Ο συγγραφέας του "Brazil 1970" στο Gazzetta: «Εκείνη η Βραζιλία άλλαξε το ποδόσφαιρο»
O Σαμ έχει έδρα το Βέλγιο, αλλά γυρίζει όλον τον κόσμο. Ως freelancer δημοσιογράφος, στέλνει ανταποκρίσεις σε ΜΜΕ παγκόσμιας εμβέλειας, μεταξύ των οποίων το World Soccer, το BBC και το Forbes. Η λατρεία του για το ποδόσφαιρο έχει ως απαρχή την Εθνική Βραζιλίας. Έμαθε πορτογαλικά, ακολούθησε τη Σελεσάο σε διαφρετικούς προορισμούς, ταξίδεψε στην έδρα της για να γνωρίσει τους πρωταγωνιστές του "tricampeonato", των θριαμβευτών στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό. Η ομάδα αυτή συγκαταλέγεται στις κορυφαίες όλων των εποχών.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του "Brazil 1970", ο Σαμ Κούντι μιλάει στο Gazzetta, εμβαθύνοντας στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, την ιστορία του και την ομάδα εκείνη που άλλαξε την ιστορία. Μιλάει για τις σπάνιες ιστορίες που ανακάλυψε και δίνει τις δικές του προβλέψεις για τη Βραζιλία στο Μουντιάλ 2022 στο Κατάρ.
Πώς αποφάσισες να γράψεις συγκεκριμένα την ιστορία της Βραζιλίας του 1970; Τι την έκανε τόσο ενδιαφέρουσα για εσένα;
«Είμαι μέρος της γενιάς, που στα τέλη των 90ς γοητεύτηκε από την καμπάνια της Nike, πίστεψε ότι η Βραζιλία είναι dream team. Ποιος δεν θυμάται τη διάσημη διαφήμιση, στην οποία ο Ρονάλντο και ο Ρομάριο έπαιξαν μπάλα στο αεροδρόμιο, πριν την αναχώρηση για Γαλλία; Είναι εύκολο να εντυπωσιαστείς από τόσο "χορευτικούς" παίκτες. Οι περισσότεροι θυμούνται λιγότερο το τέλος της διαφήμισης: Ο Ρονάλντο σουτάρει στο δοκάρι! Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, προφητικό. Τελικά, η Βραζιλία απογοήτευσε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Η Nike πούλησε υπερβολικά την ομάδα. Ακόμα κι έτσι, το τέταρτο γκολ του Κάρλος Αλμπέρτο στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1970 με έκανε να αγαπήσω το παιχνίδι. Αυτές οι φθαρμένες εικόνες είναι απλά η μαγεία και το αγνό ποδόσφαιρο. Δεν είναι μια καμπάνια για πωλήσεις. Οπότε ξεκίνησα να καλύπτω τη Βραζιλία ως δημοσιογράφος, από το Ρίο μέχρι το Μαϊάμι και το Καζάν, το "νεκροταφείο" των σπουδαίων, όπου έχασαν από το Βέλγιο, τη χώρα μου. Μερικές φορές ήταν δύσκολο να πιστέψεις στο όμορφο παιχνίδι. Ακόμα περισσότερο, όταν ο Ζαΐρ Μπολσονάρο οικειοποιήθηκε την κίτρινη φανέλα έναν χρόνο αργότερα. Πολλοί από τους υποστηρικτές του φορούν την εμφάνιση της εθνικής ομάδας. Αυτό δεν αλλάζει τη σχέση με αυτή τη φανέλα. Ο θαυμασμός που είχα ως παιδί για τη Σελεσάο έχει φύγει, ίσως κι επειδή το απαιτεί το επάγγελμά μου. Αλλά η Σελεσάο του 1970 στέκεται ακόμα ψηλά. Είναι μια ιστορία που πάντα θέλω να λέω».
