Ένα τέλειο ποδοσφαιρικό project…

Μιχάλης Τσόχος Μιχάλης Τσόχος
Ένα τέλειο ποδοσφαιρικό project…
Ο Μιχάλης Τσόχος γράφει για την ομάδα που ανέβηκε τα σκαλιά της ποιότητας και έστρωσε το χαλί της σταθερότητας, με πλάνο και όχι με χρήματα…

Το πόσο μεγάλωσε το μέγεθος Λέστερ το κατάλαβα, όχι την χρονιά που πήρε το πρωτάθλημα, αλλά πέρυσι. Στην Αγγλία, έστω κι’ αν τον 21ο αιώνα δεν συμβαίνει, το να πάρει ένα μεγάλο αουτσάιντερ ένα πρωτάθλημα, θα μπορούσε θεωρητικώς να συμβεί μία φορά. Προφανώς ο τίτλος του 2016 είναι το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό επίτευγμα σε επίπεδο συλλόγων, αλλά αυτό που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια στην Λέστερ, είναι για εμένα εξίσου σπουδαίο.

Πέρυσι λοιπόν, υπήρξαν δύο στιγμιότυπα μέσα στη διάρκεια της σεζόν που με έκαναν να καταλάβω, πόσο έχει μεγαλώσει το μέγεθος Λέστερ και πόσο σπουδαίο είναι όλο αυτό που έχει συμβεί σε ένα μεγάλο χωριό της Αγγλίας. Το πρώτο περιστατικό, ήταν όταν ο Μπρένταν Ρότζερς έκανε την περίφημη δήλωση απαντώντας στις σειρήνες της Αρσεναλ με τη φράση «Πείτε μου γιατί ένας προπονητής να θέλει να φύγει από την Λέστερ για οποιαδήποτε ομάδα…» και δεν πήγε καν να συζητήσει το ενδεχόμενο να αναλάβει μία από τις τρεις τέσσερις παραδοσιακές δυνάμεις του νησιού. Τότε, σε αρκετούς είχε φανεί υπερβολική η δήλωσή του, σχεδόν σαν άδειασμα. Οποιος βλέπει σήμερα, ένα χρόνο μετά, τη βαθμολογία, νομίζω ότι καταλαβαίνει πολύ καλά, τι ακριβώς εννοούσε ο Ρότζερς.

Το δεύτερο περιστατικό που μου φανέρωσε το μέγεθος της ανάπτυξης της Λέστερ, ήταν το γεγονός ότι στο φινάλε της σεζόν, ο τερματισμός της στην 5η και όχι την 4η θέση, θεωρήθηκε αποτυχία. Είναι αυτό που λένε οι πιτσιρικάδες με τον χαρακτηριστικό ύφος… «εκεί φτάσαμε…». Ακριβώς εκεί φτάσαμε με την Λέστερ, να στοχεύει κάθε χρόνο να μπει στην τετράδα της Πρέμιερ Λιγκ και να το βρίσκουμε και αποτυχία αν δεν τα καταφέρει.

Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο την τελευταία διετία και στην Ιταλία με την Αταλάντα και είναι εξίσου σπουδαίο, αλλά στη Λέστερ είναι διαφορετικό. Όχι μόνο γιατί στη Λέστερ κατέκτησαν το πρωτάθλημα, αλλά και γιατί η «κολόνια» πλέον έφτασε να κρατάει έξι χρόνια…

 

Εξι χρόνια που το club κάνει συνεχώς βήματα προς τα εμπρός. Που πλέον έχει χτίσει ένα από τα καλύτερα προπονητικά κέντρα στον κόσμο, που οργανώνει τις ακαδημίες της υποδειγματικά, που μεγαλώνει μέσα στις τέσσερις γραμμές υπέροχα. Και όλα αυτά όχι γιατί κάποιος παράγοντας αδειάζει το πορτοφόλι του, αλλά με τα δικά της έσοδα, τα οποία προφανέστατα είναι απείρως λιγότερα και από τις περισσότερες ομάδες που περνά στη βαθμολογία, σχεδόν κάθε χρόνο και με άνεση…

Φέτος για μία ακόμη χρονιά, είναι εκεί, μονίμως στην πρώτη τετράδα. Μπορεί στο τέλος και πάλι να μην τα καταφέρει, γιατί η Τσέλσι που ξόδεψε 250 εκατ ευρώ για μεταγραφές μπορεί να την προλάβει, ή η Τότεναμ του Μουρίνιο να ανακάμψει. Εστω κι’ έτσι πάλι εκεί θα είναι μέχρι το φινάλε. Όπως εκεί είναι πιθανό να είναι μέχρι το φινάλε και στο Europa League κυνηγώντας ακόμη και ευρωπαϊκό τρόπαιο, όπως εκεί είναι και στο Κύπελλο, να παλεύει για την κατάκτησή του. Μία ομάδα που με κάποιο μυθικό τρόπο τα κάνει όλα σωστά και με σχέδιο. Παίρνει για 20 εκατ λίρες τον Μαγκουάιρ, δηλώνει ότι δεν τον πουλάει αν κάποιος δεν ακουμπήσει 90 εκατ. στο τραπέζι, όλοι γελάνε μαζί της και με την υπερβολή της και τελικά, κάποιος ακουμπά τα 90 στον τραπέζι για να πάρει τον Μαγκουάιρ. Βγάζει από τις ακαδημίες τον Τσίλγουελ που πρωτοεμφανίστηκε τη χρονιά του τίτλου στο ρόστερ και έπαιξε κανά δύο ματς ως πιτσιρικάς και δηλώνει ότι αν δεν βάλει κάποιος στο τραπέζι 50 εκατ, Τσίγλουελ δεν θα πάρει. Και κάποιος τα βάζει για να τον πάρει.

