Ρεκόρ Γραμμένο ήδη στην Ιστορία
Παρακολουθώντας την συμπεριφορά της Εθνικής ομάδας στο τελευταίο δεκάλεπτο του αγώνα με το Λιχτενστάιν, και αυτή την επιλογή που έκανε η ομάδα να μένει τόσο ψηλά στο τερέν και να παίζει οριζόντιες πάσες χωρίς ασφάλεια, ήρθαν, για ακόμη μια φορά τον τελευταίο καιρό, στο μυαλό μου ορισμένα από τα βασικά συστατικά της συνταγής της χρυσής 12ετίας που έζησε το εθνικό ποδόσφαιρο.
Μου ήρθαν στο μυαλό ορισμένα από τα λόγια που είχα ακούσει από τον Αντώνη Νικοπολίδη τον καιρό της μελέτης μου για την ανάλυση της μεθόδου του Οτο Ρεχάγκελ. Ειδικά αυτό το απόσπασμα του λόγου του, από το “Εξηγώντας το θαύμα”: “Λέγαμε στο Euro: μέχρι το 70΄, αν το παιχνίδι είναι 0-0, θα το κερδίσουμε. Δεν αλλάζουμε τίποτα. Συνεχίζουμε έτσι. Αν χάνουμε 1-0, πάλι δεν αλλάζουμε τίποτα, θα ισοφαρίσουμε. Θα συνεχίσουμε όπως είμαστε, και μετά το 70΄ θα αλλάξουμε λίγο, θα το κάνουμε μόνοι μας, θα βγούμε λίγο πιο μπροστά, θα ρισκάρουμε λίγο. Και ο προπονητής θα συμφωνήσει, το ξέραμε. Τα κάναμε μόνοι μας. Άρα, όταν έφτανε εκεί το ματς στο 60΄-70΄, κοιτούσες το ρολόι στον πίνακα και ήξερες ότι έχουμε το ματς στο 0-0, είχες λόγο να αναθαρρήσεις. Έπαιρνες κουράγιο. Σκεφτόσουν, πετύχαμε τον πρώτο μας στόχο, λειτουργεί το σχέδιό μας, τώρα μπορώ να κερδίσω. Νιώθαμε ότι όλα είναι υπέρ μας. Έτσι έγινε και με την Ισπανία, κύλησε το ματς χωρίς να πάρουμε ρίσκο, παρόλο που χάναμε, και μετά το 60΄ προσπαθήσαμε χωρίς πολύ ρίσκο, με την άμυνά μας, νιώθαμε ότι ελέγχουμε ακόμη το παιχνίδι, βρήκαμε την ευκαιρία, κάναμε το 1-1. “Μέχρι το 70΄, να είμαστε καλά”, έτσι έλεγε ο Ζαγοράκης, “θα το κερδίσουμε το ματς”. Υπήρχε αυτό».
Κρατάς τα παραπάνω λόγια στο μυαλό σου, κι ύστερα ρίχνεις μια δεύτερη ματιά στη φάση που γέννησε το ιστορικό γκολ του Λιχτενστάιν. Στο 85'ο λεπτό, με το 1-0, ένα τόσο εύθραυστο σκορ, το οποίο δημιουργεί μια ευνοϊκή συνθήκη σε συνδυασμό με το 1-2 της Ιταλίας στην Φινλανδία και μειώνει την απόσταση της Ελλάδας από τους Φινλανδούς στους 5 βαθμούς, με 4 παιχνίδια να υπολείπονται, ανάμεσα στα οποία είναι το Ελλάδα – Φινλανδία, η Ελλάδα αλλάζει οριζόντιες πάσες έχοντας όλους κι όλους δύο παίκτες, τους κεντρικούς αμυντικούς της, πίσω από την μπάλα.
Στον παλιό καιρό αυτή θα ήταν μια απαράδεκτη κατάσταση παιχνιδιού, την οποία δεν θα την είχε ζήσει η Εθνική διότι δεν θα το είχε επιτρέψει αυτό ούτε η επικοινωνία των ποδοσφαιριστών μεταξύ τους, ούτε και ο προπονητής.
