Το επιτυχημένο παράδειγμα της Μπενφίκα για την αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου
Το βράδυ της Τρίτης η Μπενφίκα έστησε μια φιέστα, απέναντι στην Μπριζ, στο “Ντα Λουζ” για την πρόκρισή της στην προημιτελική φάση του Champions League. Αν κανείς μείνει εστιασμένος στην φετινή πορεία της, θαυμάζει μια ομάδα, η οποία ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου Αυγούστου την περιπέτειά της στα προκριματικά με κύριο όραμα το να φτάσει μέχρι την φάση των ομίλων και σήμερα γιορτάζει την παρουσία της στους “8”. Δηλαδή κοιτάζεις την επίτευξη του αθλητικού στόχου σε μια μεταβατική σεζόν, δεδομένου ότι άλλαξε προπονητή και αυτό αρκεί για να κρίνεις ότι η επιλογή του Ρόγκερ Σμιντ “βγήκε”, ή τουλάχιστον “βγαίνει”, δεδομένου ότι η Μπενφίκα προπορεύεται με απόσταση 8 βαθμών από την δεύτερη Πόρτο στο πορτογαλικό πρωτάθλημα.
Κάνοντας ένα βήμα πίσω, ο θεατής βλέπει τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή τον μετασχηματισμό της “ψωνίζω τους “γκαλάκτικος” των κυβικών μου” Μπενφίκα σε ένα κλαμπ που άλλαξε επιχειρηματικό μοντέλο και επιχείρησε με συνέπεια να αναδεικνύει και να πουλά ακριβά ποδοσφαιριστές.
Αφήνοντας στην άκρη όσα κάνει η Μπενφίκα με συνέπεια στην διάρκεια της τελευταίας 15ετίας, που έχει αναδειχθεί σε έναν εκ των μεγαλύτερων πωλητών, σε αριθμό ποδοσφαιριστών και σε τζίρο, στην Ευρώπη, έχει νόημα να εστιάσει κανείς στα όσα συμβαίνουν στην διάρκεια των τελευταίων περίπου 15 μηνών, δηλαδή από τότε που ο Ρουί Κόστα εξελέγη, με 84.5% των ψήφων, πρόεδρος (Οκτώβριος 2021). Λίγο προτού κλείσει τα 50 του, ο πρώην σούπερ σταρ της Μπενφίκα, ο οποίος λειτουργούσε στην διοίκηση για περίπου 13 χρόνια, πήρε επάνω του την ευθύνη να διοικήσει το κλαμπ.
Δεν είναι εύκολο να έχει κανείς ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με το πώς πηγαίνει, με όρους επιχειρηματικούς, η Μπενφίκα στον καιρό του Ρουί Κόστα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν έχει βοηθήσει και ο ίδιος καθώς δεν έχει δείξει μέχρι σήμερα μεγάλη συνέπεια στις εξαγγελίες που ήταν σχετικές με την διαφάνεια και με τον οικονομικό έλεγχο των πεπραγμένων των προηγούμενων ετών. Είναι όμως πολύ εύκολο να διαπιστώσει κανείς από μακριά ότι η Μπενφίκα έχει πλέον για τα καλά δημιουργήσει το παράδειγμα ενός μεγάλου συλλόγου που άλλαξε νοοτροπία και το κάνει επιτυχημένα, με μέτρο την επίτευξη των αθλητικών στόχων και τις πωλήσεις.
Οι οπαδοί της Μπενφίκα είχαν μάθει αλλιώς. Είχαν μάθει να ζουν με εντυπώσεις που δημιουργούσε ο προηγούμενος πρόεδρος, ο Λουίς Φελίπε Βιέιρα επί περίπου μια 20ετία, δηλαδή ζούσαν με τον πρόεδρο που “τα χώνει” και αγοράζει έτοιμους και δημοφιλείς ποδοσφαιριστές για να κάνει πρωταθλητισμό. Έμαθαν να ζουν με την αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι ο Βιέιρα δεν θα “τα σπρώχνει” για πάντα. Και τώρα μαθαίνουν να ζουν με τον Ρουί Κόστα, ο οποίος όχι μόνο δεν έταξε ότι θα βάλει λεφτά ή θα βασιστεί σε κάποιους που θα “τα χώσουν”, αλλά εξελέγη και επειδή υποσχέθηκε να μειώσει τον αριθμό των ποδοσφαιριστών και να χαμηλώσει τους μισθούς και τα έξοδα των μεταγραφών.
