Εθνική Ελλάδας: Φοβήθηκε την αποτυχία τόσο που... απέτυχε

Εθνική Ελλάδας: Φοβήθηκε την αποτυχία τόσο που... απέτυχε
Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης γράφει για την φοβική προσέγγιση του τελικού στην Τιφλίδα, την χαμένη ευκαιρία της εθνικής, την κατάκτηση της... μετριότητας (όχι για κακό) και την αβεβαιότητα για τις αποφάσεις της επόμενης μέρας.

Εμείς χάσαμε την ικανοποίηση να δούμε την τελική φάση μια μεγάλης διοργάνωσης, με την εθνική μας ομάδα παρούσα. Το Euro πάντως θα το δούμε. Θα το βλέπαμε ούτως ή άλλως. Οι διεθνείς έχασαν την τεράστια ικανοποίηση της παρουσίας τους στα γήπεδα του Euro και ένα σημαντικό πριμ. Μαζί και την ελπίδα ότι και κάτι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει στην τελική φάση. Αυτά! Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχασε απολύτως τίποτα. Όπως δεν αξιοποίησε το έπος του 2004, αλλά και τις φορές που ακολούθησαν με την εθνική μας στα τελικά Euro ή Μουντιάλ, δεν θα έβγαζε κέρδος και αυτή τη φορά. Σε επίπεδο εθνικών ομάδων, αν πρέπει κάτι να κοιτάζουμε είναι σε πιο μικρές ηλικίες και στον συνδυασμό δουλειάς (σε βάθος) με τυχόν αποτελέσματα. Εκεί θα μπορούσε να υπάρξει ελπίδα. Οτιδήποτε άλλο σε επίπεδο ανδρών, αφορά μόνο την προσπάθεια παικτών-προπονητή και την συγκυρία.

Από εκεί και πέρα (για να ξέρουμε και τι λέμε) πρέπει να ορίσουμε το αντίθετο της επιτυχίας. Αν δεν είναι η “αποτυχία”, τι είναι; Η εθνική μας την Τιφλίδα απέτυχε. Τελεία και παύλα. Είχε έναν στόχο, αν τα κατάφερνε θα μιλούσαμε για τεράστια επιτυχία, δεν το έκανε οπότε ήταν αποτυχία. Να βάζουμε κορδελίτσες και χαδάκια στις λέξεις για να μην θορυβηθεί κάποιος δεν έχει αξία. Αλλά, η αποτυχία σε αυτή την προσπάθεια δεν κάνει συνολικά “αποτυχημένη” την εθνική. Δεν έκανε το παραπάνω βήμα που ψάχνει μια τετραετία, αλλά πρέπει μετά κόπων, βασάνων -και εν μέσω ισοπέδωσης- να κρατήσει τα όποια καλά και να συνεχίζει να χτίζει. Μαθημένοι είναι οι Έλληνες ποδοσφαιριστές στην ισοπέδωση, οπότε ακόμα και αν (σωστά) δεν τους αρέσει, πρέπει να πάνε παρακάτω. Όσοι πιστεύουν ότι έχουν (πραγματικά) τις αντοχές να το κάνουν. Γιατί καλό είναι σε όλα τα πράγματα να μην βλέπεις τον εαυτό σου ως... Ελ Σιντ, αλλά να ξέρεις και πότε να κάνεις στην άκρη.

Από «μαύρο χάλι», καλοδεχούμενη «μετριότητα»

Τα αίτια της αποτυχίας στην Τιφλίδα, ασφαλώς και πρέπει να αναζητηθούν προκειμένου να γίνουν οδηγός για το επόμενο μεγάλο ραντεβού, αλλά στην ΕΠΟ δεν υπάρχει σοβαρή τεχνική επιτροπή να κάνει τέτοια δουλειά, οπότε το βάρος πέφτει στον επόμενο ομοσπονδιακό τεχνικό. Θεωρώ απίθανο να συνεχίσει ο Πογέτ και θα ήταν και άδικο να δεσμεύσει η τωρινή διοίκηση την επόμενη με συμβόλαιο προπονητή ειδικά όταν δεν υπάρχει μπροστά μας πίεση χρόνου. Ποιος θα διαλέξει τον επόμενο και πάνω σε ποια λογική και αγωνιστική “φιλοσοφία”. Ουδείς γνωρίζει. Είναι και λίγο (έως πολύ) “ζαριά” αυτό, στις αποφάσεις της...ανώτατης ποδοσφαιρικής αρχής. Όποιος και να έρθει πάντως δεν θα ανακαλύψει την πυρηνική ενέργεια. Σε αυτό το γκρουπ παικτών θα στηριχθεί με 4-5 (το πολύ) προσθαφαιρέσεις. Το αν θα έχει την νοοτροπία να γυρίσει και άλλο το “κουμπί” στο μυαλό των διεθνών και να τους δείξει έναν δρόμο που θα μας βγάλει πάνω από την μετριότητα, είναι το ερώτημα. Αν σας κακοφαίνεται το “μετριότητα” σκεφτείτε ότι πριν τον Φαν'τ Σχιπ και τον Πογέτ είμαστε σε μαύρο χάλι. Οπότε μια χαρά είναι που φτάσαμε στην “μετριότητα” και στην καθιέρωση στην 2η, 3η ταχύτητα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με την ελπίδα να κάνουμε κάποια στιγμή το κάτι παραπάνω.