Αυτή είναι η ιστορία του Ελλάδα – Λιχτενστάιν, δηλαδή ακόμη ενός πειράματος στη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας. Ενας καινούργιος προπονητής προσπάθησε μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, με 4-5 προπονήσεις ανάμεσα σε αγώνες, να μεταδώσει τη φιλοσοφία του και να δείξει στους ποδοσφαιριστές του πώς θέλει να παίζουν. Κι ενώ έφτασε το 80', είχαν χαθεί οι ευκαιρίες και το Λιχτενστάιν, ακολουθώντας την στρατηγική του, άλλαξε τακτική και τοποθέτησε τον μοναδικό γρήγορο επιθετικό του ανάμεσα στους στόπερ της Ελλάδας για να ψάξει τη στιγμή του, ο Τζον Φαν'τ Σιπ επέλεξε να αφήσει την ομάδα του να επιτίθεται απρόσεκτα.
Δεν μπορεί να κριθεί ο Ολλανδός προπονητής σε δύο παιχνίδια, για των οποίων την προετοιμασία είχε αθροιστικά τέσσερις προπονήσεις, οι οποίες ήταν οι πρώτες που έκανε στη ζωή του με αυτή την ομάδα. Ετσι κι αλλιώς, στη μεγάλη εικόνα ο σημερινός προπονητής δεν φέρει μερίδιο ευθύνης για αυτό που έχει συμβεί στην Ελλάδα στη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας. Στην πραγματικότητα την κύρια ευθύνη για αυτό που τραβάει η Εθνική εδώ και 5 χρόνια φέρουν αυτοί που την κατάντησαν ξανά κέντρο διερχομένων. Αυτοί που άλλαξαν 6 προπονητές σε 5 χρόνια, που άλλαξαν 5 φορές τον τεχνικό διευθυντή σε 5 χρόνια, αυτοί που διαρκώς ξεπατώνουν το επιτελείο της διεύθυνσης του εθνικού ποδοσφαίρου. Αυτοί που δεν παραιτούνται ποτέ.
Ο σημερινός πρόεδρος της ΕΠΟ έχει ήδη γίνει ο πρόεδρος των ρεκόρ. Εκανε συμβόλαιο στον Σκίμπε, τον έδιωξε και έκανε συμβόλαιο στον Αναστασιάδη, τον έδιωξε και έκανε συμβόλαιο στον Φαν'τ Σιπ. Τι να του πουν οι προκάτοχοί του; Ο Σαρρής, που δεν κράτησε τον Σάντος, πρόλαβε να διώξει μόνο τον Ρανιέρι, τον οποίο είχε επιλέξει, και να προσλάβει έναν δεύτερο, τον Μαρκαριάν. Ο Γκιρτζίκης έφαγε μόνο τον Μαρκαριάν και έφερε τον Σκίμπε. Ο Γραμμένος είναι ήδη ο πρόεδρος που έχει διώξει και προσλάβει τους περισσότερους προπονητές από οποιονδήποτε άλλον στη διάρκεια της τελευταίας 18ετίας. Κι αν κανείς λάβει υπόψη ότι όλα αυτά τα έχει καταφέρει σε διάστημα δύο ετών, αντιλαμβάνεται το μέγεθος του κατορθώματος.
Φυσικά τα ρεκόρ του Γραμμένου και της διοίκησής του δεν σταματούν εκεί. Κατέχουν ήδη και το ρεκόρ πρόσληψης και απόλυσης τεχνικών διευθυντών. Ο πρόεδρος της ΕΠΟ ξεκίνησε με τον Ζήση Βρύζα, στη συνέχεια τον άλλαξε με τον Αγγελο Μπασινά, κι ύστερα του είπαν να κάνει νέα αλλαγή και να αλλάξει τον Μπασινά με τους Κώστα Κωνσταντινίδη και Τάκη Φύσσα. Τρεις αλλαγές σε διάστημα 2ετίας. Και όχι μόνο. Ο Γραμμένος έγινε και ο πρώτος πρόεδρος στην Ιστορία που ζήτησε από προπονητή να επιλέξει τον τεχνικό διευθυντή, δημιουργώντας μια νέα σχολή ποδοσφαιρικού μάνατζμεντ. Απορώ πώς δεν έχει ήδη προσκληθεί από το “Johan Cruyff Institute” για να διδάξει πώς γίνεται αυτό το λάθος, ώστε να αποτελέσει και μια υπόθεση εργασίας παραδειγματικού λάθους στη διοίκηση μιας ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Αυτό το παράδειγμα προς αποφυγή πρέπει να διδάσκεται, δεν πρέπει να πάει χαμένο και αναξιοποίητο από τα πανεπιστήμια διοίκησης αθλητισμού.
