Το ελληνικό στοιχείο, η ευθύνη των «μικρότερων» και το... ρίσκο που δεν παίρνουν οι «μεγάλοι»

Το ελληνικό στοιχείο, η ευθύνη των «μικρότερων» και το... ρίσκο που δεν παίρνουν οι «μεγάλοι»

Νίκος Αθανασίου Νίκος Αθανασίου
Το ελληνικό στοιχείο, η ευθύνη των «μικρότερων» και το... ρίσκο που δεν παίρνουν οι «μεγάλοι»

bet365

Ο Νίκος Αθανασίου γράφει για την έλλειψη του ελληνικού στοιχείου στις μεγάλες ομάδες της Super League1 αλλά και στο γενικότερο πρόβλημα του πρωταθλήματος.

Είναι μόνιμη και πάντα ενδιαφέρουσα η συζήτηση για την αξιοποίηση των Ελλήνων ποδοσφαιριστών από τις ομάδες της Super League 1 και ειδικά από εκείνες, τις θεωρητικά «μεγάλες» του Big4. Είναι μία πραγματικότητα το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια οι γηγενείς πρωταγωνιστές σπανίζουν και ακόμη μία πραγματικότητα είναι το γεγονός πως τα ρόστερ των ομάδων στελεχώνονται κατά 60% ή 70% από ξένους ποδοσφαιριστές.

Ειδικά στον Παναθηναϊκό που διαχρονικά είχε έντονο το ελληνικό στοιχείο στο έμψυχο δυναμικό του, είναι σταθερή η κουβέντα για την έλλειψη Ελλήνων. Σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσουμε το εξής για να μην παρεξηγηθούμε: Ειδικά για μία ομάδα πρωταθλητισμού, όπως είναι το Τριφύλλι, το πλέον σημαντικό για κάθε παίκτη είναι να έχει την ποιότητα να σταθεί, την αξία να ξεχωρίσει, να είναι συμβατός με το πρότζεκτ. Ανεξάρτητα από το διαβατήριο.

Το αντικείμενο της συζήτησης είναι μόνο ποδοσφαιρικό και δεν έχει να κάνει με οποιουδήποτε είδους «σοβινισμό» ή οτιδήποτε άλλο.

Ναι το ιδανικό για το καλό του εθνικού ποδοσφαίρου, θα ήταν ο Παναθηναϊκός να έχει δεκαοκτώ Έλληνες πρώτης γραμμής και επτά ξένους. Το ίδιο η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ. Θα αυξάνονταν η «δεξαμενή» των διαθέσιμων επιλογών για την Εθνική, οι σύλλογοι θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να γεμίσουν τα ταμεία τους με «ζεστό» χρήμα, μπορεί και ο κόσμος να «ψηνόταν» περισσότερο.

 

Πόσο εύκολο είναι, όμως, για έναν σύλλογο όπως ο Παναθηναϊκός να φτάσει τον αριθμό των γηγενών του, οι οποίοι θα είναι κομμάτι του rotation και όχι συμπληρωματικοί, σε ένα καλό επίπεδο. Ας πούμε δέκα στους εικοσιπέντε. Πρωταγωνιστές, επαναλαμβάνω, όχι συμπληρωματικούς.

Ένας δρόμος, λοιπόν, είναι η ακαδημία. Η στρατηγική επιλογή ανάδειξης παιδιών από τα «σπλάχνα» του συλλόγου και φυσικά η απόφαση στήριξής τους στα πρώτα λάθη. Aυτά πάνε μαζί.

Όλοι οι φίλαθλοι θέλουν να βλέπουν τον Κουλιεράκη, τον Χρυσόπουλο, τον Ντόη, τον Βαγιαννίδη, να καμαρώνουν για τα παιδιά του φυτωρίου αλλά τόσο οι ίδιοι όσο και οι ποδοσφαιρικοί οργανισμοί θα πρέπει να βάλουν «πλάτη» κατά την διαδικασία της εξέλιξης. Όπως για παράδειγμα έκανε πέρσι ο Μίτσελ με τον Ντόη μετά το αυτογκόλ στη Κρήτη, όπως σκοπεύει να κάνει ο Αλμέιδα με τον Χρυσόπουλο, όπως έκανε ο Ιβάν με τον Βαγιαννίδη ή όπως πράττει ο Λουτσέσκου με τον Κουλιεράκη. Και «βάλτε μέσα τους μικρούς» και «τι λάθη είναι αυτά που κάνει» δεν πάνε μαζί. Ας το ξεχάσουμε.

Δεν έχει καμία ποδοσφαιρική λογική να «μεγαλώνεις» ποδοσφαιρικά δικά σου παιδιά, να πληρώνεις την εξέλιξη τους, την πρόοδό τους και όταν έρχεται η στιγμή να τους στηρίξεις για να ανταποδώσουν σε όλα τα επίπεδα, εσύ να κλείνεις τα αυτιά και τα μάτια ή να τους χρησιμοποιείς μόνο όταν δεν έχεις άλλη επιλογή. Και οι φουρνιές να χάνονται, ταλέντα να χάνονται και η ευθύνη να βαραίνει κυρίως τους συλλόγους.