Ποιοι ήταν οι τακτικοί νεωτερισμοί του Μάριο Ζαγκάλο και πώς κατάφερε να δημιουργήσει ένα λειτουργικό σύνολο με τόσα πολλά δεκάρια;
«Αν και συχνά τον υποτιμούν στη Βραζιλία, ο Μάριο Ζαγκάλο είναι κλειδί. Όχι μόνο για το πώς έφτιαξε την ομάδα, αλλά για την ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου γενικότερα. Το 1958, ως ποδοσφαιριστής, έτρεχε πάνω-κάτω στο "φτερό", για να μεταμορφώσει το παραδοσιακό 4-2-4 της Βραζιλία σε ένα 4-3-3. Ήταν τότε ανήκουστο για έναν εξτρέμ να γυρίζει πίσω και να αμύνεται με τον τρόπο που το έκανε ο Ζαγκάλο, αλλά η ευφυΐα του διαβεβαίωσε τη θέση του στην αρχική 11άδα, επειδή στην ίδια θέση ο Πελέ και ο Κανοτέιρο ήταν πιο ταλαντούχοι. Όταν ο Ζαγκάλο έγινε προπονητής της εθνικής το 1970, εφάρμοσε την ίδια φόρμουλα: Το 4-3-3 ήταν ο δικός του σχηματισμός. Έκανε την ομάδα μια ζωντανή απεικόνιση του εαυτού του και με επιτυχία. Αυτό το 4-3-3 επίσης λέει πολλά για την τόσο σημαντική ισορροπία που βρήκε ο Ζαγκάλο. Αυτήν την ιδέα της ισορροπίας τη βλέπεις και στον σημερινό προπονητή της Βραζιλίας, τον Τίτε».
Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον, Ριβελίνο, Τοστάο. Ποιος ήταν ο πιο σημαντικός παίκτης σύμφωνα με την έρευνά σου και γιατί;
«Ο αρχηγός Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες μου είπε, πριν πεθάνει, ότι Ζέρσον ήταν το μυστικό της ομάδας και ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω; Ο Πελέ ήταν η πυξίδα, το κέντρο της βαρύτητας, πιθανόν ο κορυφαίος όλων των εποχών, αλλά ο Ζέρσον ήταν ο πιο σημαντικός παίκτης της ομάδας. Οι περισσότερες επιθέσεις περνούσαν από αυτόν. Κέρδισε τον τελικό με την Ιταλία παίζοντας πιο πίσω. Οι Ιταλοί, θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει λόγος να τον μαρκάρουν. Το γκολ του, το δεύτερο της Βραζιλίας, ήταν η κορωνίδα του τουρνουά και έκανε τους Ιταλούς να καταλάβουν ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Μερικοί ισχυρίζονται ο Ζέρσον ήταν αργός και ότι, για παράδειγμα, απέναντι στην Αγγλία θα δυσκολευόταν, καθώς οι Άγγλοι πίεζαν ψηλότερα και τον βασάνιζαν. Στο βιβλίο, το αντιπαρέρχεται με ένα απλό επιχείρημα: Νομίζεις ότι δεν δημιουργούσα χώρο για τον εαυτό μου; Τα εύσημα για τους παίκτες κλειδιά πρέπει επίσης να πάνε και στον Ζαϊρζίνιο για τα γκολ του, στον Τοστάο, για την τεχνική και για τον τρόπο που έκανε λειτουργική την επίθεση και στον Ριβελίνο, ο οποίος ήταν κομβικός στην τακτική του Ζαγκάλο, παίζοντας ως "ψευτο-εξτρέμ"».
Πάντως, αν και σχεδόν όλοι έχουν ακούσει για τον Ζαγκάλο, ελάχιστοι γνωρίζουν την ιστορία του Ζοάο Σαλντάνια και τον ρόλο του...
