από την εποχή του με όρους επαγγελματικής νοοτροπίας. Χωρίς να του το εξηγήσει κανείς σε βάθος, κατανόησε τη σημασία και την επίδραση που θα είχε στην καριέρα του η επιλογή να δουλέψει για να γίνει καλός αθλητής. Και ως περίπου αυτοδίδακτος έγινε τέτοιος. Έδωσε σημασία στην υποστηρικτική προπόνηση, στην δουλειά στο γυμναστήριο, στην διατροφή, στην ανάπαυση, τον ύπνο, την παρακολούθηση του σωματικού βάρους, στο λίπος, σε παραμέτρους που μπήκαν στην ζωή του ποδοσφαίρου δεκαετίες αργότερα, όταν έγινε επαγγελματικό. Και σκέφτηκε πολύ για να βρει πεδίο βελτίωσης στην κίνησή του χωρίς την μπάλα. Το άκουσε μια φορά από τον Φέρεντς Πούσκας και το έκανε κτήμα του. Έκανε τακτικές ενέργειες μακριά από την μπάλα σε μια εποχή που το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν ακόμη στατικό.
Πώς τα πέτυχε αυτά; Βάζοντας στον εαυτό του διαρκώς την “πώς μπορώ να γίνω καλύτερος;” ερώτηση, σε μια εποχή που ήδη είχε ξεχωρίσει. Αξιοποίησε την τύχη της συνάντησής του με τον Κώστα Νεστορίδη και ευεργετήθηκε από αυτή την καθοδήγηση. Και επειδή ήταν γενναιόδωρος σε αυτό, αντιλήφθηκε ως υποχρέωση να παραδώσει τη σκυτάλη των εμπειριών στον Θωμά Μαύρο, σε μια μαγική αλυσίδα που κράτησε από τον Νεστορίδη μέχρι τον Ντέμη Νικολαΐδη.
Η αδιανόητη τύχη που είχαμε, οι δημοσιογράφοι, στην διάρκεια της δεκαετίας του ’90, ήταν να έχουμε ως συνταξιδιώτη στα ταξίδια για να καλύψουμε τους εκτός έδρας ευρωπαϊκούς αγώνες της ΑΕΚ τον Παπαϊωάννου, ο οποίος ταξίδευε ως σχολιαστής για λογαριασμό ενός δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού. Κάπως έτσι είχαμε την ευκαιρία να περνάμε πολλές ώρες κουβεντιάζοντας με έναν θρύλο του ελληνικού ποδοσφαίρου που συμπεριφερόταν με την απλότητα ακόμη ενός μέλους μιας παρέας. Κάπως έτσι μας παρέδιδε μαθήματα νοοτροπίας - είχες μπροστά σου ένα ζωντανό παράδειγμα ποδοσφαιριστή που μεγαλούργησε και γι’ αυτό μια μεγάλη ευκαιρία να ανακαλύψεις τα “γιατί”.
Αυτή την ευκαιρία το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν την αξιοποίησε ποτέ με τους μεγάλους του. Δεν το έκανε με τον Μίμη Παπαϊωάννου, όπως δεν το κατόρθωσε ούτε με τον Δομάζο, τον Σιδέρη, τον Κούδα, ούτε με τους μεταγενέστερους θρύλους του. Δεν νοιάστηκε ποτέ να τους αξιοποιήσει προκειμένου να αλλάξει την επικρατούσα αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας για το ποδόσφαιρο, ούτε για να προσελκύσει περισσότερα νέα παιδιά στο ποδόσφαιρο, ούτε για να αναθρέψει καλύτερα τους νέους ποδοσφαιριστές, φέρνοντάς τους σε επαφή με αυτούς τους θρύλους.
