Η προδημοσίευση της αυτοβιογραφίας του Θοδωρή Ζαγοράκη: Η «αλήθεια» του MVP του EURO
Αυτοβιογραφικό, και ταυτόχρονα μια συναρπαστική περιήγηση στο ελληνικό «θαύμα της Πορτογαλίας» της εικοσαετούς διαδρομής του Θοδωρή Ζαγοράκη, είναι το βιβλίο, που θα βρίσκεται σε όλα τα βιβλιοπωλεία από την Πέμπτη (25/4) από τις Εκδόσεις ΠΕΔΙΟ και μπορείτε να το παραγγείλετε από εδώ.
Ο εμβληματικός αρχηγός της πρωταθλήτριας Ευρώπης με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Σταύρου Σουντουλίδη δημιούργησε το βιβλίο, στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Αρχηγός – Η δική μου αλήθεια» (εκδ. ΠΕΔΙΟ).
Στις 368 σελίδες της αυτοβιογραφίας του, ο MVP του EURO 2004 είναι ο πραγματικός εαυτός του και μεταφέρει εικόνες μιας πορείας προς την κορυφή της δόξας και της απόλυτης καταξίωσης μέσα από δύσκολες στιγμές, όμορφες εμπειρίες, αποτυχίες, ευτυχία.
Μια διαδρομή που δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Μία ζωή γεμάτη επιτυχίες, Ολα όμως, όχι πλασμένα, αλλά πραγματικά, μέσα από τα μάτια του ίδιου του Θοδωρή Ζαγοράκη.
Η αυτοβιογραφία του παντοτινού αρχηγού κυκλοφορεί από την Πέμπτη 25/4 στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις ΠΕΔΙΟ και θα είναι ο καλύτερος σύντροφός σας, όχι μόνο για την περίοδο του Πάσχα, αλλά σε κάθε περίπτωση, που απαιτείται ένα μάθημα νοοτροπίας, ζωής και οριοθέτησης στόχων...
Έζησε όσο κανείς άλλος την κορυφαία στιγμή του ελληνικού ποδοσφαίρου: την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Οδήγησε την εθνική ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης και στην ιστορική εκείνη επιτυχία που ένωσε τις Ελληνίδες και του Έλληνες σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Είκοσι χρόνια μετά το EURO 2004, o Θοδωρής Ζαγοράκης μοιράζεται για πρώτη φορά τη δική του αλήθεια από την τεράστια διαδρομή που διάνυσε στα γήπεδα της Ελλάδας και του εξωτερικού μέχρι τον ελληνικό θρίαμβο στην Πορτογαλία.
Ο εμβληματικός αρχηγός της «γαλανόλευκης» ξυπνά μνήμες και συναισθήματα μέσα από συναρπαστικές ιστορίες, άγνωστο παρασκήνιο, προσωπικές μαρτυρίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που μεγάλο μέρος του βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.
Ακολουθήστε την αληθινή ιστορία ζωής ενός ανθρώπου που, με ατσάλινη θέληση, σκληρή προσπάθεια, ομαδικό πνεύμα και ταπεινότητα, κατάφερε να υπηρετήσει τις αξίες του αθλητισμού και του ευ αγωνίζεσθαι.
Ένα μοναδικό βιβλίο που φιλοδοξεί να χαρτογραφήσει τον δρόμο για όλους όσοι ονειρεύονται να λάμψουν στον ουρανό του αθλητισμού.
Προλογίζει ο Ότο Ρεχάγκελ.
«Το νου σας, μ@λ@κες μην ξεφτιλιστούμε…»
Γιορτάσαμε την πρόκριση στα τελικά του EURO, με τα… δεύτερα ονόματα, αλλά ούτε που μας ένοιαξε. Τι πάει να πει «δεύτερα ονόματα», η ΕΠΟ απλώς δεν είχε φροντίσει να κλείσει κάποιο μαγαζί στην Αθήνα για να γιορτάσουμε όλοι μαζί τη μεγάλη επιτυχία, όμως δεν κράτησε για πολύ το πανηγυρικό κλίμα.
Το άγχος επέστρεψε και δεν ήταν άλλο από το ποιοι θα πάμε στην Πορτογαλία. Με τον Ρεχάγκελ τίποτα δεν ήταν σίγουρο, αν και σε ανύποπτο χρόνο ο Γερμανός είχε πει «οι παίκτες που κέρδισαν την πρόκριση στα τελικά του EURO 2004 θα αποτελέσουν την αποστολή για την Πορτογαλία».
