Calcio vs Football: Η αρχέγονη μάχη της μπάλας

Calcio vs Football: Η αρχέγονη μάχη της μπάλας
Το λάκτισμα της φινέτσας των Ιταλών κόντρα στην αμεσότητα της επιτυχία του αγγλικού “long ball”. Ο Γιώργος Καραμάνος αναλύει το ιστορικό DNA και την εκ διαμέτρου φιλοσοφία και κουλτούρα -στο τελικό ξεκαθάρισμα- των δύο πιο ιδιαίτερων ποδοσφαιρικών σχολών.

Εάν δεν έχεις διαβάσει το “Εργοστάσιο Ποδοσφαίρου”, πίστεψέ με αξίζει να του δώσεις λίγο από τον καλοκαιρινό χρόνο σου. Στην ποδοσφαιρική -και όχι μόνο- νουβέλα του John King, εμφανίζεται κάποια στιγμή ένας ηλικιωμένος οπαδός της Τσέλσι, ο οποίος αναζητώντας τρόπους να τεκμηριώσει την αγγλική υπεροχή στο άθλημα, αποκαλεί “Κοντοπίθαρους μαύρους πιθήκους”, όλους τους λαούς της Μεσογείου, εξηγώντας ότι δεν μπόρεσαν και δεν θα μπορέσουν ποτέ να ακολουθήσουν τον αγωνιστικό ρυθμό των συμπατριωτών του.

Η αλήθεια είναι ότι στα πρώιμα ποδοσφαιρικά χρόνια και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, οι Νότιοι της Ευρώπης αναζήτησαν τρόπους να αντισταθμίσουν το μειονέκτημά τους. Οι Βόρειοι λαοί πάντοτε υπήρξαν πιο ψηλοί, δυνατοί, ρωμαλέοι και γρήγοροι. Οπότε, οι Νότιοι όφειλαν να γίνουν πιο έξυπνοι, τακτικά ιδιοφυείς και να εξασφαλίσουν ότι η μπάλα δεν θα κυλήσει στο χορτάρι ή στον αέρα με τους τρόπους που έθεταν οι Βόρειοι, αλλά με κάποιους δικούς τους όρους. Να παγώσουν το παιχνίδι, να του προσδώσουν πειθαρχία, υπομονή, αλλά και μία νότα φινέτσας.

Και εάν υπάρχει μία χώρα που κατάφερε περισσότερο από κάθε άλλη να δημιουργήσει την πιο ξεχωριστή σχολή του κόσμου, αυτή είναι η Ιταλία. Κάπως έτσι εμφανίστηκε το Calcio, ώστε να έρθει και να κοντράρει αυτό που οι Αγγλοι είχαν ήδη προλάβει να ονομάσουν Football. Και όσοι θεωρούν ότι αυτές οι δύο ορολογίες είναι ταυτόσημες, κάνουν μεγάλο λάθος. Στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τα εκ διαμέτρου επιχειρήματα, που εκφράζουν τις δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του πιο όμορφου παιχνιδιού που σκαρφίστηκε ποτέ ο ανθρώπινος νους...

Calcio...

Η ιταλική φινέτσα του Calcio

Το μυστικό για την τεράστια διαχρονική επιτυχία του Calcio ήταν πως υπήρξε ανέκαθεν διαφορετικό από κάθε τι άλλο που παιζόταν με την μπάλα στα πόδια. Για τους Ιταλούς πάντοτε σημασία είχε η δημιουργία προτύπων, καθώς ως λαός σιχαινόταν τα αντίγραφα. Από την εκκίνηση λοιπόν της εποχής του ποδοσφαίρου ξεκίνησε να χτίζεται και η παράλληλη ορολογία. Ο τρόπος που έβλεπαν (λιγότερο τώρα) το παιχνίδι, είχε στη βάση της λογικής του κάτι από την κομψότητα της Αναγέννησης, δίχως όμως ποτέ να αποβάλει το brutal του Μεσαίωνα. Κάπως έτσι το ιταλικό ποδόσφαιρο έγινε χωνευτήρι σκληρής άμυνας και φαντεζί επίθεσης.

 

Οι περισσότεροι θεωρούν ότι σχετίζεται με το σκληρό Calcio Storico που έπαιζαν στην αναγεννησιακή Φλωρεντία. Προφανώς από εκεί δανείστηκε το όνομά του ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος κατά την 20ετή φασιστική περίοδο στη χώρα προσπάθησε να αλλάξει όλη την ορολογία της μπάλας και να την κάνει ιταλική. Και τα κατάφερε. Μόνο που Calcio στην πραγματικότητα σημαίνει “λάκτισμα”. Είναι το χτύπημα στην μπάλα και γύρω απ' αυτό επικεντρώνεται όλη η φιλοσοφία του ιταλικού παιχνιδιού.