«Ήταν προπονητής, δημοσιογράφος, κομουνιστής, διαλεκτικός φιλόσοφος, ιδεαλιστής και ανθρωπιστής. Το 1969 προσλήφθηκε ως προπονητής της Εθνικής Βραζιλίας. Η απόφαση ήταν εντυπωσιακή, αλλά παράλληλα λογική από τη θέση του Ζοάο Χαβελάτζε, του προέδρου της Ομοσπονδίας τότε: Η Σελεσάο αντιμετώπιζε βαριά κριτική και χρειαζόταν κάποιον σκληρόπετσο. Εξαιρετικός αναλυτής της κατάστασης, ο Χαβελάτζε τζογάρισε και προσέλαβε τον Σαλντάνια, έναν δημοσιογράφο με ελάχιστα προπονητικά πεπραγμένα στη Μποταφόγκο, για να κάνει το παιχνίδι του με τον Τύπο. Πλέον, ένας δικός τους ήταν επικεφαλής. Ακόμα κι έτσι, ήταν τρελό: Ο Σαλντάνια ήταν κομμουνιστής και η Βραζιλία ζούσε υπό το καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας.
Οδήγησε τη Βραζιλία στα προκριματικά με αυτοπεποίθηση, αλλά μετά την κλήρωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η αυτοκρατορία του ξεκίνησε να καταρρέει. Στον Σαλντάνια, επιπλέον, άρεσε να καυγαδίζει. Ήταν ντόμπρος και μπορούσε να σου πει κατάμουτρα αυτό που σκεφτόταν, ανεξαρτήτως με το ποιος ήσουν. Τσακώθηκε με τον Γιούστριχ της Φλαμένγκο κρατώντας όπλο, κλασικός Σαλντάνια, και κατηγόρησε τον Πελέ ότι ήταν αγύμναστος και κοντόφθαλμος, που ήταν αλήθεια. Δεν έπαιρνε εντολές από κανέναν. Τα αποτελέσματα στα φιλικά επίσης δεν ήταν σπουδαία. Ο δικτάτορας, Στρατηγός Μεντίτσι, του ζήτησε να καλέσει τον Ντάντα Μαραβίλια -αν και αυτό δεν υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο- και ο Σαλντάνια αρνήθηκε. Συνήθως, αυτή η στιγμή χαρακτηρίζεται ως κομβική για το ότι ο Σαλντάνια καταδικάστηκε να χάσει τη δουλειά του. Εγώ διαφωνώ, νομίζω ότι ήταν ένας συνδυασμός όλων τον προαναφερόμενων παραγόντων και η συναισθηματική εξάντληση όλων των πλευρών, που οδήγησαν στην απομάκρυνσή του. Τον απέλυσε ευθέως το καθεστώς; Δεν θα μάθουμε ποτέ, αλλά η πλειοψηφία των παικτών με τους οποίους μίλησα, θεωρεί πως ναι. Οπότε, αν υπάρχει ένα άτομο στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο με το οποίο θα ήθελα να πάω για φαγητό, αυτό είναι ο Ζοάο Σαλντάνια. Δεν θα τον συμπαθούσα, πάντα έβγαζε τον αυταρχισμό που είχε κληρονομήσει από την ύπαιθρο του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ και κάποιες από τις απόψεις του δεν τις λες και αποδεκτές, αλλά θα ήταν εντυπωσιακό. Είναι μυθική μορφή και ποτέ δεν ξέρεις που τελειώνει η αλήθεια μαζί του».
