«Με έλεγαν φάντομ αλλά ήξερα ότι δεν είμαι σιδερένιος»: Τη μέρα που συνάντησα έναν θρύλο, τον Νίκο Σαργκάνη
Δεν μεγάλωσα βλέποντας τον Νίκο Σαργκάνη στα γήπεδα. Κάθε φορά, όμως, όταν έπεφτε το όνομά του στο τραπέζι, έβλεπα τον ενθουσιασμό των γηραιότερων γύρω μου. Για τους περισσότερους ήταν κάπως ξεκάθαρα τα πράγματα στο μυαλό τους: ο Νίκος Σαργκάνης ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας που είχαν δει ποτέ εν ζωή στην Ελλάδα.
Έκατσα και είδα φάσεις στο YouTube. Είδα τη μαγική εμφάνιση στη Δανία, είδα το τελευταίο πέναλτι στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος το 1988, είδα το μπλοκάρισμα της μπάλας στο γάμα της εστίας. Ένα πραγματικό Φάντομ, όπως και ήταν το προσωνύμιό του.
Όταν έφτασε η ώρα να τον πάρω τηλέφωνο για να κάνουμε εκείνη τη συνέντευξη, το άγχος μου είχε φτάσει στον Θεό. Ούτε κι εγώ ξέρω πόσο γρήγορα του είπα στο τηλέφωνο, ποιος είμαι και τι θέλω να κάνω. Εκείνος, όμως, ήταν πολύ προσιτός και ευγενικός από την αρχή. «Θα έρθεις να με βρεις στο Πάρκο Γουδί, εκεί που κάνω προπονήσεις στα παιδιά» μου είπε.
Ήταν εκεί στην ώρα του. Φορούσε ένα γκρι παντελόνι, ένα σιέλ πουκάμισο και ένα μαύρο τζάκετ. Κάτσαμε στο κυλικείο του γηπέδου. Ένα κυλικείο, όμως, που δεν έμοιαζε με όλα τα άλλα γιατί στους τοίχους του είχε παντού κρεμασμένες κάδρα με φωτογραφίες από την καριέρα του. Από όλες τις ένδοξες ημέρες του και τις αποκρούσεις που τον καθιέρωσαν στη συνείδηση όλων ως έναν από τους κορυφαίους κίπερ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αν όχι ο κορυφαίος.
«Αν ξαναπατήσεις στο γήπεδο, θα σου κόψω τα πόδια»
Εκείνος, όμως, στάθηκε σε μια γωνιά και μου έδειξε μια μεγάλη εικόνα. Ήταν από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του στον Ηλυσιακό. Την ομάδα που την ανέδειξε και την ομάδα που συνέχιζε να υποστηρίζει ενεργά μέχρι το τέλος. Είναι πραγματικά απίστευτο, αλλά ο Σαργκάνης έπαιξε τέρμα κατά τύχη.
«Στην αρχή έπαιζα μέσα. Σε ένα ματς στην Καισαριανή, όμως, ο τερματοφύλακας της ομάδας δεν τα πήγε και τόσο καλά. Σκέφτηκα τότε: γιατί να μην παίξω και εγώ; Πήγα, το ζήτησα από τον προπονητή και εκείνος δέχτηκε.
Ήμουν γύρω στα 16 τότε. Το γήπεδο ήταν ξερό, είχε πολλές πέτρες κάτω. Εγώ φορούσα μια κοντομάνικη μπλούζα. Για γάντια, ούτε ζήτημα. Έκατσα στην εστία και άρχισα να πέφτω δεξιά, να πέφτω αριστερά, να προσπαθώ να αποκρούσω τα σουτ. Όλα αυτά για να του αποδείξω ότι μπορώ.
Το αποτέλεσμα ήταν να γίνω λες και με είχαν σφάξει. Τα χέρια μου, τα πόδια μου, το πηγούνι μου. Τι να σου λέω. Πήγα, πλύθηκα κάτω από μια βρύση και γύρισα στο σπίτι. Τότε με είδε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου που ήμουν μέσα στα αίματα.