 

Αυτό μπορούσε να γίνει το βράδυ της Τρίτης στην Γεωργία, αν η εθνική μας δεν φοβόταν υπερβολικά την αποτυχία σε σημείο (εξαιτίας αυτού του φόβου) να φτάσει στην αποτυχία. Το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα έπαιζε σα να είχε αποφασίσει ότι αν δεχόταν γκολ θα τελείωναν τα πάντα. Και μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο απώλεσε κάθε φιλοδοξία δημιουργίας και επιθετικότητας. Ο Πογέτ στο μυαλό του είχε καταλήξει ότι ο Κβαρατσχέλια είναι όντως... “Κβαραντόνα”, φοβήθηκε το απρόβλεπτο που παράγει και έτσι τον αντιμετώπισε. Με αποτέλεσμα η υπερφόρτωση παικτών επάνω στον γεωργιανό άσο να εκμηδενίσει την όποια πιθανότητα επιθετικού transition για την εθνική μας. Ο Ιωαννίδης ήταν πιο μόνος και από σημαδούρα τον χειμώνα στην επίθεση και έπρεπε να επιδείξει περισσότερο τις παλαιστικές του ικανότητες με αμυντικούς στον σβέρκο του παρά τις ποδοσφαιρικές. Δεν θα μπω στην κουβέντα το “γιατί ξεκίνησε αυτός και όχι ο άλλος” κλπ. Το θέμα έχει να κάνει με τη συνολική προσέγγιση του αγώνα, από το χτίσιμο του πλάνου. Δεν είχα την απαίτηση να μπει να κυριαρχήσει στον αγώνα η εθνική μας, απέναντι σε ομάδα με τη δύναμη της έδρας και (πολύ) “ψιλιασμένη” μετά την πεντάρα στο Καζακστάν. Αλλά αν δεν προσπαθήσεις να παίξεις με το μυαλό τους, όταν αυτοί είναι που σηκώνουν στην πλάτη τους μια τεράστια απαίτηση μέσα στο σπίτι τους, τότε κάτι δεν κάνεις καλά.

Μπακασέτας

«Καλύτερη ομάδα» πότε;

Διάβασα ότι αποκλείστηκε η καλύτερη ομάδα. Δεν ξέρω από που προκύπτει αυτό. Ίσως από μια μυστήρια εξίσωση και αφού βάλεις στο “καζάνι” που παίζει ο κάθε παίκτης, την χρηματιστηριακή του αξία και άλλους τέτοιους παράγοντες που δεν αποτυπώθηκαν στην εικόνα των ομάδων στο γήπεδο. Εκεί θυμάμαι μεν το δοκάρι του Μαυροπάνου, αλλά δεν ξεχνάω και τρεις περιπτώσεις όπου χρειάστηκε ο Βλαχοδήμος να αποδείξει πόσο καλός τερματοφύλακας είναι κάνοντας στις δύο από αυτές κινήσεις... νίντζα. Αλλά να θέλουμε να μας βλέπουμε τους “ομορφότερους” του κόσμου και πάλι θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι έκανε ο αντίπαλος και μας απενεργοποίησε, αφού (λέμε ότι) είμαστε καλύτεροι.

Στο τέλος της (επόμενης) ημέρας όταν αρχίζει και σβήνει και η τραγική ελληνική υστερία στα social media από τις αντιμαχόμενες (υπέρ και κατά) “παρατάξεις” ασφαλώς και υπάρχει ένα “γαμώτο” αλλά πρέπει να υπάρχει και η συνειδητοποίηση πως -όχι- δεν έγιναν αυτά που έπρεπε για να παίξεις σωστά το χαρτί σου μέχρι τέλους. Και αυτό δεν αφορά τη διάθεση και την επιθυμία των παικτών. Όποιος πιστεύει ότι υπάρχει παίκτης (αθλητής) που μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο για να χάσει, να πάει να διεκδικήσει το όσκαρ βλακείας. Το πλάνο δεν ήταν το σωστό και η προσέγγιση όχι αυτή που έπρεπε για να κάνεις κάτι παραπάνω από το να “φλυαρείς” επί 120 (άντε 110) λεπτά χωρίς λόγο στο χορτάρι. Και αυτό από μόνο του δείχνει πως πρέπει να αποχαιρετήσεις τον προπονητή σου με ένα “ευχαριστώ” για όσα πέτυχε. Το αν νιώθουν καλά οι παίκτες μαζί του δεν λέει απολύτως τίποτα αφού αυτό μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση, όχι πάντα θετική για το μέλλον μιας ομάδας.

@Photo credits: eurokinissi

 

Δημήτρης Κωνσταντινίδης
Δημήτρης Κωνσταντινίδης

Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης βρίσκεται στην αθλητική δημοσιογραφία από το 1984, επί σειρά ετών συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης σε αθλητικές και πολιτικές εφημερίδες, ραδιοφωνικός παραγωγός (εντός και εκτός αθλητικών) από το 1989 και...υπήρετης του digital και των αθλητικών sites από τις αρχές των... '00s στα πρώτα τους βήματα. Αρθρογράφος και podcaster πλέον του κορυφαίου αθλητικού μέσου της χώρας που τον φιλοξενεί (και τον...ανέχεται) από το 2020.