Τον Δεκέμβριο, μιλώντας εντελώς χαλαρά και... ανεπίσημα (βράδυ στο σπίτι) με τον Καραγκούνη, μετά την κλήρωση της τελικής φάσης, μου είπε όσα του έλεγαν για την Εθνική το ίδιο μεσημέρι στο προπονητικό κέντρο της Ίντερ. «Τζόρτζιο, δεν έχετε καμία τύχη». Όχι μόνο οι Ιταλοί, κανείς δεν έβλεπε τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα των μόλις δύο παρουσιών σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης θα περνούσε από τη φάση των ομίλων. Αλήθεια, υπήρχε έστω ένας που μας έδινε τύχη, σε όμιλο με την οικοδέσποινα Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Ρωσία;
Το ελληνικό ποδόσφαιρο, με μόλις δύο παρουσίες, μία στην Ιταλία το ’80 και μία στην Αμερική το ’94, δεν μπορούσε να σταθεί και να αναμετρηθεί με βαριά ονόματα. Ο Μπάλακ από τη Γερμανία, ο Λάμπαρντ, ο Τζέραρντ, ο Μπέκαμ από την Αγγλία, ο Ανρί και ο Ζιντάν από τη Γαλλία, ο Τότι, ο Πίρλο και ο Καναβάρο από την Ιταλία, ο Φίγκο, ο Ρουί Κόστα από την Πορτογαλία. Τα «μεγαθήρια» που έλεγαν και οι παλαιότεροι. Πόσω μάλλον όταν την ίδια στιγμή αυτά που έλεγαν στον «Κάρα» οι συμπαίκτες του στην Ιταλία, τα έλεγαν και εδώ στην Ελλάδα: «Άντε, τώρα να σας δούμε τι θα κάνετε στην Πορτογαλία»!
Η αρνητική κριτική στο «πικ» της. Το «πού θα πάμε με τους παππούδες», που έλεγαν, ηχεί ακόμη και τώρα στ’ αυτιά μου. Ακούγαμε πως θα ξαναζούσαμε σε επανάληψη «ημέρες Αμερικής», θα ξυπνούσε ο εφιάλτης του… «4-4-2» και κάτι τέτοια. Ο χρόνος είχε σταματήσει στα τέσσερα γκολ που είχαμε δεχθεί από την Αργεντινή, στα τέσσερα γκολ των Βουλγάρων –που παρεμπιπτόντως με τον Στόιτσκοφ και τους υπόλοιπους πετούσαν σ’ εκείνο το Μουντιάλ του ’94 φτάνοντας ως τα ημιτελικά–, στα δύο γκολ από τη Νιγηρία.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι η κριτική γινόταν από ανθρώπους μέσα από το ποδόσφαιρο. Να τη δεχθώ, αρκεί να είναι δίκαιη και να μην κρύβει κάτι από πίσω. Ξεχνούσαν όλοι ότι η Εθνική είχε κάνει ένα σερί «έξι στα έξι» χωρίς να δεχθεί γκολ. Δεκαοκτώ βαθμοί με μηδέν παθητικό. Σαν να μην ήθελαν να το δουν ή να αποδεχθούν πως στα τελικά της Πορτογαλίας πήγαμε με το σπαθί μας. Τίποτα δεν μας χαρίστηκε. Ούτε πριν, ούτε μετά.
Ούτε ο Ρεχάγκελ έδινε σημασία στις κληρώσεις, βασικά δεν έδινε δεκάρα για το ποιος παίζει, πού παίζει και πότε παίζει. Μεγαλύτερη σημασία είχε η πίστη. Η βεβαιότητα. Κι εγώ είχα μεγάλη εμπιστοσύνη στην ομάδα. Ότι μπορούμε να σταθούμε με αξιοπρέπεια στη φάση των ομίλων. Το μυαλό δεν πήγαινε πιο πέρα.
Μάζευα τους υπόλοιπους και τους έλεγα: «Κοιτάξτε τώρα που θα πάμε εκεί, να μην ξεφτιλιστούμε! Τον νου σας, μ@λ@κες…».
Όποιον κι αν ρωτήσεις από εκείνη την ομάδα, παίκτη, παράγοντα, υπάλληλο, θα σου πει για την «ατάκα του Ζαγόρ με την οποία πήραμε το EURO». Βλέπετε, την επαναλάμβανα καθ’ όλη τη διάρκεια του EURO. Πριν από κάθε ματς. Από την πρεμιέρα μέχρι τον τελικό. Ήταν η ώρα της κρίσης. Για όλους.
Στα πολύχρωμα γήπεδα, με τα κόκκινα, μπλε, πράσινα, καθίσματα, θα αποδεικνύαμε ως Έλληνες αν είχαμε πετύχει κάτι μεγάλο ή όχι. Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος: θα πουλούσαμε πολύ ακριβά το τομάρι μας στην Πορτογαλία. Το έβλεπα στα πρόσωπα των παιδιών. Ξεχείλιζε η επιθυμία για «μάχη». Γιατί στα τελικά του EURO πήγαμε με όπλο τη μαχητικότητα και την αυταπάρνηση στο γήπεδο. Μπορεί να μην ήμασταν η τοπ ομάδα, με παίκτες-φίρμες, ήμασταν όμως ένα γκρουπ ποδοσφαιριστών, που σε κάθε ματς δεν αφήσαμε απάτητο ούτε ένα εκατοστό σε κάθε γήπεδο που παίζαμε.
Το υπέροχο μυθιστόρημα που ξεκινήσαμε να γράφουμε το 2001 στο «Old Trafford» και κορυφώθηκε το 2004 στο «DaLuz» ήταν άκρως διδακτικό. Αυτή η ομάδα, την τριετία 2001-04, έδωσε πολλά στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Όχι μόνο το τρόπαιο του πρωταθλητή Ευρώπης. Έδωσε στον κόσμο τη χαρά της νίκης, την έκσταση της υπέρβασης. Έπλασε και διαπαιδαγώγησε ένα κοινό που ήταν συνηθισμένο στην ήττα. Είναι, πράγματι, ασύλληπτο τι μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος, άμα πρώτα φροντίσεις να τον κάνεις να νιώσει και να συμπεριφερθεί ως νικητής.
