H άγνωστη Εθνική Ελλάδος του 2004
Καλοκαίρι του 2004. Στο γήπεδο βρίσκονται περισσότεροι από 28 χιλιάδες Έλληνες, οι οποίοι φορούν τις γαλανόλευκες φανέλες και περιμένουν εναγωνίως να ξεκινήσει το παιχνίδι. Οι κάμερες πέφτουν πάνω στον Ότο Ρεχάγκελ. Το όνομά του αντηχεί παντού στο χώρο. Εκείνος σηκώνεται από τη θέση του και χειροκροτεί το πλήθος. Μόνο που δε βρίσκεται κάτω στον αγωνιστικό χώρο αλλά στις κερκίδες.
Το ημερολόγιο γράφει 11 Αυγούστου, έναν μόλις μήνα μετά το έπος του Euro 2004 και όλοι είναι έτοιμοι να παρακολουθήσουν στο Καυτατζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης, το πρώτο παιχνίδι της ποδοσφαιρικής ολυμπιακής ομάδας της Ελλάδας κόντρα στην αντίστοιχη της Κορέας. Της άλλης εθνικής ομάδας, η οποία, ωστόσο, δεν κατάφερε να τα πάει τόσο καλά όσο η προηγούμενη.
Ποια είναι η ιστορία, όμως, πίσω από αυτή, ποιοι ποδοσφαιριστές φόρεσαν τη φανέλα της και τι θυμόμαστε τελικά από αυτή 20 χρόνια αργότερα; Ας τα πάρουμε, όμως, όλα από την αρχή. Το ποδόσφαιρο είναι ίσως το μοναδικό σπορ των Ολυμπιακών Αγώνων στο οποίο δεν αγωνίζονται οι καλύτεροι αθλητές του. Ή για να το κάνουμε ακόμη πιο κατανοητό, οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες των κάθε χωρών επιλέγουν στην τελική φάση του ολυμπιακού τουρνουά να κατέβουν με την ομάδα νέων.
Η Ελλάδα μέχρι το 2004 είχε καταφέρει να προκριθεί μόλις δύο φορές στον τελική φάση του ολυμπιακού τουρνουά ποδοσφαίρου. Μόνο που αυτές ήταν το μακρινό 1920 στην Αμβέρσα, όταν και χάσαμε με 9-0 κόντρα στη Σουηδία και το 1952 επί ιταλικού εδάφους κόντρα στη Δανία, με τον Νίκο Πεντζαρόπουλο, τον «ήρωα του Τάμπερε», να μην μπορεί να αποσοβήσει την ήττα από τους Δανούς με σκορ 2-1.
Ο Στράτος Αποστολάκης ομοσπονδιακός προπονητής και ο Ιεροκλής Στολτίδης αρχηγός
Με την ανάθεση όμως των αγώνων στην Αθήνα ήρθε απευθείας και το τρίτο εισιτήριο, χωρίς αγώνες πρόκρισης. Οι πρώτες διεργασίες για τη στελέχωση του ρόστερ ξεκίνησαν πριν ακόμη την κατάκτηση του ευρωπαϊκού. Το ίδιο και οι ετοιμασίες των γηπέδων για τη διεξαγωγή του τουρνουά, το οποίο παραδοσιακά ξεκινάει μερικές πριν την τελετή έναρξης των αγώνων.
Τα γήπεδα που επρόκειτο να φιλοξενήσουν τους αγώνες ήταν το εξής: το ΟΑΚΑ, το Στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης, το Καυτατζόγλειο, το Παμπελοποννησιακό, το Παγκρήτιο και τον Πανθεσσαλικό. Τα δύο τελευταία μάλιστα φτιάχτηκαν από το μηδέν για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων. Το πρώτο ματς της ολυμπιακής ομάδας της χώρας στο τουρνουά συνέβη στη Θεσσαλονίκη κόντρα στη Νότια Κορέα.
Ομοσπονδιακός προπονητής της ομάδας ανέλαβε ο Στράτος Αποστολάκης, ενώ στο πλευρό ήταν αρκετές φιγούρες που διακρίθηκαν στο παρελθόν στα ελληνικά γήπεδα. Μεταξύ αυτών και ο Νίκος Σαργκάνης. Και ενώ οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές ήταν μέλη της εθνικής νέων της Ελλάδας, υπήρχαν τρεις που υπερέβαιναν το όριο των 23 ετών.
Ήταν ο Κώστας Νεμπεγλέρας, ο Ιεροκλής Στολτίδης και ο Μίλτος Σαπάνης. Ο δεύτερος, μάλιστα, ο οποίος δε συμπεριλήφθηκε στην αποστολή για τους αγώνες στο Euro έναν μήνα πριν, φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ήταν κι αυτό μια ανταμοιβή για την εξαιρετική του καριέρα όλα αυτά τα χρόνια στα ελληνικά γήπεδα με τη φανέλα πρώτα του Ηρακλή και ύστερα του Ολυμπιακού.