“Αν ξαναπατήσεις στο γήπεδο, θα σου κόψω τα πόδια” μου είπε. Αυτά ήταν τα λόγια του. Εγώ, όμως, το έκανα επειδή το αγαπούσα. Επειδή το έβλεπα ως παιχνίδι. Όταν, λοιπόν, άκουσα τον πατέρα μου να μου τα λέει όλα αυτά, δεν ξέρω, σαν να πεισμάτωσα» θυμόταν.
Κι ύστερα ήρθε η Καστοριά. Η καθιέρωση, το Κύπελλο, η αγάπη από τον κόσμο. Δεν ήταν, όμως, όλα εύκολα από την αρχή. «Υπολόγιζα πως θα ήταν ένα γήπεδο με χορτάρι. Νόμιζα ότι θα γινόμουν καλύτερος αγωνιζόμενος υπό κανονικές συνθήκες. Στην Καστοριά έφτασα βράδυ. Πήγα, κοιμήθηκα και την επομένη, επισκέφτηκα το γήπεδο. Όταν είδα ότι ήταν πιο ξερό και από του Ηλυσιακού, με έπιασε μεγάλη απογοήτευση. Μέχρι που ήθελα να φύγω. Δεν μπορούσα, όμως, να κάνω διαφορετικά.
Οι Καστοριανοί με ήθελαν πολύ. Θυμάμαι, είχαν φτάσει έξω από τα γραφεία με έξι Μερσεντές. Γουναράδες, πολλά χρήματα. Είπανε πως ήρθαν να με πάρουν, όχι να το διαπραγματευτούν.
Το μόνο μειονέκτημα ήταν το ξερό γήπεδο. Μόνο εκεί και στη Λάρισα υπήρχε κάτι τέτοιο. Όλες οι άλλες ομάδες είχαν χορτάρι. Έτσι, λοιπόν, και εγώ προπονούμουν σε ένα λιβάδι, δίπλα στις αγελάδες. Βρήκαμε ένα χώρο μαζί με τους υπόλοιπους τερματοφύλακες και κάναμε εκεί τις ασκήσεις μας».
«Με έλεγαν φάντομ, αλλά ήξερα ότι δεν είμαι σιδερένιος»
Ήξερε βέβαια ότι το μέλλον του δεν ήταν εκεί. Ολυμπιακός, Εθνική, Παναθηναϊκός και τέλος Αθηναϊκός. Μου μίλησε για το βράδυ που έγινε Φάντομ. «Μετά από ένα από τα πρώτα ματς με τον Ολυμπιακό, με κάλεσε ο Αλκέτας Παναγούλιας στην Εθνική Ελλάδος. Στην προετοιμασία που κάναμε, λοιπόν, στην Αυστρία για τα ματς, ο Λευτέρης ο Πουπάκης, που ήταν ένας πολύ καλός τερματοφύλακας και εξαιρετικό παιδί, τραυματίστηκε. Τότε με έπιασε ο Παναγούλιας και μου είπε: “κύριέ μου, δε σε φέραμε εδώ για τουρισμό, αλλά για να παίξεις. Ορίστε”.
Το πρώτο μου επίσημο ματς ήταν κόντρα στη Δανία. Όλοι περίμεναν πως θα χάναμε πολύ εύκολα. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο οι Δανοί έδειχναν με τα δύο χέρια τα γκολ που θα τρώγαμε.
Κάναμε ένα φοβερό παιχνίδι, όλη η ομάδα. Είχα και εγώ καλή απόδοση. Οι θεατές τραβούσαν τα μαλλιά τους. Το ίδιο συνέβη και με την απόκρουση. Τη θυμάμαι πολύ καλά. Έγινε μπαμ μπαμ. Αυτά δεν μπορείς να τα εξηγήσεις με λόγια γιατί είναι φάσεις της στιγμής. Λειτούργησε, θεωρώ, κατά πολύ το ένστικτο.
Τελικά κερδίσαμε και στη συνέντευξη τύπου ο προπονητής της Δανίας είπε απευθυνόμενος προς τον Παναγούλια: “συγχαρητήρια για το αποτέλεσμα που φέρατε αλλά δεν παίξαμε επί ίσοις όροις το παιχνίδι”. “Γιατί;” τον ρώτησε ο Παναγούλιας. “Γιατί έφερες ένα φάντομ και εμείς παίζαμε με νορμάλ ανθρώπους”. Έτσι βγήκε το προσωνύμιο.