Aπό κει και πέρα, ξεχνάμε τους Έλληνες του εξωτερικού. Οι 9.5 στους 10 δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω και πολύ καλά κάνουν. Γιατί για παράδειγμα ο Χατζηδιάκος να παίξει στη Super League στα 26 του και να μην πάει στο Καμπιονάτο; Γιατί o Σιώπης να μην ζήσει την εμπειρία της Championship και να θέλει να ξαναπαίξει στην Ελλάδα; Σχεδόν τα περισσότερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα προσφέρουν συνθήκες πολύ καλύτερες από αυτές που συναντά κανείς στην Ελλάδα. Μην αναφέρουμε τα ονόματα των Παυλίδη, Βλαχοδήμου, Μαυροπάνου, Δουβίκα που έκαναν ή θα κάνουν μεταγραφές 10+ εκατομμυρίων ευρώ στο εξωτερικό.

Πάμε τώρα και στη μεγαλύτερη «δεξαμενή» του παρελθόντος για τους τέσσερις «μεγάλους» που παραμένει σχεδόν ανενεργή. Σε εκείνη βρίσκονταν οι Έλληνες ποδοσφαιριστές που έκαναν την διαφορά στις λεγόμενες «μικρότερες» ομάδες. Την δεκαετία του 80' και του 90' για παράδειγμα γινόταν «σφαγή» κανονική. Και σε αυτή του 2000. Για γηγενείς που έκαναν «παπάδες» σε συλλόγους της επαρχίας ή σε μικρότερες ομάδες του λεκανοπεδίου και έπειτα έγιναν πρώτα «βιολιά» στο κορυφαίο επίπεδο. Ο Ντέμης του Απόλλωνα, ο Σαραβάκος, ο Αναστόπουλος, ο Μαύρος πιο παλιά του Πανιωνίου, ο Γιαννακόπουλος, ο Λάκης του Πανηλειακού, o Ζήκος, ο Bενετίδης και ο Βρύζας της Ξάνθης, ο Γεωργάτος, ο Κατσουράνης της Παναχαϊκής, ο Σεϊταρίδης του ΠΑΣ Γιάννινα, ο Ζαγοράκης της Καβάλας, ο Τσιάρτας της Νάουσας, ο Λυμπερόπουλος της Καλαμάτας και πάει λέγοντας, είναι εκατοντάδες οι παίκτες πρώτης γραμμής σε αυτή την κατηγορία και σαφώς περισσότεροι από παίκτες που... ξεπετάχτηκαν από ακαδημία μεγάλης ομάδας.

Σε εκείνες της εποχές, λοιπόν, οι μικρότεροι σύλλογοι εμπιστεύονταν τις εγχώριες λύσεις. Είχαν για βάση τους, Έλληνες ποδοσφαιριστές και παράλληλα γεύονταν τις ευεργετικές συνέπειες αυτής της επιλογής, καθώς έβαζαν σεβαστά ποσά στα ταμεία τους. Στο σήμερα αυτό δεν υπάρχει. Ψάχνεις τους γηγενείς με το... τουφέκι. Σε μία ακατανόητη ποδοσφαιρική επιλογή και δίχως το παραμικρό scouting αυτές οι ομάδες επιλέγουν από τα πανέρια των μάνατζερ ξένους τσεκάροντας τα βιογραφικά από το Transfermarkt και δεν δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στα παιδιά της ακαδημίας τους ή σε Έλληνες που έχουν το προφίλ να εξελιχθούν και να προοδεύσουν.

Άρα, λοιπόν, ο αριθμός από αυτή την «δεξαμενή» μειώθηκε πάρα μα πάρα πολύ. Όμως εδώ η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στους μικρότερους. Ανήκει και στους μεγάλους. Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκαν ευκαιρίες και ας ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, για διαφόρους λόγους, εκείνοι πέταξαν την μπάλα στη κερκίδα.

Επί της ουσίας φοβήθηκαν να πάρουν ένα λογικό ρίσκο, ώστε να επενδύσουν σε νεαρούς Έλληνες που έκαναν την διαφορά στο δικό μας πρωτάθλημα, περιμένοντας ίσως ένα μεγαλύτερο δείγμα για να νιώσουν πιο ασφαλείς. Μπορεί να μην τους έφτανε ένα καλό εξάμηνο ή μία καλή σεζόν. Η επιλογή τους αποδείχθηκε λανθασμένη και είναι δεδομένο πως με τόσο μικρή δεξαμενή, αν πραγματικά θέλουν το ελληνικό στοιχείο στο ρόστερ τους θα πρέπει και να πληρώσουν και να επενδύσουν και να έχουν ξεκάθαρο σχέδιο εξέλιξης. Kαι ας μην «χωράνε» εκείνη την σεζόν στο ρόστερ τους, για να μην τους χάσουν θα πρέπει να τους «καπαρώνουν» και έπειτα να βρίσκουν ευνοϊκές συνθήκες εξέλιξης μέσα από δανεισμούς σε ομάδες του εξωτερικού.