Ο Ρεχάγκελ, επίσης, έκανε συστηματικό αγώνα, τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, να μας μάθει να μη βιαζόμαστε. «Παιχνίδι με παιχνίδι», έλεγε. Είχε δίκιο. Το καθετί, στον χρόνο του. Με τη σειρά. Να μην πεταγόμαστε στο μεθαύριο, πριν καν έρθει το αύριο. Μέχρι τότε βιαζόμασταν σε όλα. Από το 1 στο 100, πηγαίναμε σε χρόνο-ρεκόρ. Και αντίστροφα. Με ένα είδος ανασφάλειας να διακατέχει κάθε μας σκέψη γύρω από το ποδόσφαιρο.
Η ανασφάλειά μου ήταν... μην τυχόν ο Ρεχάγκελ με αφήσει έξω από την 30άδα της προεπιλογής. Η UEFA είχε ζητήσει ένα μήνα πριν από την έναρξη του EURO τις λίστες των φιναλίστ με τα 30 ονόματα των ποδοσφαιριστών. Στη συνέχεια θα γινόταν το «κόψιμο» για να φτάσουμε στην τελική 23άδα.
Ο ποδοσφαιριστής, γενικώς, είναι ανασφαλές πλάσμα. Ο καθένας με τον τρόπο του. Ένας απ’ τους χειρότερους εφιάλτες του είναι να μείνει έξω από την αποστολή ενός μεγάλου event. Πάγκο με την Αρμενία στο Ερεβάν, οκτώ-δέκα σκάρτα λεπτά ως αλλαγή στο τέλος, πάγκο με τη Βόρεια Ιρλανδία στη Λεωφόρο, πάλι καλά που «γράψαμε» συμμετοχή στις καθυστερήσεις, δεν ήθελε και πολύ για να μου μπουν ιδέες. Ο Γκαγκάτσης καθότι με ήξερε απέξω κι ανακατωτά, διέκρινε από τη γλώσσα του σώματος αυτή την αγωνία μου. Κάποια στιγμή σε μια εκδήλωση της ΕΠΟ του ανοίγω κουβέντα για τις κλήσεις στην προεπιλογή.
«Πρόεδρε, μήπως να ξαναδούμε το θέμα του Γεωργάτου», του λέω, «θα τον χρειαστούμε μαζί με τον Φύσσα στο αριστερό άκρο της άμυνας, θα είμαστε πολύ δυνατοί». Με τον Γρηγόρη ήμασταν μαζί από την Ελπίδων, παίζαμε μαζί εκείνο το διάστημα στην ΑΕΚ, τον ήξερα καλά, έβλεπα ότι είχε να δώσει πράγματα στην Εθνική, αλλά το επεισόδιο στο Ελσίνκι παρέμενε «αγκάθι» στις σχέσεις του με τον Ρεχάγκελ. Ο Ότο ούτε που είχε σκεφτεί να τον καλέσει ξανά στην Εθνική μετά το επεισόδιο στη Φινλανδία. Ο Γκαγκάτσης, πάντως, δεν είχε την παραμικρή διάθεση, ούτε λόγο, να εμπλακεί στους χειρισμούς του Γερμανού. Κι ας τον άκουγε για πολλά θέματα.
«Κοίτα, Θοδωρή μου, να είσαι εσύ στην 30άδα της προεπιλογής και άσε τον Γεωργάτο», μου απαντά και με αφήνει σύξυλο. Οι επόμενες ημέρες μέχρι την ανακοίνωση της προεπιλογής ήταν εφιαλτικές. Αναστάτωσα τους πάντες, άρχισα να κάνω δεύτερες σκέψεις, ο Τοπαλίδης πέρασε τα Πάθη του Χριστού μέχρι ο Ρεχάγκελ να ανακοινώσει την αποστολή. Ήμουν ανάμεσα στους 30, κι όπως αντιλαμβάνεστε δεν τόλμησα καν να αναφέρω στον προπονητή το όνομα «Γεωργάτος»…
Θέμα ήταν και η παρουσία του Ζήκου. Με τον Άκη ήμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, γίναμε κουμπάροι δύο χρόνια μετά, ούτε για εκείνον τόλμησε κάποιος να πει το παραμικρό στον Ρεχάγκελ παρότι προερχόταν από μια εκπληκτική, ονειρική σεζόν στην καριέρα του. Βασικό στέλεχος της Μονακό, με τον Ντιντιέ Ντεσάν στον πάγκο, είχε φτάσει ως τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, τον οποίο έχασε απ’ την Πόρτο του Ζοζέ Μουρίνιο.
Ο Ζήκος δεν βρισκόταν στην προεπιλογή που κατάρτισε ο Ρεχάγκελ να πάει στα γήπεδα της Πορτογαλίας, όπως δεν βρισκόταν και στις επιλογές για τους αγώνες της προκριματικής φάσης. Ήταν στο «ναυάγιο» της Φινλανδίας και στην επόμενη κλήση για τα πρώτα φιλικά τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, απέναντι σε Εσθονία και Κύπρο. Αυτές ήταν και οι τελευταίες φορές που φόρεσε το εθνόσημο, αφού δεν κλήθηκε ποτέ έκτοτε.
