To αντιθετικό ζεύγος Γιουβέντους - Φιορεντίνα και η σχέση τους με την «Σκουάντρα Ατζούρα» (pics & vids)
Στο ιταλικό ποδόσφαιρο υπάρχουν πολλά αντιθετικά ζεύγη μεγάλης τραγικότητας. Δύο τέτοια είναι Φλωρεντία και η Γιουβέντους και η σχέση τους με την εθνική Ιταλίας. Μια τραγικότητα που εμφανίστηκε αυτό το καλοκαίρι, στο απόλυτο ονειρικό καλοκαίρι για την «Σκουάντρα Ατζούρα» η οποία αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Και αυτό που κατάφερε η ομάδα του Ρομπέρτο Μαντσίνι δεν ήταν μια κατάκτηση ενός τροπαίου, αλλά κάτι παραπάνω. Είναι κατά τη διάρκεια αυτών των στιγμών της ποδοσφαιρικής εθνικής ομάδας που οι Ιταλοί στρέφουν την πλάτη τους στον τοπικισμό τους. Ακόμα και αν χρειάζεται ακόμα μεγάλη προσπάθεια, η εθνική Ιταλίας έχει καταφέρει να φτιάξει αυτό που θέλει η πλειοψηφία των κατοίκων, να φτιάξει Ιταλούς.
Την ώρα που σχεδόν σε όλες τις χώρες η εθνική ποδοσφαίρου αποτελεί το καμάρι και το ενωτικό στοιχείο για την δημιουργία μιας εθνικής συνείδησης, η «Σκουάντρα Ατζούρα» έδινε σχεδόν από την πρώτη ημέρα ύπαρξής της ένα τεράστιο αγώνα για να μπορέσει να συγκροτήσει διαφορετικούς πολίτες ενός έθνους σε μια συλλογική οντότητα, να αποτελέσουν ένα έθνος, μία ομάδα. Το τοπικιστικό στοιχείο είναι τόσο έντονο στην χώρα σε σημείο -τουλάχιστον στο ποδοσφαιρικό κομμάτι - που οι Ιταλοί στρέφουν την πλάτη στην χώρα τους προβάλλοντας την πόλη τους και την περιοχή τους. Στο αθλητικό κομμάτι η Φλωρεντία είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της τραγικότητας αυτής, της αντίθεσης του τοπικιστικού στοιχείου με αυτό που όριζε ο Μπένεντικτ Άντερσον στις Φανταστικές Κοινότητες ως έθνος... «την ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη».
Η δύσκολη «σχέση» της Φιορεντίνα με την «Σκουάντρα Ατζούρα»
Η Φλωρεντία είναι διαφορετική, ακατανόητη, λένε. Ένα είδος συναισθηματικής και πρωταρχικής ένωσης που πάντοτε αμφισβητούσε τα πάντα και όλους. Ακολουθούσε πάντα ένα μοναχικό και αυτόνομο δρόμο καθόλη την διάρκεια της ιστορίας αποτελώντας το μέρος όπου χάρισε στην ανθρωπότητα κινήματα όπως η Αναγέννηση με την άνθηση της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης, της θρησκείας και της πολιτικής επιστήμης. Από την ημέρα της δημιουργίας του σύγχρονου ιταλικού κράτους ποτέ οι κάτοικοι της δεν υιοθέτησαν αληθινά αυτό το συλλογικό στοιχείο και πάντοτε προτιμούσαν την ταμπέλα του Φλωρεντίνου, του Τοσκανού.