Από μικρά τα παιδιά στη χώρα μαθαίνουν να σκέφτονται το άγγιγμα και δομούν γύρω από αυτό το DNA τους. Το πώς θα παίξουν, πώς θα πρέπει να χτυπήσουν την μπάλα, ώστε να πετύχουν τον στόχο τους. Μαθαίνουν την κοντινή πάσα, το σταδιακό χτίσιμο και ξεδίπλωμα του παιχνιδιού. Μεγαλώνοντας με την εικόνα του Τζουζέπε Μεάτσα, του Τζίτζι Ρίβα, του Ρομπέρτο Μπάτζο, του Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο και του Φραντσέσκο Τότι, αντιλαμβάνονται ότι στον γηπεδικό κόσμο δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγικό από το μπρίο (σ.σ.: μία εντελώς ιταλική λέξη που δεν έχει άμεση μετάφραση σε καμία γλώσσα) ενός trequartista. Και κάπως έτσι στοχεύουν στην ατομική ενέργεια, επιζητώντας το αποτέλεσμα μαζί με τον θαυμασμό.

Ο trequartista είναι ό,τι πιο ιδιαίτερο έβγαλε ποτέ το ιταλικό ποδόσφαιρο και δεν θα γινόταν να έχει όνομα μπανάλ, βαρετό. Θα μπορούσε να συγκριθεί αντίστοιχα με την κομψότητα του ριγωτού στενόμεσου κοστουμιού του Armani που φορούσε ο Λεονάρντο ντι Κάπριο στον «Λύκο της Wall Street», θυμίζοντας καλοραμμένες δημιουργίες για τον Αλ Καπόνε και τον Lucky Luciano. Θα έπρεπε να έχει το άρωμα ενός μόλις ανοιγμένου Brunello di Montalcino από την Τοσκάνη ή ενός Chianti απο τους αμπελώνες μεταξύ της Λούκα και της Πίζα.

Ολα τα παραπάνω θα τα εντοπίσεις πολύ εύκολα, εάν τύχει ποτέ να παρακολουθήσεις έναν αγώνα παρέα με Ιταλούς. Θα τους ακούσεις να κράζουν που η πάσα δεν πήγε στον ελεύθερο παίκτη, που δεν έγινε η υπέροχα στοχευμένη 40άρα όταν έπρεπε, με το πόδι και το φάλτσο (εσωτερική ή εξωτερικό) που έπρεπε. Θα ακούσεις διαρκώς τις φράσεις “passaggio diretto” (κάθετη-άμεση πάσα) και “passaggio corto” (κοντινή πάσα).

Και κάπως έτσι θα καταλάβεις ότι το Calcio είναι το απόλυτα στιλιζαρισμένο παιχνίδι. Εκεί όπου το στιλ, συναντούν δόσεις βίας, αμυντικών τακτικών (σ.σ. Το μάνταλο που ασφαλίζει τα πάντα ή αλλιώς το catenaccio) και σε αυτά προστίθενται οι αισθήσεις διαφθοράς, μπαγαποντιάς έως και κουτοπονηριάς: απαράμιλλη αξία κάθε γνήσιου Μεσόγειου.

Football...

Δύναμη, ταχυτητα αμεσότητα του Football

Για την ετυμολογία του Football δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη αναφορά. Απαντες γνωρίζουν ότι μιλάμε για τους σύγχρονους εφευρέτες του παιχνιδιού. Ωστόσο, σε αντίθεση με το Calcio, πρόκειται για σύνθετη λέξη. Εδώ το foot και το ball δεν έχουν να κάνουν με την επαφή με την μπάλα αυτή καθ' αυτή, αλλά κυρίως με το χτύπημά της και το τρέξιμο. Για τα παιδιά που μαθαίνουν τη νοοτροπία από μικρά, η αρχική σκέψη έχει να κάνει με το πώς θα τρέξουν γρήγορα και πώς θα στείλουν πιο άμεσα την μπάλα με στόχο το τέρμα. Στην ίδια λογική κινείται άλλωστε και το ράγκμπι, το οποίο συνυπάρχει με το ποδόσφαιρο στο DNA του μέσου Βρετανού γενικότερα. Πρόκειται για το “Citius, Altius, Fortius” (σ.σ.: πιο γρήγορα, ψηλά, δυνατά) και εκεί πάνω είναι δομημένη όλη η κουλτούρα.

Παρακολουθώντας έναν αγώνα παρέα με Αγγλους, αυτό που θα ακούσεις περισσότερο θα είναι προτροπές με τον ίδιο παρανομαστή:

“Get the ball to the final third as soon as possible”
“He should have played it long for the man at the front”
“Get rid of the ball quickly”
“He is hanging on to the ball for long”
“Why can’t he put the ball as far as he could?”

Ο Αγγλος οπαδός θα προτρέψει τον παίκτη του να τρέξει, να κάνει τάκλιν, να διώξει μακριά και γρήγορα, να μην κρατήσει μπάλα, να γεμίσει. Θα φωνάξει στον μπακ να τρέξει και να βγάλει σέντρα στους δύο που περιμένουν τόση ώρα μέσα στην περιοχή, ενώ ο Ιταλός αντίστοιχα που θα το δει αυτό, θα μουρμουρίσει απογοητευμένος: "run Forest run", βλέποντας ότι υπήρχε καλύτερη κοντινή πάσα, ώστε να μην χαθεί η μπάλα.