Μάλωσαν Ρεχάγκελ και Ζήκος προς το τέλος του φιλικού με την Κύπρο στο γήπεδο της Καισαριανής. Το συμβάν δεν ήταν μυστικό. Προς τιμήν του, ο Γερμανός όχι μόνο δεν μίλησε ποτέ δημόσια για εκείνο το επεισόδιο με τον Ζήκο στα εννέα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά πήγε να τον δει από κοντά όταν αγωνιζόταν στη Μονακό. Στην επιστροφή του είπε στον Γκαγκάτση «καλός είναι, αλλά εγώ θα καλέσω τον Κατσουράνη». Ο «Κατσούρ» ήταν από τους τελευταίους που μπήκε στο «τρένο» για την Πορτογαλία.
Από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο της 23άδας, όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, γνωρίζαμε ότι οι κλήσεις ήταν αποκλειστικά του προπονητή. Δίχως να έχει δεχθεί την παραμικρή παρέμβαση. Ακόμη κι αν διαφωνούσαμε με τις επιλογές του, τις είχαμε αποδεχθεί γιατί ξέραμε ότι ήταν δικές του αποφάσεις. Αν δεχόταν παρεμβάσεις, όπως συνέβαινε στην προ Ρεχάγκελ εποχή, από τον Γκαγκάτση ή κάποιον άλλο σύμβουλο της ΕΠΟ, δύο τινά θα είχαν συμβεί πριν καν μπούμε στο αεροπλάνο για την Πορτογαλία. Είτε δεν θα δεχόταν τίποτα και θα είχε φύγει από την Εθνική, είτε θα τα αποδεχόταν και δεν θα παίρναμε το EURO. O προπονητής αποφάσιζε για όλα. Σπάνια μιλούσε ελληνικά, αλλά καταλάβαινε τα πάντα. Μπορεί να μην έλεγε πολλά, να καθόταν σε μια γωνιά και να έπινε τον γαλλικό καφέ του, σκέτο δίχως ζάχαρη, όμως αντιλαμβανόμουν πως μετά τον πρώτο του χρόνο στην Ελλάδα τα «έπιανε όλα».
Πάμε να παίξουμε στο Αϊντχόφεν φιλικό με την Ολλανδία. Τέλη Απριλίου, προτού ο προπονητής ανακοινώσει την τελική 23άδα, όλοι κάναμε όνειρα, για να ακριβολογώ «πετούσαμε στα σύννεφα», μέχρι που ήρθε η «τεσσάρα» από τους «Οράνιε» και μαζί η «ανώμαλη προσγείωση».
Ήταν η πρώτη ήττα που κάναμε μετά από 15 αγώνες. Τελευταία φορά είχαμε ηττηθεί τον Οκτώβριο του 2002, 2-0 από την Ουκρανία στο Κίεβο, δεν είχαμε χάσει πουθενά, μέχρι και σ’ ένα φιλικό που δώσαμε στην Πορτογαλία, στα εγκαίνια ενός γηπέδου στο Αβέιρο, είχαμε έρθει ισόπαλοι 1-1. Είναι το ματς που ο «Κάρα» αποκρούει την μπάλα με τα χέρια λες και ήταν ο Νικοπολίδης, αποβάλλεται, μένουμε με δέκα, εκτελεί το πέναλτι ο Φίγκο και το πιάνει ο Αντώνης. Προηγηθήκαμε, μάλιστα, με τον Χαριστέα προτού μας ισοφαρίσουν οι Πορτογάλοι. Δεν μας «μέτρησαν» καλά σ’ εκείνο το φιλικό. Ας πρόσεχαν…
Επιστροφή στο Αϊντχόφεν. Καμιά δεκαριά, την παραμονή του φιλικού, μαζευτήκαμε στο σαλόνι του ξενοδοχείου, αρχίζοντας να «αποκαλύπτουμε» ο ένας στον άλλον τι θα ζητούσαμε σε περίπτωση που κατακτούσαμε το EURO. Σε ποιον θα το λέγαμε, τότε, χωρίς να μας περάσει για τρελούς; Όμως, τα όνειρα είναι τσάμπα, δεν οφείλεις σε κανέναν, κάπως έτσι ο Δέλλας (θα) ζητούσε να του χαρίσουν «τον Λευκό Πύργο», ο Κατσουράνης (θα) ήθελε να του δώσουν την ολοκαίνουργια, τότε, «γέφυρα Ρίου-Αντίρριου», εγώ (θα) ήμουν μια χαρά με το «Ελευθέριος Βενιζέλος», ο Ντέμης (θα) βολευόταν «με το ΟΑΚΑ και τις γύρω εγκαταστάσεις». Όλοι, θα ζητούσαμε κάτι πολύ μεγάλο. Γέλια, χαβαλές, σιγά μην κατακτούσαμε το EURO…
Πάμε την επομένη να παίξουμε το φιλικό και στο πρώτο ημίχρονο, θυμάμαι, ήμασταν πολύ καλοί, 0-0. Στο ημίχρονο ο Ρεχάγκελ κάνει πέντε αλλαγές. «Ήθελα να έχω πλήρη εικόνα των παικτών», είπε μετά το τέλος του ματς, αν και πιστεύω ότι άλλος ήταν ο στόχος του βγάζοντας ταυτόχρονα πέντε, θεωρητικά, βασικούς και αλλάζοντας το πλάνο της ομάδας. «Καλύτερα έτσι», σκέφτηκα. «Το ’χαψαν το παραμύθι όλοι τους». Οι Ολλανδοί μας έβαλαν «μες στα δίχτυα». Έβαλαν τέσσερα γκολ, σε μια ομάδα που «έφτυνες αίμα» για να της βάλεις γκολ και ήταν αήττητη επί σχεδόν δύο χρόνια.