Χωρίς πραγματικό αεροδρόμιο, χωρίς τη μεγάλη οικονομία, χωρίς πολιτική να μετράει έβλεπε την λεηλασία των άλλων πάνω της. Σε όλους τους τομείς, αλλά ειδικά στο ποδόσφαιρο. Η πρώτη «λεηλασία» έγινε στις 16 Μαΐου του 1982. Φιορεντίνα και Γιουβέντους ήταν ισόβαθμοι και αγωνίζονταν και οι δύο εκτός έδρας σε Κάλιαρι και Καταντζάρο. Κι ενώ οι «βιόλα» έμεναν στο 0-0 στην Σαρδηνία με τον διαιτητή μάλιστα να ακυρώνει κανονικό γκολ, η Γιουβέντους περνούσε από το Καταντζάρο με εύστοχη εκτέλεση πέναλτι του Μπρέιντι με την Καταντζάρο να έχει στο τέλος παράπονα για ένα δικό της πέναλτι που δεν δόθηκε. Η δεύτερη «λεηλασία» έγινε οκτώ χρόνια αργότερα όταν Φιορεντίνα και Γιουβέντους έδωσαν ραντεβού στους διπλούς τελικούς του Κυπέλλου UEFA. Η Φιορεντίνα τιμωρείται για τα επεισόδια με την Βέρντερ Βρέμης και καλείται τον επόμενο ευρωπαϊκό της αγώνα να τον δώσει μακριά από την Φλωρεντία. Η ιταλική ομοσπονδία αποφασίζει ως έδρα το Αβελίνο, μια πόλη που θεωρείται κατεξοχήν γιουβεντοκρατούμενη, μια απόφαση που δεν άρεσε καθόλου στην πόλη, σε μια αγωνιστική σεζόν που οι οπαδοί της Φιορεντίνα ταξίδευαν για τα εντός έδρας παιχνίδια πρωταθλήματος στην Περούτζια καθώς το «Αρτέμιο Φράνκι» ήταν κλειστό για εργασίες ενόψει του Μουντιάλ εκείνου του καλοκαιριού.
Η τρίτη «λεηλασία» έγινε λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 με την διαβόητη πια μεταγραφή του Μπάτζιο στην Γιουβέντους. Εκείνες τις ημέρες η Φλωρεντία ήταν εμπόλεμη ζώνη. Το αίσθημα της αδικίας μεγάλωνε, ενώ το μίσος τόσο για τους «μπιανκονέρι» όσο και για το ιταλικό ποδόσφαιρο και τους εκπροσώπους του είχε πάρει πια ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ακόμα και τώρα κανένας δεν ξεχνάει εκείνες τις διαδηλώσεις στο προπονητικό κέντρο της «Σκουάντρα Ατζούρα» στο Κοβερτσιάνο το οποίο βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Φλωρεντίας τινάζοντας παραλίγο στον αέρα την συμμετοχή της Ιταλίας σε εκείνο το Μουντιάλ.
Το μίσος αυτό δεν έσβησε ποτέ κι ένα τέτοιο περιστατικό συνέβη στην Φλωρεντία και στο «Αρτέμιο Φράνκι» όταν η εθνική Ιταλίας αντιμετώπισε την αντίστοιχη του Μεξικό σε φιλική αναμέτρηση τον Ιανουάριο του 1993. Ακόμα και τώρα το ματς αυτό είναι ένα οδυνηρό κεφάλαιο που παραμένει ανοιχτό στη μνήμη της χώρας, ένα στοιχείο πλέον της συλλογικής συνείδησης. Τόσο ο ιδιοκτήτης της Φιορεντίνα, Βιτόριο Τσέκι Γκόρι, όσο και ο δήμαρχος της πόλης απηύθυναν έκκληση στους οπαδούς της Φιορεντίνα να μην προκαλέσουν καμία αναστάτωση στο παιχνίδι και όταν οι οργανωμένοι οπαδοί συμφώνησαν, φάνηκε ότι το παιχνίδι θα γίνει χωρίς κανένα πρόβλημα. Όχι όμως όλοι, αφού υπήρχε μεγάλο μέρος τόσο των οργανωμένων όσο και των απλών οπαδών που ήθελαν να διαμαρτυρηθούν κατά των ανθρώπων της ιταλικής ομοσπονδίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και κατά τη διάρκεια του εθνικού ύμνου της Ιταλίας πριν από το παιχνίδι, στις εξέδρες ακουγόταν το «Via la merda da Firenze». Οι Ιταλοί κέρδισαν με 2-0 σε μια ομάδα που είχε στην ενδεκάδα και τον νυν ομοσπονδιακό τεχνικό της χώρας, Ρομπέρτο Μαντσίνι. Από τότε χρειάστηκαν 13 ολόκληρα χρόνια για να αγωνιστεί ξανά η Ιταλία στην Φλωρεντία. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός και επουλώνει τις πληγές ενώ και ο θάνατος του Ντάβιντε Αστόρι το 2018 άμβλυνε λίγο το μίσος. Έτσι, στο φετινό Euro η πορεία της ομάδας του Μαντσίνι έφτιαξε κάπως το κλίμα και ήταν χαρακτηριστικό ότι μετά την πρόκριση στον τελικό της διοργάνωσης, κάτοικοι της Φλωρεντίας βρέθηκαν στο Κοβερτσιάνο για να υποδεχτούν τους διεθνείς ποδοσφαιριστές.