Στη Λατινική Αμερική το ποδόσφαιρο έχει πάντα σχέσεις με την πολιτική. Πώς ήταν η σχέση της δικτατορίας με την ομάδα;
«Όπως δείχνει η πρόσληψη και η πορεία του Σαλντάνια στην Εθνική, φυσικά και είχε σχέση με την πολιτικά. Όπως είπε και ο Τοστάο, αυτή η πρόσληψη ήταν για πολλούς λόγους παράξενη: Ένας κομουνιστής προπονητής κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο Τοστάο συνέχισε, εξηγώντας ότι όλες οι κυβερνήσεις, δημοκρατικές ή όχι, χρησιμοποίησαν τη Σελεσάο ως εργαλείο προπαγάνδας, αναφέροντας άλλα ιστορικά παραδείγματα. Ο συμπαίκτης του στην Κρουζέιρο, Γουίλσον Πιάτσα, κεντρικός αμυντικός στην Εθνική Βραζιλίας, είπε ότι οι παίκτες δεν είχαν την πολιτική συνείδηση εκείνον τον καιρό για να καταλάβουν τι συνέβαινε. Τη λογοκρισία, την καταπίεση, τα βασανιστήρια κτλπ. Φυσικά, αυτές οι εξηγήσεις δεν είναι αρκετές για να ξεπλύνουν τη δικτατορία. Στο βιβλίο, αφιερώνω ένα κεφάλαιο στον Ντάντα, που δεν είναι τόσο γνωστός εκτός Βραζιλίας. Ο Ντάντα είναι το σύμβολο αυτού του είδους της μη πολιτικής στάσης των παικτών τότε, αλλά αργότερα ισχυρίστηκε ότι η δικτατορία ήταν καλή. Βγάζει νόημα από τη δική του πλευρά. Με πολλούς τρόπους, αντικατόπτριζε το "βραζιλιάνικο θαύμα", από το περιθώριο στην επιτυχία. Αλλά η θητεία του Σαλντάνια παραμένει και ο ρόλος του Ντάντα σε σχέση με το καθεστώς είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα κεφάλαια στην ποδοσφαιρική ιστορία της Βραζιλίας, που δείχνει την πολιτική κατάσταση της εποχής».
Ο Ζαϊρζίνιο γράφει τον πρόλογο στο βιβλίο σου. Πώς ήταν η εμπειρία της συνάντησης με έναν θρύλο;
«Συνάντησα τον Ζαιρζίνιο στη Λέμε, μια γωνία στην παραλία της Κόπα Καμπάνα. Μου είπε ότι ακόμα ξυπνά και σκέφτεται το 1970. Αυτό είναι, σε έναν βαθμό, μη υγιές! Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι για κάποιους παίκτες, η κατάκτηση του τίτλου το 1970 ήταν περισσότερο εμπόδιο παρά ευλογία. Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση ωστόσο: Τι κάνεις με το υπόλοιπο της ζωής σου, όταν φτάνεις σε αυτό το επίπεδο δόξας; Αυτό αφορά ακόμα περισσότερο εκείνη την ομάδα κι εκείνους τους παίκτες, γιατί το 1970 ήταν το τουρνουά που έκανε το ποδόσφαιρο ένα παγκόσμιο τηλεοπτικό θέαμα. Από εκείνη τη στιγμή, το ποδόσφαιρο έγινε ένα παγκόσμιο πολιτιστικό φαινόμενο. Ο Τοστάο ήταν με διαφορά ο πιο ενδιαφέρων από τους συνεντευξιαζόμενους. Αυτό δεν είναι και έκπληξη. Ήταν ο διανοούμενος εκείνης της ομάδας και έγινε γιατρός. Είναι πολλά που δεν είναι οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές: στοχαστικός, ήσυχος και εσωστρεφής. Δύο φορές την εβδομάδα, αρθρογραφεί στη Folha de Sao Paulo και είναι μια από τις πιο εμπνευσμένες στήλες για να διαβάσεις για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Είναι επίσης ένας από τους λίγους που κατάφεραν να διαχωρίσουν τον παίκτη από τον άνθρωπο. Πολλοί από τους άλλους ποδοσφαιριστές δυσκολεύονται να συμφιλιωθούν με τις ζωές τους μετά το ποδόσφαιρο, κυρίως, όταν έχουν φτάσει στα ύψη ενός 1970».