Ο Ρεχάγκελ, για να επανέλθουμε στα του σχεδίου, είχε προαποφασίσει πως με όποιους θα «ζούσε» (και θα μεγαλουργούσε) στη διάρκεια των προκριματικών, με αυτούς και θα «πέθαινε» στην τελική φάση. Ίσως, λοιπόν, εκείνο το βράδυ στο Philips Stadion του Αϊντχόφεν να ήθελε να βγάλει προς τα έξω μια άλλη εικόνα. Εμείς, ξανά, γέλια, πειράγματα του στυλ «πού πάτε, βρε ταλαίπωροι, μου θέλετε και να κατακτήσετε το EURO, σιγά μη σας δώσουν και την Ακρόπολη». Η ήττα από την Ολλανδία μας έκανε, τελικά, καλό. Συνέβαλε ώστε να πατήσουμε ξανά τα πόδια μας στη γη, να δούμε κατάματα την πραγματικότητα.
Ρεχάγκελ παρόντος, o Γκαγκάτσης είχε μετατρέψει την Εθνική σε άβατο. Δεν είχαν πρόσβαση οι ποδοσφαιροπαράγοντες, δεν είχαν πρόσβαση οι ατζέντηδες, οι δημοσιογράφοι επιτρεπόταν να έρθουν σε συγκεκριμένες ώρες για να κάνουν τη δουλειά τους και στη συνέχεια αποχωρούσαν, η ομάδα έμενε μόνη της. Οι παίκτες, οι προπονητές και το «σταφ». Γι’ αυτό σε μια από τις πρώτες συγκεντρώσεις στην Αθήνα, όταν διαπίστωσε πως στο ξενοδοχείο κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι δεξιά κι αριστερά συγγενείς, φίλοι, παράγοντες, έδωσε εντολή να «κλείσουν οι πόρτες» και όλοι οι παρείσακτοι να αποχωρήσουν. «Όταν έρχεστε εδώ, είστε δικοί μου, όταν τελειώνετε με την Εθνική μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, να δείτε και να μιλήσετε με όποιους θέλετε». Η επόμενη εξαετία κύλησε δίχως επισκέψεις στο ξενοδοχείο.
Ένα από τα παράδοξα που συνέβη στη διαδρομή προς την κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ήταν το γεγονός πως είχαμε το μικρότερο προπονητικό-τεχνικό τιμ. Διαβάζαμε, ακούγαμε, μαθαίναμε, ότι οι άλλες ομάδες είχαν τεχνικό τιμ 10 και 15 ατόμων, εμείς είχαμε μόνο έναν προπονητή και έναν βοηθό. Στην ανάκρουση των εθνικών ύμνων πριν από το ματς με τη Γαλλία, παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω αμήχανα προς τους δύο πάγκους που ήταν ακριβώς απέναντί μου. Βλέπω από τη μια πλευρά, τη γαλλική, καμιά δεκαπενταριά ανθρώπους, να μη χωράνε στον πάγκο, και από την άλλη… τρεις κι ο κούκος. Ο Ρεχάγκελ, ο Τοπαλίδης, ο Παπαλάνης κι ο γιατρός.
Η Ιταλία και η Αγγλία κουβαλούσαν μαζί τους σεφ, κομμωτές και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους, ψυχολόγους, επικοινωνιολόγους, εμείς δεν είχαμε καν γυμναστή, ας μη μιλήσω για διατροφολόγους κ.λπ. Το μενού του EURO το βγάλαμε μόνοι μας. Κάπως έτσι ζητήσαμε από τον Ρεχάγκελ να υπάρχουν μέσα οι τηγανητές πατάτες και η πίτσα. Όπως λειτουργούσαμε στην καθημερινότητά μας, ανάλογα πράξαμε στο θέμα του φαγητού καθ’ όλη τη διάρκεια του τουρνουά. Ελεύθερο γεύμα. Όποιος ήθελε έτρωγε, άλλοι όχι. Για παράδειγμα, ο Καραγκούνης επέλεγε πάντοτε να τρώει μακαρόνια. Ο Βενετίδης δεν ακουμπούσε τίποτα άλλο από κοτόπουλο και ρύζι. Οι υπόλοιποι τρώγαμε τις τηγανητές πατάτες, την πίτσα, όπως ακριβώς θα κάναμε και αν δεν ήμασταν στην αποστολή ενός ευρωπαϊκού πρωταθλήματος.