Γιουβέντους η αγαπημένη των Ιταλών
Το δεύτερο αντιθετικό τραγικότητας στο ιταλικό ποδόσφαιρο, σε αυτή την περίπτωση είναι η Γιουβέντους. Η κατεξοχήν ομάδα του κεφαλαίου, του καπιταλισμού, του πλούσιου ιταλικού Βορρά, της πλουσιότερης οικογένειας της χώρας, της οικογένειας Ανιέλι, είναι η ομάδα που αγαπάνε όλοι οι Ιταλοί, και κυρίως – εδώ το παράδοξο- ο πάμφτωχος Νότος! Πως γίνεται αυτό; Όπως είπαμε το αντιθετικό της τραγικότητας. Και η Γιουβέντους είναι το χαρακτηριστικότερο αντιθετικό που θα μπορούσε να εκφράσει το ιταλικό ποδόσφαιρο. Μισητή για τον πλούτο της, αλλά και αγαπητή για την «ιταλικότητα» της.
Και αυτό η Γιουβέντους δεν το έχει καταφέρει μόνο με την αγωνιστική παρουσία, αλλά πιάνει όλες τις κοινωνικό-πολιτικές εκφάνσεις της χώρας. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και για 20 χρόνια η Ιταλία γνώρισε μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Οι συνεχείς επενδύσεις στον Βορρά της χώρας είδαν τις ισχυρές βιομηχανικές πόλεις να μεγαλώνουν και να ευημερούν, την ώρα που οι συμπολίτες στο Νότο βλέποντας τις δυσκολίες ακόμα και για τα βασικά να στρέφονται στο οργανωμένο έγκλημα.
Η ανάπτυξη του εκβιομηχανισμένου Βορρά είχε ένα πρόσωπο και λεγόταν Τζιάνι Ανιέλι. Ο Ανιέλι στον οποίο αποδίδεται και η θρυλική έκφραση «…oggi in Italia un governo di sinistra è l’unico che possa fare politiche di destra (Στην Ιταλία υπάρχουν πράγματα που μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να τα πραγματοποιήσει πιο εύκολα από μια κυβέρνηση της Δεξιάς», κάτι που είχε διατυπώσει ξανά και το 1998 όταν έδινε ως ισόβιος γερουσιαστής ψήφο εμπιστοσύνης στην κεντροαριστερή κυβέρνηση Νταλέμα, ήταν ο εκφραστής του ιταλικού θαύματος μέσω της αυτοκινητοβιομηχανίας FIAT (είπαμε η αντιθετική τραγικότητα σε όλο της το μεγαλείο).
Mammismo
Κι ενώ ο Βορράς αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, στο Νότο η απογοήτευση και η φτώχεια κυριαρχούσε. Απόρροια της κατάστασης αυτής ήταν να επικρατήσει η εσωστρέφεια και σχεδόν όλοι οι άνθρωποι του Νότου να δεθούν ακόμα περισσότερο με τις οικογένειές τους
Η ιδέα της οικογένειας υπήρξε βασικός άξονας του ιταλικού τρόπου ζωής, αλλά η εκβιομηχάνιση του Βορρά σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης και απασχόλησης έφεραν μια χαλάρωση στον θεσμό της οικογένειας. Στον φτωχό Νότο όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ο οικογενειακός δεσμός γινόταν όλο και πιο δυνατός, αυτό που λένε οι Ιταλοί mammismo (η σχέση αγάπης μεταξύ ενός άνδρα και της μητέρας του). Η ανάγκη για εργασία έφερε το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης και πόλεις όπως το Τορίνο και το Μιλάνο γέμισαν από εργάτες στα εργοστάσια της οικογένειας Ανιέλι. Μοναδική τους διασκέδαση το γήπεδο και ποια άλλη από την Γιουβέντους, την ομάδα του μεγάλου αφεντικού.
