Το aggressiveness (δυστυχώς) δεν διδάσκεται

Το aggressiveness (δυστυχώς) δεν διδάσκεται

Το aggressiveness (δυστυχώς) δεν διδάσκεται

bet365

Ο Βασίλης Βλαχόπουλος βάζει κάτω και… ολίγη στατιστική καθώς αυτή επιβεβαιώνει ότι ο Άρης είναι «soft» ομάδα κι αν δεν αποκτήσει σκληράδα δεν θα καταφέρει να βαδίσει στα δύσβατα μονοπάτια του ελληνικού Πρωταθλήματος.

Αυτόπτης μάρτυρας δεν ήμουν, λίγο πολύ όμως μπορώ να υποψιαστώ τις εκφράσεις που χρησιμοποίησαν οι οργανωμένοι οπαδοί του Άρη, στην «επίσκεψή» τους στα αποδυτήρια, απευθυνόμενοι στους ποδοσφαιριστές. Προφανώς το αποτέλεσμα αποτελεί το βασικό ζητούμενο για κάθε επαγγελματική ομάδα, για τους οπαδούς όμως υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα όπως η προσπάθεια σε μέγιστο βαθμό, η αγωνιστική αξιοπρέπεια και η αίσθηση ότι άπαντες κατέθεσαν το σύνολο των δυνάμεών τους στον αγωνιστικό χώρο. «Εμείς το τραγούδι μας κι εσείς τη δουλειά σας», ένα πράγμα. Έχω ξαναγράψει εξάλλου ότι η συγκεκριμένη κοινωνική μάζα δεν γαλουχήθηκε μέσα από την κατάκτηση τίτλων, ασχέτως του αριθμού αυτών που της άξιζε να πανηγυρίσει, βάσει του επιπέδου αφοσίωσής της ακόμη και σε καταστάσεις που άλλοι δεν θα τις άντεχαν ούτε μια μέρα.

Το ζητούμενο στον Άρη δεν είναι τί γράφει ο κάθε αρθρογράφος ή ο ψυχισμός του οπαδού αλλά οι προθέσεις της ίδιας της ομάδας. Ρίχνοντας μια ματιά στη στατιστική (μου) προέκυψε ένα εκρηκτικά αρνητικό μίγμα καθώς ο Άρης βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των ομάδων με τα περισσότερα λάθη (304) και στον… πάτο αυτών με τα λιγότερα φάουλ (12.7 ανά παιχνίδι). Τα λάθη είναι ζήτημα ποιότητας, συγκέντρωσης, πολλές φορές και συνέπεια σωματικής και ψυχικής κούρασης. Τα 12.7 φάουλ σε παιχνίδια στα οποία δεν είχε δα κυριαρχική κατοχή υποδηλώνουν μια soft ομάδα η οποία το πρώτο που θα πρέπει να προσθέσει στο παιχνίδι της είναι σκληράδα. Δυστυχώς αυτό το «aggressiveness» που λένε και οι Βρετανοί, που σε απλή μετάφραση σημαίνει επιθετικότητα, το οποίο δεν διδάσκεται στα ποδοσφαιρικά πανεπιστήμια ούτε είναι ένα στοιχείο το οποίο μπορεί να το ενσωματώσει ο προπονητής στην αγωνιστική ταυτότητα του ποδοσφαιριστή. Είτε το έχεις είτε όχι. Καλά θα κάνουν όμως να το αποκτήσουν άπαντες γιατί δίχως αυτό στην Ελλάδα δεν αντέχεις. Εδώ δε νικά αυτός που βάζει ένα παραπάνω αλλά τούτος που δέχεται ένα λιγότερο.

Ο Άρης

Αφορμή γι’ αυτή την αναζήτηση ήταν το γκολ που σημείωσε η Κηφισιά καθώς ο Βλάντιμιρ Νταρίντα υπέπεσε μεν στο (μοιραίο) λάθος στον χώρο της μεσαίας γραμμής αλλά η εικόνα τριών ποδοσφαιριστών να παρακολουθούν – σαν απλοί θεατές – τον Μασούρα να παίρνει μέτρα και να σεντράρει στην πλάτη της άμυνας δίχως να τον πειράζει άνθρωπος, φαντάζομαι ότι, ενόχλησε περισσότερο και τους οπαδούς. Για τον δε Μάντζιο συζήτηση δεν χωρά. Αυτή η ομάδα δεν είναι δική του, ενδεχομένως να γίνει στην πορεία, γιατί δεν διαθέτει κανένα από τα στοιχεία που ο ίδιος χαρακτηρίζει αδιαπραγμάτευτα. Παρεμπιπτόντως, με 2.1 κίτρινες κάρτες ανά παιχνίδι, ο Άρης είναι η ομάδα με τις λιγότερες κάρτες του Πρωταθλήματος γιατί πολύ απλά δεν διαθέτει την ποδοσφαιρική οξυδέρκεια να σταματήσει μια «στραβή» κατάσταση αλλά προσπαθεί να τη «σώσει» μέσα από το κλέψιμο (4ος στη λίστα). Προφανώς δεν του βγαίνει αυτή η τακτική. Για παράδειγμα, στη φάση του Μασούρα είσαι υποχρεωμένος να θυσιάσεις φάουλ και κάρτα. Είναι η σωστή χρήση των δύο τελευταίων που λένε και επιμένουν οι προπονητές.