Την δουλειά που έκανε σε αυτό το κομμάτι ο Παπαϊωάννου μόνος του, με την υποστήριξη του δήμου Άνω Λιοσίων, την έκανε μόνος - δίχως την υποστήριξη του εθνικού ποδοσφαίρου. Το εθνικό ποδόσφαιρο χρησιμοποίησε για λίγο τις υπηρεσίες του, τον καιρό που βρέθηκε στην Εθνική Ομάδα ως βοηθός προπονητή, μέχρι μια μέρα που απλώς έμαθε ότι δεν τον χρειάζονται άλλο. Ένας από τους φανατικότερους οπαδούς της Εθνικής Ομάδας, διότι τέτοιος ήταν και μάλιστα ως ένας από τους πρώτους της δικής του εποχής, μιας εποχής κατά την οποία η Εθνική δεν ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή για τον μέσο ποδοσφαιριστή επειδή δεν την αγαπούσαν και δεν την είχαν σε υπόληψη ούτε οι σύλλογοι ούτε οι φίλαθλοι, έμαθε μια μέρα ότι απλώς δεν τον χρειάζονται. Επειδή δεν ήξεραν, ούτε νοιάζονταν να μάθουν πώς μπορούν να τον αξιοποιήσουν προκειμένου να τον εκμεταλλευτεί το ποδόσφαιρο. Διότι το ελληνικό ποδόσφαιρο συμπεριφερόταν πάντα όπως συμπεριφέρεται τις τελευταίες περίπου δύο δεκαετίες που κοιτάζει αυτούς που κατέκτησαν το Euro 2004 και δεν ξέρει πώς να τους αξιοποιήσει προς όφελός του.
Θα θυμάμαι πάρα πολλά από τον Μίμη Παπαϊωάννου. Πιθανόν περισσότερο από όλα όμως την αξιοπρέπειά του. Στα χρόνια μετά την ποδοσφαιρική καριέρα δεν υπήρξε ποτέ κάποιος, ή τουλάχιστον εγώ δεν τον κατάλαβα ποτέ ως κάποιον που προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή ή να σε πείσει για την ποδοσφαιρική αξία του. Υπήρξε διαχρονικά το αντίθετο κάποιου που απαιτεί, προσπαθεί ή και παρακαλάει για να πάρει το χειροκρότημα και την απόδοση τιμών. Γι’ αυτό και η ιστορία της ανάδειξής του σε κορυφαίο Έλληνα ποδοσφαιριστή από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) τον Δεκέμβριο του 1998 του είχε φωτίσει το πρόσωπο. Έπαψε να υπάρχει η ανάγκη να πείθει τους μεταγενέστερους για την αξία του. Υπήρχε μια αντικειμενική διάκριση για να τον ξεχωρίζει και να μη τον βάζει στη διαδικασία της σύγκρισης και της πειθούς.
Μεγάλωσε με το προσωνύμιο “βλάχος”. Σε χρόνια που αυτό το προσωνύμιο το κολλούσαν σε κάποιον για να του προσδώσουν τον μειωτικό ορισμό. Η ιστορία όμως θα τον καταγράψει ως έναν θρύλο του ποδοσφαίρου που υπήρξε όσο κύριος και “πολιτισμένος” ήταν εντός αγωνιστικών χώρων κάποιος που δεν αποβλήθηκε ποτέ και υπηρέτησε το “ευ αγωνίζεσθαι” μέχρι το σημείο του να βοηθά έναν διαιτητή να ακυρώσει ένα γκολ υπέρ της ομάδας του. Ο σεβασμός που εισέπραττε διαχρονικά από τους σύγχρονους του, τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους, μου έκανε πάντοτε μεγάλη εντύπωση από μακριά. Όταν τον γνώρισα κατάλαβα ότι δεν ήταν … μάρκετινγκ. Ήταν κάποιος για να τον σέβεσαι και να τον θαυμάζεις για όσα πέτυχε μόνος του, με το μυαλό του. Ένα παιδί που δεν έβγαλε το σχολείο κι όμως λειτούργησε ως επαγγελματίας σε εποχή του ερασιτεχνισμού και βρέθηκε, ποδοσφαιρικά, πολύ μπροστά από την εποχή του.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.