Ο Ανδρέας θα γινόταν Πανιώνιος, ακόμη κι αν ήταν άλλη ομάδα μικρός
Ατόφιες οπαδικές ιστορίες ανθρώπων που αγαπούν το ποδόσφαιρο, τον τόπο τους και τις ομάδες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μαζί του. Διατηρούν τον ρομαντισμό και τη σχέση, ακόμα κι αν η αίγλη του παρελθόντος έχει ξεθωριάσει. Γνωρίστε τις στους "Local Fans", τη στήλη του Gazzetta!
Ο μπαμπάς Ολυμπιακός αλλά εκείνος Πανιώνιος
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κουκάκι. Στη Μακρυγιάννη, ψηλά. Ο πατέρας μου ήταν Ολυμπιακός. Το πρώτο ματς που παρακολούθησα από κοντά στη ζωή μου ήταν στο Καραϊσκάκη. Δεν κόλλησα ποτέ, όμως, με τη συγκεκριμένη ομάδα.
Από 10 χρονών παιδί δηλώνω Πανιώνιος. Ίσως, έχει να κάνει με τον θείο μου και τον ξάδερφό μου, που επίσης ήταν Πανιώνιοι, και με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί. Ίσως, λόγω γειτνίασης.
Εγώ, όμως, πιστεύω πως έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μου. Όλοι οι Πανιώνιοι είμαστε συνειδητοποιημένοι. Δεν πάμε για τα πρωταθλήματα. Πάμε για τη χαρά του παιχνιδιού, για την αίσθηση της κοινότητας, για τέτοια πράγματα.
Το πρώτο ματς που είδα από κοντά ήταν τη σεζόν 1972/73. Είχαμε την καλύτερη ομάδα τότε. Είχαμε κερδίσει την Ατλέτικο Μαδρίτης, που την επόμενη χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Η σχέση μου με το γήπεδο ήταν πολύ στενή. Στα 11 μου, γκρέμισαν το σπίτι του παππού μου και μετακομίσαμε στη Νέα Σμύρνη, δύο στενά μακριά από το γήπεδο. Πήγαινα με τα πόδια, να φανταστείς. Έβλεπα προπονήσεις, την προετοιμασία τα καλοκαίρια που ήμουν στην Αθήνα. Ήταν σαν παιδική χαρά για μένα.
Η Μπαρτσελόνα και ο Παναργειακός
Από τότε μέχρι σήμερα, μπορώ να πω ότι έχω χάσει πολύ λίγα παιχνίδια της ομάδας. Δεν έβλεπα Πανιώνιο μόνο όταν ήμουν εξωτερικό, ή όταν είχα κάποιο ταξίδι που δεν μπορούσε να ακυρωθεί. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, θυμάμαι το Κύπελλο με τον Παναθηναϊκό, το ταξίδι στη Σοσό, το οποίο έκανα οδικώς από το Παρίσι, τον αγώνα με τη Λάτσιο, την πρόκριση κόντρα στην Ουντινέζε, το ματς με την Μπαρτσελόνα.
Τότε ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου που είδα από κοντά τον Ροναλντίνιο. Καθόμουν στη Θύρα 4 και τον είχα μπροστά μου. Ήταν δέκα ταχύτητες πάνω από όλους τους δικούς μας ποδοσφαιριστές. Και όχι μόνο εκείνος. Να σου θυμίσω ότι σε εκείνη την ομάδα έπαιζε επίσης ο Τσάβι, ο Ινιέστα, ο Ετό.
Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι το εξής: έκαναν πασούλες για αρκετά λεπτά μεταξύ τους. Με το που ο Τσάβι χτυπούσε τα χέρια του, εκείνοι άρχισαν να τρέχουν μανιασμένοι και να βάζουν γκολ όποτε θέλουν. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο στη ζωή μου. Και μετά πάλι πασούλες. Ήταν η αρχή της ομάδας που είδαμε να κυριαρχεί τα επόμενα χρόνια στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Για μένα, όμως, είναι το ίδιο. Είτε παίζουμε με την Μπαρτσελόνα για το Κύπελλο UEFA, είτε με τον Παναργειακό για την τρίτη κατηγορία. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά νιώθω ότι η φλόγα του Πανιωνίου είναι διαφορετική από των άλλων ομάδων.