Στον κατ' εξοχήν αγγλικό τρόπο, εκείνο που ορίζει το παιχνίδι σε σχεδόν απόλυτο βαθμό, είναι το “Kick, rush and goal”. Τα πάντα προσδιορίζονται από το “long ball”, κάτι που βρίσκεται βαθιά ριζωμένο στην ποδοσφαιρική ψυχή του Νησιού. Ενδεικτικό είναι ότι κατά τη δεκαετία του '50, ο Τσαρλς Ριπ δημοσίευσε μία τεράστια έρευνα επί του θέματος, πιστοποιώντας ότι το παιχνίδι που γίνεται με τρεις μακρινές μπαλιές προς την αντίπαλη περιοχή, οδηγεί σε περισσότερα γκολ, απ' ό,τι εκείνο με τις πολλές πάσες και το σταδιακό χτίσιμο από πίσω. Κινούμενο στην ίδια λογική, το βιβλίο του Τσαρλς Χιουζ: “The Winning Formula: The Football Association Soccer Skills and Tactics”, υποστηρίζει επίσης ότι οι λιγότερες από πέντε πάσες αποτελούν τον ιδανικό τρόπο επίθεσης.

Αγγλικός εξωραϊσμός και ποδοσφαιρική “παγκοσμιοποίηση”

Μάχη δύο σχολών

Με βάση όλα τα παραπάνω λοιπόν, ο τελικός του Euro 2020 είναι κάτι περισσότερο από μία μάχη δύο χωρών για τη μεγάλη κούπα. Και δεν έχει να κάνει ούτε με τη σύγκρουση δύο λαών. Σίγουρα όσα περιγράψαμε έχουν μεταβληθεί με την πάροδο των δεκαετιών. Κυρίως το αγγλικό παιχνίδι αν και στη βάση του παραμένει το ίδιο, τουλάχιστον στην κορυφή της πυραμίδας του, στην Premier League, έχει μεταβληθεί από τις επιρροές κορυφαίων αλλοδαπών προπονητών, όπως ο Ζοσέ Μουρίνιο, ο Γιούργκεν Κλοπ, ο Πεπ Γκουαρδιόλα. Πλέον η βιτρίνα, δηλαδή η Εθνική ομάδ,α αποκομίζει τους καρπούς όλης αυτής της μετάβασης προς τον ορθολογικό, τις μοντέρνες προσαρμογές στις ανάγκες και τις αξιώσεις της σύγχρονης εποχής.

Και οι Ιταλοί όμως έχουν κάνει πιο μικρά βήματα αλλαγής. Η αμυντική προσέγγιση δεν αποτελεί τώρα τη βάση τους. Δεν έχουν απολέσει ωστόσο, τα κυρίαρχα δεδομένα των κοντινών πασών, με τους Αγγλους να μην «γεμίζουν» επίσης σχεδόν ποτέ πια. Παραμένουν όμως ορισμένα βασικά data στον σκληρό δίσκο του αθλήματος στις δύο χώρες. Π.χ. ο Ιταλός αμυντικός είναι ο καλύτερος στον κόσμο (σαν σχολή γενικά μιλώντας), επειδή ακριβώς καλείται διαχρονικά να ανακόψει τον αρτίστα επιθετικό, εκείνον που θα θελήσει να τον αποφύγει με μία υπέροχη ενέργεια. Και ταυτόχρονα, αφού του πάρει την μπάλα, να ανοίξει το παιχνίδι από πίσω. Αντιθέτως, ο Αγγλος αμυντικός με τα πιο έντονα σωματικά προσόντα, παραδοσιακά θα παρασυρθεί από τον ρυθμό, θα κόψει πιο δυναμικά και λιγότερο έξυπνα και θα ανοίξει με μακρινή μπαλιά.

Ολες αυτές οι κουβέντες βέβαια δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία φιλοσοφική θεώρηση δύο σχολών, που έχουν μεταβληθεί και εάν το σκεφτείς πιο διεξοδικά, όσα γράψαμε αφορούν κυρίως τη βάση της μπάλας στις δύο χώρες και όχι αυτό που αναμένεται να παρουσιάσουν το βράδυ της Κυριακής (ANT1, 22:00) στο “Γουέμπλεϊ. Παρά όμως την ευρύτερη “παγκοσμιοποίηση” που παρατηρείται και στο ποδόσφαιρο, όπου οι διαφορές έχουν αρχίσει να εκλείπουν, το κυριακάτικο ραντεβού καθίσταται μία πραγματική διένεξη πάνω στην αντίληψη για το ίδιο άθλημα.

Σε έναν τελικό που πάνω απ' όλα, για όλους τους ουδέτερους, δεν παύει να είναι απλά ένα παιχνίδι, ένα ξεφάντωμα του εφικτού και της ανυπότακτης υπεροχής. Υπεροχής ποιου; Θα απαντηθεί σε λίγες ώρες...

Follow me: @jorgekaraman
Instagram: Jorge_Karaman

 

Γιώργος Καραμάνος
Γιώργος Καραμάνος