 

Ο Μάντζιος έχει δυσκολότερο έργο σε σχέση με το 2020

Αν λοιπόν ένα σύνολο παικτών συγκεκριμένης ποιότητας, ταυτοχρόνως, είναι soft στο παιχνίδι του, το πράγμα δεν οδηγεί πουθενά. Το επίπεδο ποιότητας δεν αυξήθηκε από τη στιγμή που δεν καλύφθηκαν πωλήσεις/αποχωρήσεις όπως αυτές των Λούις Πάλμα, Άντρε Γκρέι κ.α. με συνέπεια να διαπιστώνονται «μοναξιές» σε τουλάχιστον δύο θέσεις της επίθεσης, οπότε η δημιουργία πιο aggressive ομάδας δεν είναι απλά μονόδρομος αλλά βασική προϋπόθεση επιβίωσης στην 5αδα. Δεν ξέρω αν στο διάστημα της διακοπής θα αλλάξει αυτό, φαντάζομαι ότι προς αυτήν την κατεύθυνση θα δουλέψει το τεχνικό επιτελείο, σίγουρα όμως ο Άκης Μάντζιος έχει δυσκολότερη δουλειά σε σχέση μ’ αυτή που είχε αναλάβει πριν από τρία χρόνια.
Αφήνοντας στην άκρη τη διαφορά ποιότητας – μόνο στη θέση του φορ «υπερτερεί» η τωρινή κατάσταση λόγω… Μορόν – τότε ο 54χρονος τεχνικός διαχειρίστηκε ένα σύνολο το οποίο ήταν, αυτό που λέμε, «παιγμένο». Η πλειοψηφία των παικτών που είχαν βασικό ρόλο ήταν στην ομάδα από το καλοκαίρι του 2018 ή και του 2019. Μαντσίνι, Γκάμα, Ματίγια, Λούκας Σάσα, Ρόουζ, Δεληζήσης, Φετφατζίδης, Σούντγκρεν, Ματέο Γκαρσία κ.α. Τρεις από τους (τότε) καινούργιους (Μπερτόγλιο, Σάκιτς, Μάνος) ήξεραν καλά την ελληνική πραγματικότητα και οι υπόλοιποι (Σίλβα, Γκάνεα, Μπεναλουάν) «κούμπωσαν» γρήγορα στην ομάδα.

Φέτος η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική κι αυτό το συμπέρασμα δεν προκύπτει αποκλειστικά από τον αριθμό των παικτών που διατηρήθηκαν αλλά και από τον πρότερο αγωνιστικό βίο αυτών που ήρθαν. Πόσοι από αυτούς γνωρίζουν… τι εστί Ελλάδα; Κρίνοντας από τα όσα αναδεικνύει η στατιστική, προφανώς αυτοί είναι λίγοι. Αν λοιπόν η βελτίωση στον τομέα των τρεξιμάτων κρίνεται αναγκαία, εξίσου κομβική είναι και η επιστροφή μιας ομάδας η οποία θα είναι σκληρή, δεν θα φοβάται να κάνει φάουλ και θα προτιμά να πάρει την κάρτα από το να μαζεύει την μπάλα από τα δίχτυα της εστίας της.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Βλαχόπουλος
Βασίλης Βλαχόπουλος

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στα τελευταία χρόνια της… λαδόκολλας. Χάριν οικονομίας, το λευκό χαρτί χρησιμοποιούταν σε έκτακτες και ιδιαιτέρως σοβαρές καταστάσεις, ούτως ή άλλως ήταν δυσεύρετο. Πρόλαβε τη διαδικασία αποστολής των φαξ, αλλά και τις πρώτες συσκευές κινητής τηλεφωνίας με τη λαστιχένια κεραία που θύμιζαν στρατιωτικούς ασυρμάτους.

Παρακολουθεί όλες… τις μπάλες, αλλά η αδυναμία του είναι η πορτοκαλί, η σπυριάρα, λόγω της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Στο μπάσκετ ΠΑΝΤΑ κερδίζει ο καλύτερος. Στο ποδόσφαιρο, μπορεί να κερδίσει ο πιο τυχερός.

ΥΓ: Οσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα περιοδικά κι αν πέσουν στα χέρια του, το «Τρίποντο» ήταν, είναι και θα είναι το κορυφαίο forever and ever.