Κάπως έτσι, με την αδυναμία να «διαβάσουν» το potential των τότε πιτσιρικάδων, έχασαν τον Μαυροπάνο(ΠΑΣ Γιάννινα), τον Δουβίκα(Βόλος), τον Κυριακόπουλο(Αστέρας Τρίπολης), τον Παπανικολάου(Πανιώνιος). Πιο πρόσφατο παράδειγμα; Μα φυσικά ο Χρήστος Μανδάς(ΟΦΗ) του οποίου η εικόνα στον αγωνιστικό χώρο αλλά και στους αριθμούς, πάνω στους οποίους βασίζονται όλοι σοβαροί οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι στο κομμάτι των μεταγραφών, «φώναζαν» πως αυτό το παιδί ήταν έτοιμο για σπουδαία μεταγραφή. Όλοι οι μεγάλοι δεν έκαναν το αποφασιστικό βήμα και ο πιτσιρικάς κατέληξε στη Λάτσιο με συνοπτικές διαδικασίες...

Φυσικά για να αλλάξει κάτι στο κομμάτι της αξιοποίησης των Ελλήνων ποδοσφαιριστών θα πρέπει όλοι οι σύλλογοι της Super League να καταλάβουν πως για τους περισσότερους από αυτούς αποτελεί μονόδρομο επιβίωσης και οικονομικής αυτάρκειας. Δεν έχει συμβεί μέχρι και σήμερα, το θεωρούμε απίθανο να γίνει αύριο. Στη ποδοσφαιρική Ελλάδα έχουμε μάθει να θαυμάζουμε και να αποθεώνουμε διάφορα ποδοσφαιρικά πρότζεκτ ανά τον πλανήτη που βασίζονται σε ακαδημία και scouting, αλλά όταν έρθει η ώρα να λειτουργήσουμε σαν εκείνους πετάμε την μπάλα στη κερκίδα και «κατεβάζουμε» από το κεφάλι μας λειτουργίες και λογικές, με τις οποίες γελούν μετά δακρύων στο εξωτερικό.

Όπως όλα τα πράγματα σε αυτή την χώρα, έτσι και στο ποδόσφαιρο, μόνο αν κάτι γίνει υποχρεωτικό θα υπάρχουν ελπίδες να αλλάξει κάτι. Για παράδειγμα να πρέπει να ξεκινάς και να τελειώνεις ένα παιχνίδι με τουλάχιστον τέσσερις γηγενείς. Όλο αυτή η κατάσταση μπορεί να διορθωθεί μόνο με κεντρικές αποφάσεις, μόνο μετά από συζητήσεις για το καλό του αθλήματος, μόνο αν κατανοήσουν το καλό τους οι σύλλογοι. Και η ιστορία μας έχει διδάξει πως αυτά τα πράγματα σπάνια γίνονται στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Κακό του κεφαλιού τους...

@Photo credits: INTIME

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Νίκος Αθανασίου
Νίκος Αθανασίου

Από τότε που θυμάται την ύπαρξή του o Νίκος Αθανασίου, λατρεύει τον Παναθηναϊκό και το ποδόσφαιρο. Από το 2008 μέχρι και σήμερα είναι υπεύθυνος για το ρεπορτάζ του Τριφυλλιού στο δεύτερο σπίτι του, στο μεγαλύτερο επαγγελματικό όνειρο που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, στο Gazzetta.gr και ενώ είχε προηγηθεί η Αθλητική Ηχώ, το Κανάλι 1(90.4) και ένα πέρασμα από το Leoforos.gr. Στο πέρασμα των χρόνων δεν σταμάτησε ποτέ με την ίδια αγάπη και αφοσίωση να παίζει Football Manager, να ακούει όλων των ειδών τις μουσικές ακόμη και αν μέσα σε δέκα λεπτά μπορεί να συνυπάρξουν ο Μητροπάνος με τον Hoyem και ο Αργυρός με τους Active Member, να θεωρεί ομορφότερο μέρος στο πλανήτη το Αίας Κλαμπ και να μην μπορεί με τίποτα και για κανέναν λόγο να παρακολουθήσει αγώνες από τα μπουθ της Λεωφόρου, βρίσκοντας πάντα εναλλακτικές για να συνδυάζει τη δουλειά με την... τρέλα. Τα τελευταία χρόνια μαθαίνει, αναλύει και παρατηρεί το αγαπημένο του σπορ μέσα από μια σειρά επιμορφωτικών προγραμμάτων και διπλωμάτων management, ανάλυσης, τακτικής και scouting, τα καλύτερα «δώρα» που θα μπορούσε ποτέ να κάνει στον εαυτό του σε σχέση με το ποδόσφαιρο.