Η περίοδος της προεδρίας του Ρουί Κόστα δεν ξεκίνησε ρόδινα, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου (είχε αναλάβει ως προσωρινός από τον Ιούλιο του 2021) η Μπενφίκα δεν κατέκτησε κανέναν τίτλο και δεν πέτυχε κάποιον σημαντικό αθλητικό στόχο. Το περασμένο καλοκαίρι πούλησε τον Ντάργουιν Νούνιες, τον περασμένο Ιανουάριο πούλησε τον Εντσο Φερνάντες. Και αυτά τα έκανε ένας πρόεδρος που εξελέγη με προγραμματική δήλωση ότι θα επιχειρεί να κρατά για καιρό στην πρώτη ομάδα τους καλύτερους παίκτες που θα αναδεικνύονται από την “Seixal”, την ακαδημία της Μπενφίκα.
Σήμερα ο Ρουί Κόστα δεν σταματά να τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση και ανυπομονησία να “το ζήσει”, δεδομένου ότι βλέπει την ομάδα να επιτυγχάνει αθλητικούς στόχους και την ίδια ώρα να δημιουργεί νέες μεγάλες υπεραξίες, όπως τον 21χρονο σεντερ φορ Γκονσάλο Ράμος και τον 19χρονο στόπερ Αντόνιο Σίλβα.
Το μεγαλύτερο όφελος που αποκομίζει η Μπενφίκα μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία δεν είναι μόνο το σχετικό με την επίτευξη των αθλητικών στόχων ή με την αύξηση των εσόδων από τις πωλήσεις. Είναι και η νοοτροπία με την οποία μεγαλώνουν τόσο όσοι λειτουργούν εντός του κλαμπ όσο και αυτοί που υποστηρίζουν την Μπενφίκα - οι οπαδοί της. Τώρα όλοι βλέπουν πλέον ότι “γίνεται” να συνδυάζεις τον πρωταθλητισμό με την ανάδειξη και την πώληση ποδοσφαιριστών. Βλέπουν ότι “γίνεται” η ομάδα τους να παραμένει “μεγάλη”, με μέτρο την επίτευξη αθλητικών στόχων, και η εταιρεία που χρηματοδοτεί τα όνειρά τους να έχει τον τρόπο να συνεχίσει να τα χρηματοδοτεί δίχως να εξαρτάται από την τσέπη του μεγαλομετόχου της.
Στο ελληνικό ποδόσφαιρο κυκλοφορεί ένα ζωντανό παράδειγμα αυτής της αλλαγής νοοτροπίας. Ο Ζοσέ Μπότο, ο σημερινός αθλητικός διευθυντής του ΠΑΟΚ είναι κάποιος που το έζησε από μέσα το “πριν” και το “μετά” της Μπενφίκα, δουλεύοντας για αυτήν. Στελέχη με αυτή τη νοοτροπία, που κυκλοφορούν και ενεργούν με την αυτοπεποίθηση κάποιου που ξέρει ότι δεν θεωρητικολογεί αλλά εφαρμόζει επιτυχημένες πρακτικές μπορούν να βοηθήσουν τις ελληνικές ομάδες, μεγάλες ή μικρότερες, να αλλάξουν νοοτροπία - δηλαδή να ανοίξουν τα μάτια και να δουν ότι δεν υπάρχει άλλο καλύτερο μέλλον για μια ελληνική ποδοσφαιρική εταιρεία από αυτό.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.