Για τους περισσότερους, το ματς με την Αγγλία του Σερ Αλφ Ράμσεϊ ήταν σαν τελικός πριν τον τελικό. Τι λες;
«Ήταν το ένα ματς που ξεχώρισε στη φάση των ομίλων, με ένα απαράμιλλο καστ προσωπικοτήτων που θα καθόριζε το τουρνουά: Τη μάχη των Παγκόσμιων Πρωταθλητών και των νικητών της διοργάνωσης του 1958 και 1962. Οι Νοτιοαμερικάνοι εφάρμοσαν άμυνα ζώνης, ενώ η Αγγλία αμυνόταν με ένα ελαφρώς χαλαρό man marking. Αυτό, πιθανόν, να κόστισε στην Αγγλία το τουρνουά. Ήταν μια πολύ εξαντλητική στρατηγική στον καύσωνα του Μεξικού. Ο Ζαγκάλο καταλάβαινε το σύγχρονο παιχνίδι, η ομάδα του ήξερε πώς να καταλαμβάνει χώρο υποχωρώντας, γεγονός που ταίριαζε στις μεξικανικές συνθήκες που απαιτούσαν "οικονομία" δυνάμεων.
Στο ξεκίνημα του δευτέρου ημιχρόνου η Βραζιλία πίεσε ψηλά και το γκολ του Ζαϊρζίνιο ήταν το αποκορύφωμα της πιστής αλληλεπίδρασης και του ατομικού ταλέντου. Μετέτρεψαν τη μοναδική, μεγάλη τους ευκαιρία, σε γκολ. Οι Άγγλοι δεν εκμεταλλεύτηκαν τις δικές τους. Ήταν βέβαιο ότι θα βλέπαμε ένα ματς που θα κρινόταν στις μικρές λεπτομέρειες. Αλλά, και αυτό είναι ίσως και το πλεονέκτημα εκ των υστέρων, όταν ξαναβλέπεις το ματς, είναι αρκετά συνηθισμένο με ποδοσφαιρικούς όρους. Τα 90 λεπτά ήταν γεμάτα με άστοχες πάσες και αδέξιες άμυνες από τους Βραζιλιάνους, όπως επίσης και με μια τρομακτική έλλειψη ιδεών και τακτικής από τους Άγγλους, οι οποίοι στόχευαν ψηλά και μακριά, γεγονός που δεν βοηθάει σε ένα ντέρμπι Παγκοσμίου Κυπέλλου. Δεν βοήθησε ούτε το γεγονός ότι τόσο η Αγγλία όσο και η Βραζιλία έπαιξαν για να μην χάσουν.
Στο βιβλίο "Scientific Soccer in the Seventies", ο Ρότζερ ΜακΝτόναλντ και ο Έρικ Μπάτι υποστηρίζουν ακριβώς ότι "η Βραζιλία ήταν ένας σφιχτός αμυντικός αγώνας, στον οποίο καμία ομάδα δεν ήταν έτοιμη να τα ρισκάρει όλα, φοβούμενη ότι θα τα χάσει όλα”. Στο πλαίσιο της διοργάνωσης ήταν ένα δραματικό ματς που σε απορροφούσε, αλλά με καθαρά ποδοσφαιρικούς όρους ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι. Και συμμερίζομαι αυτό το συναίσθημα, ωστόσο είναι το πλαίσιο ενός αγώνα που τον κάνει αξέχαστο. Στο τέλος, τίποτα δεν μετρούσε πραγματικά: Το Βραζιλία εναντίον Αγγλίας ήταν ένα ματς που καθόριζε ομάδες, παίκτες και σε έναν βαθμό ζωές. Η Αγγλία βρισκόταν σε πτώση, στον γκρεμό της μετριότητας και της αυταπάτης, αγνοώντας τη μειωμένη παγκόσμια θέση της, ενώ η Βραζιλία εδραίωσε το χρυσή εποχή της. Ένα τρίτο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν εφικτό. Στην παραλία Κόπα Καμπάνα, μέχρι σήμερα, ο Ζαϊρζίνιο συλλογίζεται αυτό το γκολ.»