Oι φτωχοί και με ελάχιστη παιδεία σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης – αυτό που έλεγε ο Μπένεντικτ – γίνονται «μπιανκονέρι» και την αγάπη αυτή την μεταφέρουν και πίσω στα χωριά τους στο Νότο, εκεί όπου η ιδέα της οικογένειας υπήρξε βασικός άξονας του ιταλικού τρόπου ζωής. Ο οικογενειακός δεσμός γινόταν όλο και πιο δυνατός, αυτό που λένε οι Ιταλοί mammismo (η σχέση αγάπης μεταξύ ενός άνδρα και της μητέρας του). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οικογένειες μανάδες και πατεράδες να γίνονται Γιουβέντους για να δεθούν ακόμα περισσότερο με τα παιδιά τους.
Παράλληλα, ο Ανιέλι έχοντας αφουγκραστεί τον ιταλικό παλμό αποφασίζει να διεισδύσει στο Νότο αποκτώντας ότι καλύτερο υπάρχει σε φυσικό ταλέντο και να το φέρει στο Πιεμόντε. Έτσι, ξαφνικά την δεκαετία του 70' δημιουργείται μια Γιουβέντους, ιταλική έχοντας ως βάση ταλέντα από τις φτωχές περιοχές της Σικελίας και της Απουλίας. Αυτή η Γιουβέντους θα αρχίσει σιγά σιγά να κατακτά πρωταθλήματα και να διακρίνεται στην Ευρώπη αυξάνοντας κατά πολύ την οπαδική βάση, ειδικά στις μικρές ηλικίες.
Την ίδια ώρα η Γιουβέντους αποτελεί την βάση της εθνικής Ιταλίας. Στο Μουντιάλ 1978 η Ιταλία τερματίζει στην 4η θέση έχοντας στην βασική της ενδεκάδα εννιά παίκτες της «Γηραιάς Κυρίας», ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα η «Σκουάντρα Ατζούρα» κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο με έξι ποδοσφαιριστές της στην 11άδα. Όλα αυτά τα στοιχεία φέρνουν μια μεγάλη αύξηση των οπαδών της Γιουβέντους από την κεντρική Ιταλία και κάτω τις δεκαετίες 70' και 80', μέχρι την εμφάνιση του Μαραντόνα στη Νάπολι, αλλά και της Μίλαν των Ολλανδών στη συνέχεια.
Και οι δάφνες αυτού της επιτυχίας αποτυπώνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα όταν και οι «μπιανκονέρι» αποφασίζουν και χρησιμοποιούν ως έδρα γήπεδα σε πόλεις του Νότου προς τέρψη των οπαδών της (χαρακτηριστικό το ματς με τον Ολυμπιακό για το Κύπελλο UEFA το 1999). Και αυτό αποτυπωνόταν και στις δημοσκοπήσεις ως προς την δημοφιλία των ομάδων. Το 2019, οι περισσότεροι Ιταλοί οπαδοί της Γιουβέντους ήταν ηλικίας 50 ετών και άνω. Σύμφωνα με την έρευνα του YouGov, οι οπαδοί της Γιουβέντους στην Ιταλία σε αυτή την ηλικιακή ομάδα αντιπροσώπευαν το 49% των ερωτηθέντων, σε αντίθεση όπου στην ηλικία 18 έως 24 ετών πλέον αντιπροσώπευε μόνο το 9% των ερωτηθέντων. Και αυτό γιατί οι εποχές στην Ιταλία έχουν αλλάξει σε όλα τα επίπεδα.
Άλλωστε, ποιος θα το έλεγε πριν 10-15 χρόνια πως στην Φλωρεντία πλέον βλέπουν με χαρά τις όποιες επιτυχίες της εθνικής Ιταλίας και αρχίζουν να αισθάνονται Ιταλοί ή πως η Γιουβέντους θα ήταν παράλληλα και μισητή αλλά και η αγαπημένη των Ιταλών πολιτών ανεξαρτήτου καταγωγής και κοινωνικής θέσης. Και όλα αυτά χάρη στην εθνική ομάδας του ποδοσφαίρου. Και η επιτυχία της δεν μετριέται μόνο με τα πόσα αστέρια έχει στην φανέλα της, αλλά με βάση αυτό που δεν κατάφερε ποτέ η πολιτική ελίτ της χώρας εδώ και αιώνες: Να φτιάξει μια νέα γενιά Ιταλών.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.