Η υποδοχή της ομάδας κατά την είσοδο στο γήπεδο, όπως παρουσιάζεται και στα video της εποχής, ήταν τόσο θερμή όσο εκείνη της αντίστοιχης του Euro. Όλοι ήλπιζαν ότι μια δεύτερη διάκριση σε δύο μόλις μήνες ήταν πολύ πιθανή. Άλλωστε, τα αποτελέσματα των προηγούμενων μηνών και η δουλειά που είχε γίνει κατά την προετοιμασία έτρεφε ελπίδες.
Όπως διαβάζουμε στα ρεπορτάζ της εποχής, η ολυμπιακή ομάδα λίγους μήνες πριν από τους αγώνες είχε καταφέρει να επικρατήσει ξανά στο Καυτατζόγλειο κόντρα της, σαφώς ισχυρότερης, Γερμανίας με σκορ 2-1. Ανάμεσα στους σκόρερ της αναμέτρησης ήταν και ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης, η καριέρα του οποίου όλοι γνωρίζουμε πώς εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η ομάδα έκανε μια μακρά προετοιμασία τόσο στην Αθήνα όσο και στο Καρπενήσι προκειμένου να είναι έτοιμοι για τους αγώνες. Το πρώτο ματς ήταν ένας καλός οιωνός, καθώς μπορεί να μην ήρθε η νίκη κόντρα στη Νότια Κορέα, αλλά η ισοπαλία με σκορ 2-2 έδειχνε ότι όλα είναι πιθανά.
Τα όνειρα για μετάλλιο και η «παταγώδης αποτυχία»
Άλλωστε, το ολυμπιακό τουρνουά ποδοσφαίρου δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανένα άλλο, καθώς σε αυτό συμμετείχε ένα κλειστό κλαμπ μόλις οχτώ ομάδων από ολόκληρο τον πλανήτη. Οπότε, μια πιθανή πρόκριση στον επόμενο γύρο, έφερνε την Ελλάδα μια ανάσα από τα μετάλλια. Ο ελληνικός όμιλος θεωρήθηκε βατός, καθώς σε αυτόν συμμετείχαν επίσης το Μεξικό και το Μάλι.
Και το δεύτερο παιχνίδι πραγματοποιήθηκε στο κατάμεστο Καυτατζόγλειο. Μόνο που από γιορτή μετατράπηκε σε «κηδεία». Το Μάλι κέρδισε με 2-0 και έβαλε πολύ δύσκολα στην Ελλάδα, η οποία έψαχνε νίκη και μόνο στο τελευταίο παιχνίδι στο Μεξικό. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, η ελληνική αποστολή μπήκε αρκετά χαλαρά στο παιχνίδι, θεωρώντας ότι θα το κερδίσει σχετικά εύκολα. Κάτι που, όμως, δε συνέβη.
Ο τεχνικός της ομάδας, Στράτος Αποστολάκης, δήλωσε στους δημοσιογράφους μετά τη λήξη του παιχνιδιού: «Είναι πολύ δύσκολο να έχεις στοιχεία για αυτές τις ομάδες. Το παιχνίδι που έκανε το Μάλι με το Μεξικό ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό ματς, όπου έκανε εκπληκτικό παιχνίδι. Και σε συνδυασμό με το πολύ άσχημο δικό μας παιχνίδι, έφερε τη νίκη για την αφρικανική ομάδα» επεσήμανε και συνέχισε:
«Σε αυτό το τουρνουά μας λείπουν τα εύκολα γκολ. Αυτό έγινε και στο παιχνίδι με την Κορέα αλλά και σήμερα. Δεν μπορούσαμε να τελειώσουμε τις φάσεις. Από την άλλη πλευρά με το “καλημέρα” δεχόμαστε γκολ». Ο τελικός κόντρα στο Μεξικό πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου 2004 στο Πανθεσσαλικό Στάδιο. Παρά την υπερπροσπάθεια, η Ελλάδα ηττήθηκε ξανά, αυτή τη φορά με σκορ 3-2 και αποχαιρέτησε πρόωρα τη διοργάνωση. Οι περίπου 22 χιλιάδες θεατές της αναμέτρησης, παρά την απογοήτευση, χειροκρότησαν την προσπάθεια.
Εκείνο το ματς κόντρα στο Μεξικό παραμένει μέχρι σήμερα το τελευταίο της Ελλάδας σε ποδοσφαιρικό ολυμπιακό τουρνουά. Και μπορεί στις εφημερίδες της εποχής να γινόταν λόγος για παταγώδη επιτυχία, από τη ρόστερ της ξεπήδησαν ποδοσφαιριστές που αργότερα έκαναν μεγάλη καριέρα, τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Ο λόγος για τον Δημήτρη Παπαδόπουλο, τον Βαγγέλη Μόρα, τον Λουκά Βύντρα, τον Μιχάλη Σηφάκη, τον Γιώργο Φωτάκη και φυσικά τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη. Τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος έχει να υπερηφανεύεται ότι ήταν εκείνος που πέτυχε το πρώτο στην ιστορία της χώρας σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, το 2010 στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής. Ποιος θυμόταν, όμως, τότε ότι έξι καλοκαίρια πριν ήταν ανάμεσα στους παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα της «άγνωστης» εθνικής ελλάδος του 2004;
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.