Ποια ήταν η πιο εντυπωσιακή ιστορία που ανακάλυψες στο ταξίδι του βιβλίου;
«Ο μύθος ότι η Βραζιλία επέλεξε 11 παίκτες από την παραλία και τέλος. Στη Βραζιλία, υπάρχει αυτή η ιδέα ότι οι Βραζιλιάνοι αθλητές είναι ανώτεροι. Ήταν ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας, Νέλσον Ροντρίγκες, που διέδωσε αυτή τη σχολή σκέψης μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 στη Σουηδία, όπου η νίκη της Βραζιλίας σκότωσε το κόμπλεξ των μιγάδων της χώρας . Η γλώσσα του Ροντρίγκες ήταν τόσο εύγλωττη και ποιητική, αλλά προφανώς αυτός ο ισχυρισμός του ήταν ανόητος και παράλογος. Ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 και του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1970, το υψόμετρο έγινε ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, όπως και ο αντίκτυπός του στις αθλητικές επιδόσεις. Ο καθηγητής Λαμαρτίν Ντακόστα εισήγαγε την επιστήμη στα βραζιλιάνικο αθλήματα και πιο συγκεκριμένα στο ποδόσφαιρο, όπου η προετοιμασία ήταν πολύ ερασιτεχνική, στην καλύτερη. Φυσικά, μπροστά στο υψόμετρο του Μεξικού δεν υπήρχε άλλη επιλογή: Έπρεπε να προσαρμοστείς ή να χάσεις. Υπό αυτή την έννοια, ήταν καλό για το Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο.
Η άλλη ανάγνωση είναι ότι οι τεχνοκράτες εισέβαλαν στο παιχνίδι. Ήταν παντού στη βραζιλιάνικη κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του '60, δεδομένης της πολιτικής στιγμής και του αστερισμού της κυβέρνησης, επομένως οποιαδήποτε ανάλυση για τη νίκη της Βραζιλίας το 1970 πρέπει να είναι βαθιά τεχνοκρατική. Δεν θα είχε συμβεί ποτέ χωρίς ενδελεχή επιστημονική προετοιμασία. Θυμηθείτε ότι το 1959, η Βραζιλία είχε επίσης δώσει επαγγελματικό χαρακτήρα στο προσωπικό της ομάδας με έναν μάγειρα, έναν οδοντίατρο και έναν ψυχίατρο. Αποτελεί φυσικά ειρωνεία, ότι το η μεγαλύτερη νίκη της Βραζιλίας το 1970 ήταν επίσης το σημάδι της κατάρρευσης. Η τεχνοκρατική επιρροή σήμαινε ότι ο Κλαούντιο Κουτίνιο και ο Κάρλος Αλμπέρτο Περέιρα έγιναν τα νέα πρόσωπα του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Είχαν διαφορετική προσέγγιση στο παιχνίδι, μετρούσαν τα πάντα. Σταδιακά, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο αντικατέστησε τους αρτίστες με αθλητές, κυρίως στη μεσαία γραμμή, γεγονός που αλλοίωσε την ποδοσφαιρική ταυτότητα της χώρας».
Τελικά, ήταν η Σελεσάο του 1970 η καλύτερη εθνική ομάδα που γνώρισε ο κόσμος;
«Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται σε μια σειρά από λόγους. Η Βραζιλία του 1970 ήταν μια ομάδα απίστευτου ταλέντο, που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο με καταιγιστικό τρόπο σε τρεις εβδομάδες ντελίριου στο Μεξικό. Αλλά αυτό από μόνο του δεν την κάνει μια από τις καλύτερες όλων των εποχών. Πρέπει να ξεπεράσεις τη στιγμή και να μεταμορφώσεις το άθλημα, γεγονός που έκανε εκείνη η Βραζιλία. Το τουρνουά του 1970 ήταν η πρώτη έγχρωμη μετάδοση Παγκοσμίου Κυπέλλου σε όλον τον κόσμο, ήταν η πρώτη παγκόσμια τηλεοπτική στιγμή στην ιστορία μετά την προσγείωση στο φεγγάρι. Έγινε μια ανεξίτηλη παιδική ανάμνηση για μια ολόκληρη γενιά. Οι Βραζιλιάνοι άδραξαν τη στιγμή και η πληθωρική τους νίκη σηματοδότησε μια εντελώς νέα εποχή για το άθλημα, το ποδόσφαιρο έγινε παγκόσμιο πολιτιστικό φαινόμενο. Από ποδοσφαιρική άποψη, το tricampeonato σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής της Βραζιλίας, ενώ ταυτόχρονα η χώρα εδραιώθηκε ως "ποδοσφαιρικό έθνος". Υπάρχει ένα στοιχείο ρομαντισμού στον θρίαμβο της Βραζιλίας. Μετά την κατάκτηση του φεγγαριού, το να νικήσεις την Ιταλία φαινόταν ως μια ακόμα νίκη για την ανθρωπότητα».