Ασφαλώς υπάρχει μεγάλη απογοήτευση και γκρίνια. Είμαστε πρωταθλητές σε αυτή. Δηλαδή πιστεύω ότι αν μείνει ένας Πανιώνιος πάνω στη γη, θα τσακωθεί με τον εαυτό του. Θα τον κοιτάει στον καθρέφτη και θα ανταλλάζει χαρακτηρισμούς μαζί του.
Τώρα πέρα από την πλάκα, τα πράγματα είναι άσχημα. Είναι πολλά τα χρόνια πια μακριά από την πρώτη κατηγορία. Δεν είναι σαν τις άλλες φορές. Και το 1992 και το 1996 πέσαμε αλλά ανεβήκαμε κατευθείαν. Υπάρχει πολύς κόσμος που απέχει, που δεν αντέχει άλλο την καζούρα ότι είμαστε ομάδα της γειτονιάς.
«Βλέπεις συνοπαδό σου στον δρόμο και τον αισθάνεσαι συγγενή σου»
Σε μένα βέβαια λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα. Και αυτό γιατί βλέπω ότι ο Πανιώνιος έχει παρουσία ακόμη και αν παίζουμε στον Άγιο Νικόλαο στην Κρήτη. Ο Πανιώνιος είναι παντού. Θα σου πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Είχα πάει διακοπές ένα καλοκαίρι στους Λειψούς. Εμένα μου αρέσει πάντα τη δεύτερη μέρα, να φορά μια μπλούζα με τα διακριτικά του Πανιωνίου και να τριγυρνάω στο νησί. Έψαχνα, λοιπόν, να βρω τσιγάρα. Είχε μόνο ένα παντοπωλείο που παράλληλα λειτουργούσε ως ουζερί και μπαρ τα βράδια.
Με το που μπήκα, πετάχτηκε ένας άνθρωπος και άρχισε να φωνάζει: «έλα ρε Πανιωνάρα, έχω να δω ενάμιση χρόνο την ομάδα». Ε, με αυτόν τον άνθρωπο γνωριστήκαμε και κάναμε παρέα.
Αυτό το δέσιμο που έχουμε μεταξύ μας οι Πανιώνοι δεν το συναντάς εύκολα. Βλέπεις κάποιον στο δρόμο και τον αισθάνεσαι σαν συγγενή σου. Είναι φοβερό αυτό. Στο γήπεδο ουσιαστικά πηγαίνω για να δω ανθρώπους που δεν θα τους δω πουθενά αλλού.
Μετά το ματς πηγαίνουμε για τσίπουρα, για φαγητό. Μια παρέα. Το δέσιμο με την ομάδα είναι θεωρώ η μόνη αναγωγή στην παιδική ηλικία, στην πρώτη κοινωνικοποίηση. Δεν είναι συνήθεια, είναι καύλα.
Η οργανωμένη κερκίδα, το No Politica και η βία που δεν χωράει στο μυαλό του
Δεν υπήρξα ποτέ οργανωμένος, παρόλο που οι Πάνθηρες δημιουργήθηκαν ακριβώς στα χρόνια μου. Έχω ένα μότο: «δεν έχω οργανωθεί πουθενά, ούτε καν στον Πανιώνιο». Δεν απέχω, δίπλα είμαι. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με την υπόλοιπη ζωή και καθημερινότητά μου. Ταξίδευα συχνά, ζούσα στο εξωτερικό.
Θεωρώ ότι η κερκίδα είναι σύμφυτη έννοια με την ιδεολογία. Για μένα δεν υφίσταται No Politica στο ποδόσφαιρο. Ο Πανιώνιος δηλαδή ήταν ανέκαθεν μια αντιφασιστική ομάδα. Και πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά. Είναι μια ομάδα που το σήμα της είναι πρόσφυγας. Που ήρθε μαζί με τους αθλητές του μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν το χωράει το κεφάλι μου. Και εγώ είχα φάει πέτρες στη Θεσσαλονίκη. Σε ένα ματς στη Γλυφάδα κόντρα στην ΑΕΚ για το μπάσκετ, φυγαδεύτηκα με το αμάξι του Λινάρδου για να γλιτώσω. Τσαμπουκάς στο γήπεδο υπήρχε και τότε. Όχι, όμως ραντεβού, μαχαίρια, στειλιάρια, να σου τρυπήσουν τις αρτηρίες. Μετά τη δεκαετία του ‘90 ήρθαν αυτά.