Ο Ότο αρνιόταν, σχεδόν πεισματικά, να δεχθεί οποιαδήποτε προσθήκη στο επιτελείο της ομάδας για θέματα τα οποία από τους ανθρώπους του ποδοσφαίρου θεωρούνται και είναι αυτονόητα, καθότι κομβικά για τη λειτουργία της. Δηλαδή να υπήρχε ένας γυμναστής, ένας προπονητής τερματοφυλάκων, ένας διατροφολόγος κ.λπ. Αυτός και ο Τοπαλίδης. Μετά την κατάκτηση του EURO, επιστρέφοντας από ένα ματς στο Καζακστάν, πιάσαμε τον Γκαγκάτση και του είπαμε να συζητήσει με τον προπονητή το ενδεχόμενο να έρθουν στην ομάδα ένας προπονητής τερματοφυλάκων, ένας γυμναστής. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης δεν γινόταν να συνεχίζει με αυτή τη λογική, δίχως μεγαλύτερη υποστήριξη και βοήθεια. Τι έγινε στο τέλος; Ο Γκαγκάτσης δεν δέχθηκε να αναλάβει την ευθύνη της επιλογής των προσώπων και ο Ρεχάγκελ του απάντησε: «Είσαι έξυπνος άνθρωπος, γι’ αυτό δεν αναλαμβάνεις την ευθύνη. Θα συνεχίσουμε όπως είμαστε. Δεν θα πάρουμε κανέναν…»! Κανείς δεν τόλμησε να πάει κόντρα στον Ότο. Έτσι, συνεχίσαμε, «εμείς κι εμείς…».
Είχε κι άλλες παραξενιές ο Γερμανός. Στα ξενοδοχεία απαγορευόταν να εργάζονται γυναίκες στο room service, στο μπαρ, στην υποδοχή. Τις ημέρες που ήταν η αποστολή της Εθνικής, όπου κι αν πηγαίναμε να παίξουμε, έδινε εντολή να αλλάξει το προσωπικό για τις ημέρες που θα βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο. Στο εξωτερικό έστελνε τον Τοπαλίδη να κλείσει το καλύτερο ξενοδοχείο. Το έκανε κι αυτό ο Γιάννης. Εκτός από βοηθός, γυμναστής, μεταφραστής, έκλεινε και τα ξενοδοχεία όπου μέναμε όταν παίζαμε εκτός Ελλάδας. Με ξεκάθαρες εντολές από τον Ότο. Στο Πάρκο Γουδή τον θυμούνται οι υπάλληλοι της ομοσπονδίας να λέει σε μια από τις πρώτες επισκέψεις του «πολλές γυναίκες έχουμε εδώ… ».
Ενάμιση χρόνο μετά την κατάκτηση του EURO πήγαμε στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας για ένα τουρνουά προετοιμασίας. Εκεί που πέτυχα τα δύο από τα τρία γκολ με την Εθνική. Στη χώρα της αραβικής χερσονήσου οι γυναίκες ήταν εξαφανισμένες και όσες κυκλοφορούσαν ήταν καλυμμένες με μπούργκα. «Πρόεδρε, εδώ είναι τέλειο μέρος για προετοιμασία. Μπορούμε να έρθουμε;» γύρισε και είπε ένα απόγευμα στον Γκαγκάτση, κι όλοι κατάλαβαν γιατί το έλεγε.
Τον Ιανουάριο του 2004 η αδερφή μου διαγνώστηκε με καρκίνο στον μαστό, μπήκε στο χειρουργείο και μία εβδομάδα πριν φύγουμε για το Μπαντ Ραγκάζ έκανε την πρώτη χημειοθεραπεία. Η δεύτερη «περιπέτεια» που περνούσαμε με την Ντίνα, η πρώτη μία δεκαετία πίσω, όταν ακόμα ήμουν στον ΠΑΟΚ και χρειάστηκε να πάει όλη η ομάδα να δώσει αίμα για μια πολύ σοβαρή εγχείρηση.
Το μυαλό μου ήταν πίσω στην Αθήνα. Στην Ντίνα. Είχαν κανονίσει να έρθουν στην Πορτογαλία, όμως όλα ανατράπηκαν, έμεινε πίσω στην Ελλάδα και έζησε τα ματς μαζί με τους γονείς μου στη Λυδία. Με κατεβασμένα τα παντζούρια γιατί απέξω είχε δεκάδες ανθρώπους στο μπαλκόνι. Μάλωνε με τους γιατρούς στο νοσοκομείο, που κι αυτοί, όπως πολύ άλλοι, δεν μας έδιναν καμία τύχη πριν από την έναρξη του τουρνουά.
«Τι πάνε να κάνουν τώρα στην Πορτογαλία», έλεγαν στην αδερφή μου, που τρελαινόταν μ’ αυτά που άκουγε από τους ίδιους ανθρώπους που μέσα σ’ ένα μήνα θα έβγαιναν κι αυτοί στους δρόμους να πανηγυρίσουν. Βράχος η Ντίνα. Μας έβλεπε στην Πορτογαλία να παίζουμε, να κερδίζουμε, να προχωράμε και έπαιρνε θάρρος για τον δικό της «πόλεμο» με την αρρώστια. Η ψυχολογία είναι το παν. Άντεξε. Βγήκε δυνατή απ’ αυτή τη μεγάλη περιπέτεια. Πέρασαν και για εκείνη είκοσι χρόνια…
Στο Μπαντ Ραγκάζ, ένα πλούσιο θέρετρο της Ελβετίας, τελευταίες μέρες του Μαΐου, πήγαμε «τρεις κι κούκος» πριν ταξιδέψουμε στην Πορτογαλία. Ο team manager Γιώργος Παπαλάνης, ο γιατρός Χάρης Χριστόπουλος, οι τρεις φυσιοθεραπευτές, Τάσος Τσούγγος, Κώστας Παράβας, Νίκος Καλαμάρας, οι τρεις φροντιστές –τα φιλαράκια μου– Αντώνης Σκανδάλης, Νίκος Κορομηλάς, Νίκος Δίπλας, ο εκπρόσωπος Τύπου Μιχάλης Τσαπίδης, μαζί μας ήταν ο Βασίλης Χατζηαποστόλου στα καθήκοντα του γενικού αρχηγού, ενώ στην Πορτογαλία προστέθηκε ο Θόδωρος Θεοδωρίδης, άριστος γνώστης των θεμάτων της UEFA, έφτασε με το σπαθί του να γίνει Γενικός Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας, ήταν ο άνθρωπος στον οποίο απευθυνόμουν για να με κατευθύνει όταν απέναντί μου είχα ελληνικά και ξένα media. «Πες την πρώτη ατάκα εσύ», έλεγα του Θόδωρου κι αυτός ξεσπούσε στα γέλια.
