Ζιοβάνι: Ό,τι βλέπει η καρδιά, δεν το χωρούν οι λέξεις
Κάθισαν στο πρώτο μαγαζάκι που αντικρίζεις σαν κατέβεις στην Πειραϊκή, δίπλα στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στην πλευρά εκείνη που κλείνει το μάτι στο λιμάνι. Ο Ανέστης έβγαλε πάνω στο τραπέζι το τάβλι και ο εγγονός του «παντρεύτηκε» το βλέμμα νικητή. Εκείνος τον χάζεψε για μερικά δεύτερα, κρύβοντας καλλιτεχνικά την αυταρέσκειά του. Πάντα του έλεγε ότι οι Πειραιώτες γεννιούνται με αυτό το βλέμμα και πως θα μπορούσε τώρα να τον μέμψει γι' αυτό;
Λοιπόν μικρέ, στήσε τα πούλια και λέγε: Τζιοβάνι ή Ριβάλντο. «Ριβάλντο ρε παππού», του απάντησε. Την περίμενε ο Ανέστης αυτήν την απάντηση γι' αυτό δίσταζε από καιρό να την κάνει... Γιατί μετά θα έπρεπε να εξηγήσει, αυτό που δεν λένε οι ψυχροί αριθμοί, εκείνο που κάνει την λογική να ντρέπεται, αυτό που στην ποδοσφαιρική διάλεκτο λέγεται παίκτης απόλυτη καψούρα και δεν περιγράφεται με λέξεις, αλλά με ασυντόνιστα, ομαδικά επιφωνήματα από την κερκίδα.
Έπρεπε να εξηγήσει ότι μπορεί ο Ριβάλντο να ήταν σαν μέγεθος ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό, αλλά ο Ζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα (που γίνεται σήμερα 50χρονών) ήταν μάγος. Και πως να συγκρίνεις τώρα έναν παίκτη με έναν μάγο; Είχε σκεφτεί τον διάλογο που θα ακολουθούσε. Για την ακρίβεια είχε γίνει πολλές φορές στο μυαλό του. Σε εκείνους τους φανταστικούς διαλόγους, είχε βρει λέξεις ικανές να περιγράψουν τον παίκτη που στιγμάτισε όσες γενιές των πρόφτασαν να αγωνίζεται. Εκείνη την στιγμή του φάνηκε κομματάκι πιο δύσκολο, μα δεν έχασε την ευκαιρία. Έπαιξαν δύο περίπου ώρες και δεν χώρεσε κουβέντα για άλλο θέμα σε εκείνο τραπέζι...
Του είπε όλα όσα μπορούσε να ανασύρει απ' τη μνήμη του, από εκείνο το σημείο της, που βρίσκουν απάγκιο και φωλιάζουν οι εικόνες εκείνες που γαργαλάνε την ψυχή. Του μίλησε για την λαοθάλασσα στο παλιό αεροδρόμιο, την ημέρα της άφιξης (08/07/1999). Όταν το "10άρι" της Μπαρτσελόνα, που πήρε μαζί της ένα Κύπελλο UEFA, το Σούπερ Καπ Ευρώπης, 2 Πρωταθλήματα Ισπανίας, το Κύπελλο Ισπανίας και το ισπανικό Σούπερ Καπ, ως εν ενεργεία διεθνής με την Σελεσάο, αποφάσισε να αφήσει τους «μπλαουγκράνα» και τον στρυφνό προπονητή τους Λουίς Φαν Χααλ, και να πάει κάπου όπου θα τον αγαπούν. Αυτός ήταν ο απαράβατος όρος που είχε θέσει στον ατζέντη του.
Του είπε πως κάθε φορά που ο Ζιο πατούσε χορτάρι, εκείνη η αμηχανία με την οποία χαιρέτησε το ερυθρόλευκο πλήθος όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στην Ελλάδα και σάστισε μπροστά στην υποδοχή των οπαδών του Ολυμπιακού, έκανε φτερά. Ότι κατέθετε στο γήπεδο όλα όσα κρατάει καλά κρυμμένα ο Θεός του ποδοσφαίρου και χαρίζει με φειδώ μόνο στους ευλογημένους. Και τέτοιος ήταν ο Ζιοβάνι. Το'χε ειπωμένο το πρόσωπο, το πιο κοντινό στον Θεό για τους Βραζιλιάνους, ο Πελέ, όταν τον έχρισε διάδοχο του και εισηγήθηκε την μεταγραφή του στην Σάντος...