Αργά ή γρήγορα η ομάδα θα επιστρέψει εκεί που ανήκει. Στη διοίκηση της ομάδας είναι παιδιά μέσα από τους Πάνθηρες, τα οποία δεν πρόκειται να αφήσουν τον Πανιώνιο να διαλυθεί. Προσπαθούν να ελέγξουν τα χρέη και το έχουν καταφέρει σε μεγάλο βαθμό.
Ο σύλλογος έχει πάνω από 3 χιλιάδες ενεργούς αθλητές, περισσότερους από κάθε άλλη ομάδα. Ο Πανιώνιος είναι το κύτταρο του αθλητισμού στη χώρα από τότε που ιδρύθηκε. Αυτό που λέω είναι ότι η ομάδα πτώχευσε, δεν πέθανε. Δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μέγεθος.
Η αγάπη για τον Εστογιανόφ και τα γενέθλια μαζί με την ομάδα
Ο αγαπημένος μου παίκτης όλων των εποχών είναι ο Βασίλης Μωραϊτέλης. Ήταν παιχταράς και πολύ αδικημένος. Δεν πήρε ποτέ μεταγραφή. Από εκεί και πέρα βάζω τον Θωμά Μαύρο. Όταν έφυγε θυμάμαι που ο κόσμος έκανε έρανο για να μείνει. Ο πατέρας του, όμως, επέμενε.
Και φυσικά τον Εστογιανόφ. Έχω σκύλο που λέγεται Λόλο εξαιτίας του. Όλοι μας πάθαμε παροξυσμό όταν ήρθε ο Ρεκόμπα, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Ήταν σαν να είχαμε πάρει ναρκωτικά. Αλλά ο άλλος ήταν καλλιτέχνης. Και πόσα δεν έχετε δεις εσείς. Πραγματικά, ανατριχιάζω όταν το σκέφτομαι.
Εμείς πάντα δενόμαστε με τους παίκτες μας. Δεν τους βλέπουμε μισθοφόρους. Σήμερα, τρέφω μεγάλη αγάπη για τον Διονέλλη, τον Ιγνατίδη. Σε κάθε εντός έδρας παιχνίδι μαζευόμαστε πάνω από 1500 άτομα. Και οι ποδοσφαιριστές τρελαίνονται με αυτό. Και οι αντίπαλοι το σέβονται. Καταλαβαίνουν τι σημαίνει να παίζεις κόντρα στον Πανιώνιο. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί που αισθάνονται ότι, τώρα που βρήκαν τον γίγαντα στην παρακμή, θα πρέπει να τον πατήσουν. Είναι λίγοι όμως.
Έχω δύο γιους. Ο μικρός τον πονάει το διάφραγμα γιατί δεν αντέχει να τον βλέπει να παίζει με τα χωριά και τις ενορίες. Ο μεγάλος είναι λίγο άμπαλος. Κουλτουριάρης, καλλιτέχνης. Είναι, όμως, Πανιώνιος και ας μην το παραδέχεται. Θυμάμαι είχε έρθει σε ένα ματς στο Άργος και πανηγύρισε το γκολ περισσότερο από εμένα.
Για μένα, λοιπόν, Πανιώνιος είναι ιδέα. Μπορεί αν είχα γεννηθεί στο Περιστέρι ή στην Κηφισιά, να μην είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με την ομάδα. Αλλά θα το έκανα μεγαλώνοντας. Κάποτε θα γινόμουν. Άλλωστε έχω την ίδια μέρα γενέθλια. 14 Σεπτεμβρίου. Αν αυτό δεν είναι κάρμα, τότε τι είναι;
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.