Τι πιστεύεις για το Μουντιάλ του Κατάρ; Θα προσθέσει η Βραζιλία ένα ακόμα τρόπαιο στη συλλογή της;
«Η Βραζιλία είναι ανάμεσα στα φαβορί για το Κατάρ. Ο αποκλεισμός από το Βέλγιο, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ταρακούνησε τον Τίτε. Έγινε, αφού η Ομοσπονδία τον κράτησε, ο πρώτος προπονητής της Βραζιλίας που παραμένει μετά από Παγκόσμιο Κύπελλο, έπειτα από τον Κλαούντιο Κουτίνιο και έκανε αυτό που θα έκαναν οι περισσότεροι προπονητές στη θέση του: Ενίσχυσε τη μεσαία γραμμή. Κατά βάθος, ο Τίτε είναι ένας πραγματιστής προπονητής. Απομακρύνθηκε από το οργανωμένο και άκαμπτο παιχνίδι, έπειτα από μια παύση στην καριέρα του, όπου βυθίστηκε σε διαφορετικές σχολές ποδοσφαίρου, αλλά ποτέ δεν θα εγκαταλείψει την ισορροπία της ομάδας του. Ο ιδεαλισμός δεν μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία, κατά την άποψη του Τίτε. Και η ισορροπία πάντα έπαιζε ρόλο στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Σκεφτείτε τον Μάριο Ζαγκάλο, το 1958, ο οποίος έτρεξε πάνω-κάτω στην πτέρυγα για να μετατρέψει ένα 4-2-4 σε 4-3-3, τη βάση που θα χρησιμοποιούσε για να οδηγήσει τη Βραζιλία στον τρίτο της τίτλο στο Μεξικό.
Αυτή η ομάδα της Βραζιλίας είναι πιο ισορροπημένη και πιο δυνατή από ό,τι πριν τέσσερα χρόνια. Δεν εξαρτάται πλέον από τον Νεϊμάρ, με την ανάδυση του Βινίσιους και των άλλων επιθετικών ταλέντων. Το βασικό ερωτηματικό παραμένει το πώς θα αντιμετωπίσει τους αντίπαλους από την Ευρώπη. Το 2019, η Βραζιλία έπαιξε για τελευταία φορά με ομάδα από τη Γηραιά Ήπειρο, όταν νίκησε την Τσεχία σε φιλικό, αλλά με το Nataions League έχει γίνει σχεδόν αδύνατο για τη Βραζιλία να διοργανώσει φιλικά εναντίον των ελίτ ομάδων της Ευρώπης. Έτσι, το να παίζει μαζί τους κάθε τέσσερα χρόνια, κάνει πολύ δύσκολο για τη Βραζιλία το να κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ακόμα κι έτσι, αυτή η ομάδα φαίνεται πολύ καλή και περιμένω να λάμψει».
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:
- Βενεζουέλα - Βραζιλία: Ποδοσφαιριστής των γηπεδούχων χαστούκισε τον Βινίσιους και αντίκρισε την κόκκινη κάρτα (Vid)
- Προκριματικά Μουντιάλ: Ήττα με ανατροπή για την Αργεντινή, γκέλαρε η Βραζιλία με μοιραίο τον Βινίσιους
- Αντριάνο, η συγκλονιστική εξομολόγηση: «Πίνω κάθε μέρα, έχω εμμονή με το να χαραμίζω τη ζωή μου»