Το ραντεβού στην Αθήνα ήταν στις 26 Μαΐου. Αντίστροφη μέτρηση. Μια δυο προπονήσεις στον Άγιο Κοσμά, κάποιες αναγκαίες υποχρεώσεις για τους χορηγούς που είχαν αρχίσει δειλά δειλά να έρχονται δίπλα στην Εθνική, βαλίτσες και αναχώρηση για το τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας. Πρώτος σταθμός η πόλη Τσέσιν της Πολωνίας, όπου παίξαμε ένα φιλικό, χάσαμε 1-0 με αυτογκόλ του Καψή, και με τον Σεϊταρίδη να τραυματίζεται, την επομένη ταξιδέψαμε για την πόλη Κουρ της Ελβετίας κι από εκεί οδικώς στο Μπαντ Ραγκάζ, όπου μείναμε μία εβδομάδα πριν από το ταξίδι για την Πορτογαλία.
Καλή θερμοκρασία, πολλές βροχές, στις προπονήσεις να «πέφτουν κορμιά». Ο θάνατός σου η ζωή μου. Ποιος θα δείξει ότι είναι καλύτερος για να παίξει. Δεν καταλαβαίναμε Χριστό! Σε μια προπόνηση Φύσσας και Σεϊταρίδης πιάστηκαν στα χέρια. Μιλάμε για δυο παιδιά που ήταν κολλητοί, φίλοι από τον Παναθηναϊκό, κι όμως έφτασαν στο σημείο να πλακωθούν στη διάρκεια της προπόνησης. Όμως, το περιστατικό αυτό, όπως και πολλά άλλα, έληγαν επιτόπου. Όλοι φεύγαμε αγκαλιασμένοι από το γήπεδο γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μιας τόσο μεγάλης διοργάνωσης.
Δεν έλειπαν τα θεματάκια, ο Γιούρκας είχε βγει «οφ» από το φιλικό με τους Πολωνούς, οι πόνοι στη μέση του Ντέμη ήταν αφόρητοι και χρειάστηκε να πάει κρυφά στη Γερμανία, στο μοναδικό ρεπό που μας έδωσε ο Ρεχάγκελ στη διάρκεια της παραμονής στο Μπαντ Ραγκάζ, προκειμένου να τον εξετάσει γιατρός και να του λύσει το πρόβλημα.
Ο Καραγκούνης δεν έπρεπε να σουτάρει − του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Τις μέρες της προετοιμασίας δεν έκανε ούτε ένα σουτ στην προπόνηση λόγω ενός προβλήματος στο κουντεπιέ, όταν πλέον βρεθήκαμε στην Πορτογαλία πήγαινε και βούταγε τα πόδια του στη θάλασσα του Ατλαντικού για να τα ξεκουράσει. Το πρώτο σουτ πρέπει να το έκανε στην πρεμιέρα με την Πορτογαλία και η μπάλα πήγε στα δίχτυα!
Οι γιατροί διαβεβαίωσαν τον προπονητή ότι οι τραυματίες θα ήταν έτοιμοι για την πρεμιέρα του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, αλλιώς ο Ρεχάγκελ δεν υπήρχε περίπτωση να τους έπαιρνε στην τελική 23άδα την οποία ανακοίνωσε όσο ήμασταν στην Ελβετία. Ενδιάμεσα, στις 3 Ιουνίου, παίξαμε ένα φιλικό με αντίπαλο την ομάδα του Λιχτενστάιν στο Βαντούζ. Πάλι πολλές δοκιμές από τον Ρεχάγκελ, σ’ ένα βαρύ τερέν, πολύ ξύλο, πολλή βροχή, τα πόδια βαριά από την προετοιμασία, κερδίσαμε 2-0, το τελευταίο πράγμα που μας απασχολούσε ήταν το σκορ, αν και θεωρητικά ήταν το τελευταίο φιλικό πριν από την έναρξη του EURO.