Του είπε ότι όταν η μπάλα ταξίδευε προς το πόδι του και μπροστά του υπήρχε κενός χώρος, η κερκίδα κόχλαζε από αγωνία για το τί θα ακολουθούσε. Τι μπορούσε εκείνη η αλητόφατσα να σκαρφιστεί και να τους χαζέψει πάλι. Με το ταλέντο, την ευφυΐα, το jogo bonito που είναι μάλλον συστατικό στο αίμα κάθε Βραζιλιάνου. Σε ένα ποδόσφαιρο που είχε ακόμα χώρο για αυτό που χρόνο με τον χρόνο ονομάστηκε «περιττό», ο el mago ενσάρκωνε όλα όσα ονειρεύονταν να κάνουν τα παιδιά. Φαντασία, έμπνευση, λόμπες, ντρίπλες, ποδιές, γκολ!
Του είπε ότι την σύνδεση που είχε με τον κόσμο του Ολυμπιακού μπορούν να την περιγράψουν μόνο οι ποιητές. Ότι όταν το όνομά του ταξίδευε από άκρη σ' άκρη στην κερκίδα ήταν για εκείνον δόση από ισχυρό ναρκωτικό. Και αντί να ζαλιστεί αυτός, χάριζε απλόχερα ζαλάδες σ' αντιπάλους. Και πως κάθε φορά που σκόραρε γονάτιζε, και προσευχόταν στον Θεό που τόσο αγαπούσε. Ανέφερε το γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού κόντρα στην «βασίλισσα» Ρεάλ, εκείνο από το κέντρο κόντρα στον Ηρακλή που ανάγκασε τον Άγγελο Αναστασιάδη να του δώσει το χέρι, το τέρμα στο 4-1 επί του Παναθηναϊκού, την λόμπα που προκάλεσε εφιάλτες στον Μοντραγκόν.
Του είπε ότι ψιθύριζε στην μπάλα, της μιλούσε, φλέρταρε μαζί της, σε τέτοιο σημείο που οι οπαδοί των αντιπάλων είχαν δύο επιλογές: να τον θαυμάσουν ή να τον ζηλέψουν και πολλές φορές συμβιβάζονταν με την πρώτη, γνωρίζοντας ότι δεν θα άφηνε το λιμάνι του. Μίλησε για το δολοφονικό μαρκάρισμα του Λάζαρου Σέμου, που τον έστειλε στο νοσοκομείο και δεν του επέτρεψε έκτοτε να φτάσει το ποδοσφαιρικό του μεγαλείο. Για τη Βίβλο που του χάρισε συγχωρώντας τον κάποιες μέρες αργότερα.
Ότι με το πέρασμα των χρόνων, εκείνος που έφτασε στο λιμάνι σαν σπάνιο δώρο, σαν τάσι μπακιρένιο που κοινωνούν οι πειρατές και περιγράφουν οι ναυτικοί, έγινε μύθος. Σηματοδότησε μια γενιά, μια εποχή. Γιατί έξι χρόνια (1999-2005) όλοι μετάλαβαν ιερή μαγεία, δοσμένη από μια δύναμη ανώτερη, που δεν τολμούσε να αγγίξει ούτε ο Διαφωτισμός.
Του είπε ότι εκείνη η αμηχανία, που τον ακολουθούσε εκτός γραμμών, επέστρεψε σε ένα ραδιοφωνικό στούντιο, κι ότι ένα μήνυμα, δύο αράδες από καρδιάς ενός φιλάθλου της ΑΕΚ τον έκανε να λυγίσει και να κλάψει σαν μικρό παιδί. Σαν να μην κατάλαβε ποτέ πόσο σπάνιος ήταν. Σαν να το συνειδητοποίησε εκείνη την στιγμή πρώτη φορά.
Και του' πε τέλος, πως ήταν τόσο άδολη, ειλικρινής κι αιώνια η αγάπη που μοιράστηκε με την ερυθρόλευκη κερκίδα που κανείς, ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν θα καταφέρει να πλησιάσει την ιερή του μοναδικότητα. Γιατί τις στιγμές της απόλυτης «γαυροσύνης» του, ο δαφνοστεφανωμένος έπαιρνε για λίγο την όψη του, χόρευε μαζί του στο χορτάρι. Χαιρόταν που αναπαυόταν στο ύψος της καρδιάς...
Υ.Γ. Κάποτε ρώτησαν τον Ριβάλντο, ποιος ξέρει περισσότερη μπάλα, εκείνος ή ο Ζιοβάνι. Κι ο Ρίμπο απάντησε: «αν εγώ ξέρω τα 99 μυστικά της μπάλας, ο Ζίο ξέρει και τα 100».
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.