Δημιουργεί ένα τέτοιο περιβάλλον για τους ποδοσφαιριστές, που αρκετοί από αυτούς δεν θέλουν να φύγουν ποτέ, όπως ο Βάρντι ή ο Σμάιχελ ή ο Μάντισον και ακόμη και αυτοί που φεύγουν πίνουν νερό στο όνομα του club. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Καντέ. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής στον κόσμο που απαίτησε από την επόμενη ομάδα του περισσότερα από όσα προέβλεπε η ρήτρα του προκειμένου να τον αποκτήσει. Η Τσέλσι για να τον πάρει πλήρωσε 35 εκατ και όχι 25, που ήταν η ρήτρα του Γάλλου, διαφορετικά ο Καντέ δεν θα είχε υπογράψει ποτέ για αυτήν…

Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε τυχαία. Δεν παίρνει κάθε χρόνο σπουδαίους παίκτες η Λέστερ τυχαία. Δεν βρήκε δύο νέα στόπερ σε ηλικία, τον Σογιουντσού και τον Φοφανά, οι οποίοι πιθανόν είναι καλύτεροι του Μαγκουάιρ, τυχαία κι’ ας κόστισαν και οι δύο μαζί, τα μισά χρήματα από αυτά που πήρε η Λέστερ για να δώσει τον Αγγλο.

Το μότο της είναι ξεκάθαρο. Ποτέ παραπάνω από μία πώληση πρωτοκλασάτου ποδοσφαιριστή σε ένα χρόνο. Κάθε χρόνο και ένας. Την μία ο Καντέ, την άλλη ο Μαχρέζ, την επόμενη ο Μαγκουάιρ, τη μεθεπόμενη ο Τσίλγουελ, ποτέ όμως δύο ή τρεις στην ίδια μεταγραφική περίοδο. Και τα χρήματα αυτά πάντα μένουν στην ομάδα, στο προπονητικό κέντρο, στις ακαδημίες, στις μεταγραφές. Και μονίμως υπέροχες επιλογές στο μεταγραφικό παζάρι, χάρη στους τεχνικούς διευθυντές και τους σκάουτερ της ομάδας που κάνουν εξαιρετική δουλειά.

Σε όλα αυτά προσθέστε, πλέον και την παρουσία ενός υπέροχου προπονητή, όπως ο Ρότζερς, ο οποίος έχει υπογράψει ένα πολυετές συμβόλαιο και δεν το σκέφτεται να φύγει για κανέναν λόγο και έχετε μπροστά σας μία ομάδα που τα κάνει σχεδόν όλα τέλεια. Τόσο τέλεια που την έβλεπα στο Λονδίνο να παίρνει μία ακόμη εκτός έδρας νίκη φέτος, με αρκετούς παίκτες να λείπουν λόγω τραυματισμού (ανάμεσά τους και ο Βάρντι) και σκεφτόμουν ότι είναι πιθανό φέτος να κάνουν ξανά κάτι μεγάλο. Ισως τελικά να τερματίσουν στην πρώτη τετράδα, ίσως να πάρουν το Κύπελλο, ή μήπως να σηκώσουν ευρωπαϊκό τρόπαιο; Ακόμη όμως κι’ αν στο τέλος δεν τα καταφέρουν, το σίγουρο είναι ότι του χρόνου εκεί θα είναι, για να προσπαθήσουν ξανά για όλα αυτά, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημο αυτής της ομάδας την τελευταία πενταετία…

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Μιχάλης Τσόχος
Μιχάλης Τσόχος

Ο Μιχάλης Τσόχος γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε πιστεύοντας ότι θα γίνει ψυχολόγος. Τελικά η ψυχολογία… γλίτωσε, όχι όμως και η δημοσιογραφία με την οποία ασχολείται επαγγελματικά για 25 χρόνια. Ξεκίνησε από τις εφημερίδες, τις οποίες θεωρεί ακόμη και σήμερα το μοναδικό πραγματικό σχολείο της δημοσιογραφίας και το ραδιόφωνο, το οποίο παραμένει η μεγάλη αγάπη του. Εργάστηκε στο «ΦΩΣ», στο «Βήμα», ενώ υπήρξε αρχισυντάκτης του Sportime και διευθυντής της SportDay. Η πρώτη του δουλειά ήταν ο Bwin ΣΠΟΡ FM, ενώ στο διαδίκτυο παραμένει πιστός στο gazzetta για πάνω από μία δεκαετία. Πέραν όλων των άλλων, τον… αντέχει και η τηλεόραση για πάνω από 10 χρόνια (Cosmote TV) και ο ίδιος αντέχει την ίδια γυναίκα που παντρεύτηκε πριν από 20 χρόνια (ήρωας είμαι!!!). Όλα τα παραπάνω τα… αντέχουν υπομονετικά οι δύο κόρες του.