Ο Βασίλης Γκαγκάτσης έφυγε από το γήπεδο με κατεβασμένο το κεφάλι, λες και είχαμε αποκλειστεί από κάποια μεγάλη διοργάνωση. Κι όμως, ο πρώτος καλός οιωνός ότι «κάτι καλό θα γίνει στην Πορτογαλία» ήταν το συγκεκριμένο φιλικό με το Λιχτενστάιν. Το αποκάλυψε ο πρόεδρος της ομοσπονδίας τους στον Γκαγκάτση, στο επίσημο δείπνο πριν από το ματς. Όσες ομάδες επέλεγαν να παίξουν τελευταίο φιλικό πριν από την έναρξη ενός μεγάλου τουρνουά, στο τέλος το κατέκτησαν. Η Γερμανία τον Ιούνιο του 1996 είχε κερδίσει 9-1 το Λιχτενστάιν στο τελευταίο φιλικό πριν από το EURO της Αγγλίας, όπου ήταν η νικήτρια. Το ίδιο και η Γαλλία τέσσερα χρόνια αργότερα. Παιχνίδια της μοίρας…
Λίγο προτού αναχωρήσουμε από το Μπαντ Ραγκάζ γίνεται ένα σκηνικό που το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα. Αντιλαμβάνομαι ότι λείπει το κινητό τηλέφωνό μου. Εκείνη την εποχή, η μοναδική διέξοδος και η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν το κινητό. Κάνω μια φασαρία στο φαγητό της ομάδας, έξαλλος να θέλω να «σκοτώσω άνθρωπο», μέχρι που αποκαλύφθηκε ο «ένοχος»: Δημήτρης Παπαδόπουλος. Εντάξει, δεν είχα και την καλύτερη αντίδραση απέναντί του, όμως δεν του κράτησα κακία, αντίθετα στη συνέχεια γίναμε πολύ καλοί φίλοι, μιλάμε τακτικά, πού και πού θυμόμαστε το συγκεκριμένο περιστατικό και μας πιάνουν τα γέλια.
Το μεσημέρι της Κυριακής 6 Ιουνίου, πετάμε για το Πόρτο ή Πόρτου όπως επέμεναν οι ντόπιοι. Με το που φτάνουμε, βλέπουμε να μας περιμένει στο αεροδρόμιο το λεωφορείο των διοργανωτών με το γνωστό, αν μη τι άλλο ευρηματικό: «Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν 12 θεούς, οι σύγχρονοι έντεκα».
Στη «Vila do Conde» μπαίνουν οι τελευταίες πινελιές. Οι πέντε προπονήσεις στο γήπεδο της Ρίο Άβε κυλούν ήρεμα, με εξαίρεση την «πρόβα τζενεράλε» που έγινε τρεις ημέρες πριν από την πρεμιέρα με… κατασκόπους στην κερκίδα. Μαζεύτηκαν Έλληνες, Πορτογάλοι, ξένοι δημοσιογράφοι, κάμερες, τηλεοπτικά συνεργεία, για να πάρουν τις τελευταίες εικόνες από την Ελλάδα. Ένα πρωί, λοιπόν, μας μαζεύει ο Ρεχάγκελ, μας χωρίζει τους 22 παίκτες σε δύο ομάδες, «Ουγγαρία-Βραζιλία» το ’λεγε ο Άγγελος Μπασινάς, και «στήνει» ένα οικογενειακό δίτερμα.
Στο μεταξύ, αφόρητη ζέστη. Βράζει ο τόπος. Παίζουμε σ’ ένα μεγάλο γήπεδο με ξερό χορτάρι, πού να το ποτίσεις με 50 βαθμούς Κελσίου, σφυρίζει ο Ότο, κι έτσι όπως αρχίζουμε το ματς, έτσι το τελειώνουμε. Δεν κάνουμε ούτε μία φάση! Μηδέν. Δεν αλλάξαμε δυο πάσες. Κι όμως, ο Γερμανός δεν το έληγε το ματς. Να φωνάζει ο Καραγκούνης «λήξ’ το, βρε άνθρωπέ μου», να του λέμε οι υπόλοιποι «σφύρα το, να φύγουμε, θα λιποθυμήσουμε», τα πόδια μας είχαν πάρει φωτιά από τη ζέστη, στο τέλος οι μισοί είχαμε πέσει κάτω και οι άλλοι μισοί ήταν όρθιοι και συνέχιζαν να κάνουν ότι παίζουν, αλλά να μην ακούει τίποτα ο Ρεχάγκελ. Ατάραχος στον πάγκο παρακολουθούσε την «τραγωδία». Φύγαμε από το γήπεδο με σκυμμένα τα κεφάλια. «Με τέτοια εικόνα, πού πάμε…», λέγαμε μεταξύ μας. Οι «κατάσκοποι» των Πορτογάλων θα πρέπει να πήγαν στον Σκολάρι και να του είπαν: «Αυτοί οι Έλληνες είναι για πέντε γκολ»!
Κι όμως, αυτή η ομάδα που εκείνο το πρωί στο προπονητικό κέντρο του Πόρτο σερνόταν, έφτασε να κατακτήσει το EURO. Σε ποιον να το έλεγες και να σε πίστευε…
Την παραμονή του πρώτου αγώνα πατάμε το χορτάρι του «Ντραγκάο». Καλή αίσθηση. Τελειώνει η προπόνηση και με το που πάμε να φύγουμε από το γήπεδο για να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, πέφτουμε πάνω σε χίλιους Πορτογάλους, που περίμεναν την Εθνική τους, καθώς ακολουθούσε η δική τους προπόνηση. Σε μια γωνία βλέπουμε καμιά 30αριά Έλληνες. Κάποιοι είχαν έρθει, ήδη, από την Ελλάδα, κάποιοι άλλοι από την Αγγλία, μέχρι και από τη μακρινή Αυστραλία είχαν έρθει για να είναι δίπλα μας.
Οι Έλληνες αρχίζουν να τραγουδούν: «Σήκωσέ το, το γα…». Τους ακούμε μέσα στο λεωφορείο, κοιταζόμαστε μεταξύ μας σαν να λέμε «ήρθε ο κάθε άσχετος…».