Με ένα πρόχειρο search στο blog μου μπορεί κάποιος εύκολα να διαπιστώσει ότι όλα αυτά δεν κουράζομαι, με συνέπεια, να τα αναλύω και να τα σχολιάζω από το καλοκαίρι του 2014, πάντοτε εκ των προτέρων. Οσοι το κάνουμε, όσοι επιμένουμε να δίνουμε στην Εθνική ομάδα τη σημασία που της πρέπει, και προβλέπουμε τι θα συμβεί δεν είμαστε σοφοί, ούτε παντογνώστες. Απλώς συμβαίνει να είναι τόσο αδιάφοροι και τόσο ξένοι με το ποδόσφαιρο αυτοί που διοικούν το εθνικό ποδόσφαιρο.
Ο Γραμμένος, μαζί με τους Παναγιώτη Παπαχρήστου και Κωνσταντίνο Βρακά, που επιλέγουν προπονητές και τεχνικούς διευθυντές με την παραπάνω συχνότητα, είναι παράγοντες του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου. Και φυσικά είναι ερασιτέχνες παράγοντες, εμπειρικοί και αυτοδίδακτοι στη διαχείριση ζητημάτων της φύσεως που έχουν τα διοικητικά ζητήματα του ποδοσφαίρου των Ενώσεων. Τέτοιοι φυσικά είναι και όλοι οι υπόλοιποι που απαρτίζουν την Επιτροπή Εθνικών που έφτιαξε τον Οκτώβριο του 2017 ο Γραμμένος. Κανονικά κάπου εδώ πρέπει να σταματήσω να γράφω, διότι κάπου εδώ μένεις από λόγια.
Ολο αυτό που ζούμε στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας δεν με σοκάρει. Αν υπάρχει κάτι που με “ενοχλεί” είναι που δεν βλέπω τους ποδοσφαιριστές της χρυσής εποχής να εξεγείρονται εναντίον αυτών που έχουν καταστρέψει απολύτως όλο αυτό που εκείνοι έχτισαν με τις επιτυχίες τους. Οσο αυτοί μένουν σιωπηλοί, δεν υπάρχει κανείς να σταματήσει τα ρεκόρ των διοικήσεων που υπηρετούν άλλα οράματα στο ποδόσφαιρο και είναι ξένοι με το όραμα για την αναγέννηση της Εθνικής. Η δική τους φωνή θα ήταν ίσως η μόνη προοπτική δημιουργίας μιας εξέλιξης που θα ευνοούσε μια ουσιαστική αλλαγή στην νοοτροπία και την αντίληψη διοίκησης και διεύθυνσης των εθνικών ομάδων. Αν συνασπίζονταν, αν ένωναν τις δυνάμεις και τη φωνή τους, αν έβαζαν το “εγώ” των προσωπικών φιλοδοξιών και επιδιώξεων, κάτω από το “εμείς” της Εθνικής, πιθανόν να κατάφερναν να επιβάλλουν έναν νέο τρόπο διεύθυνσης της Εθνικής. Να κατάφερναν δηλαδή να την αποσυνδέσουν από την ΕΠΟ. Να δημιουργήσουν ένα αυτοδιοίκητο εντός του αυτοδιοίκητου, όπως συμβαίνει σε χώρες των οποίων οι ομοσπονδίες ξεχωρίζουν τις εθνικές και παραδίδουν την διεύθυνσή τους σε στελέχη με γνώση, μόρφωση και εμπειρία για να τις διευθύνουν.
Δεν ξέρω τι είναι και τι θα μας βγει ο Τζον Φαν'τ Σιπ. Ακόμη όμως και αν είναι ο καταλληλότερος για να χτίσει μια εθνική ομάδα, στην Ελλάδα θα τα καταφέρει μόνο κατά τύχη. Το διδάσκει η Ιστορία μας αυτό, τόσο η πρόσφατη, της πενταετίας, όσο και αυτή της 20ετίας. Ελληνικό ποδόσφαιρο αφημένο στην τύχη του, Εθνική ομάδα αφημένη στην τύχη της.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.