Εντάξει, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να ακούς μια τέτοια κουβέντα, ειδικά από τα χείλη ενός ξένου προπονητή. Όταν, όμως, έχεις αυτογνωσία καταλαβαίνεις πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Δεν είμαι σιδερένιος».
«Αισθάνομαι ευλογημένος που ασχολούμαι με παιδιά. Είναι η ψυχοθεραπεία μου»
Το τελευταίο του μεγάλο ματς ήταν στο Ολντ Τράφορντ. Το βράδυ που ο Αθηναϊκός κοίταξε στα μάτια για περισσότερα από 100 λεπτά τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο Νίκος Σαργκάνης δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το παιχνίδι.
«Δεν είχα παίξει ποτέ ξανά μέχρι τότε στο συγκεκριμένο γήπεδο. Παρά μόνο στο Γουέμπλεϊ, με την εθνική ομάδα, που φέραμε ισοπαλία. Θυμάμαι όταν μπήκα μέσα και έπεσα πάνω στο μουσείο της ομάδας. Με τους μπέμπηδες, με τα τρόπαια. Τα έβλεπα όλα αυτά και με έπιανε δέος. Η τρίχα ήταν κάγκελο.
Χάσαμε γιατί δεν μπορέσαμε να αντέξουμε άλλο αυτή την πίεση. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως εκείνη την εποχή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είχε την καλύτερη ομάδα στην Αγγλία. Όταν φτάσαμε στην παράταση, δύο παίκτες μας βγήκαν εκτός με θλάση. Δεν άντεξαν μυϊκά τα παιδιά. Το χαρήκαμε, όμως, πολύ αυτό το παιχνίδι.
Ο κόσμος μάς φέρθηκε πολύ ωραία. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως μια νεοφώτιστη ελληνική ομάδα σαν τον Αθηναϊκό, θα τους έφερνε τέτοια αντίσταση. Δεν υπάρχει καμία αποδοκιμασία. Τουναντίον, μας χειροκροτούσαν κιόλας όταν κάναμε μια καλή ενέργεια.
Όσο δεν έμπαινε γκολ, αυτή η βουβαμάρα μού έπαιρνε τα αυτιά. Και η βοή μετά από κάθε μεγάλη φάση. Στο τέλος μάς έδωσαν όλοι οι παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συγχαρητήρια. Τότε αισθάνθηκα πόσο μακριά είμαστε στην Ελλάδα από την πραγματικότητα του ποδοσφαίρου».
Μπορεί να σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ποτέ όμως δεν έφυγε από τα γήπεδα. Το όνειρό του ήταν να φτιάξει μια ακαδημία τερματοφυλάκων. Και το έκανε. Έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στον Μάνουελ Νόιερ, ο οποίος, κατά τον ίδιο, ήταν ο κίπερ που άλλαξε τη θέση και ένιωθε ευλογημένος που ασχολείται με παιδιά. «Είναι η ψυχοθεραπεία μου. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή έρχομαι για προπόνηση και όλο αυτό μου δίνει ζωή».
Όταν τελείωσε η συνέντευξη κάναμε μια βόλτα στο πάρκο για να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες. Άλλοι τον γνώριζαν και του μιλούσαν, κι άλλοι έλεγαν στα παιδιά τους για το ποιος είναι αυτός ο κύριος με το πουκάμισο. Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν ξανά εκεί στο Πάρκο. Στάθηκε για μερικά λεπτά πριν την προπόνηση, για να πάρει το περιοδικό που ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στη ζωή του και να μου υπογράψει ένα.
Μετά από μερικούς μήνες τον πέτυχα πάλι. Αυτή τη φορά όμως στο Δημοτικό Στάδιο Ζωγράφου σε ένα παιχνίδι του Ηλυσιακού. Εκεί δίπλα στην πρώτη του και μεγάλη αγάπη.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.