Επιτέλους, οι διαιτητές αντιδρούν
Πάντοτε αναρωτιόμουν σχετικά με τα όρια της ανοχής των διαιτητών, όπως και των ποδοσφαιριστών και των προπονητών μπροστά σε αυτό το χάλι του ελληνικού ποδοσφαίρου. Προφανώς πάντοτε είχα και την ίδια, ρητορική, απορία σχετικά και με την ανοχή όλων ημών, δηλαδή των ανθρώπων που εργαζόμαστε στα media. Αναρωτιόμουν πάντοτε, ρητορικά, πώς είναι δυνατόν να ανεχόμαστε να λειτουργούμε επαγγελματικά υπό τον φόβο μιας επίθεσης που θα έχει κρυφό ή φανερό εντολέα. Για όλους εμάς, των media, ο χρόνος μου απάντησε ότι η ανάγκη του βιοπορισμού μεγαλώνει τα όρια της ανοχής, αλλά και ότι πολλοί από εμάς δεν σιωπούν από ανάγκη αλλά από επιθυμία.
Ο χρόνος μου εξήγησε και κάτι άλλο, σχετικό με τους ποδοσφαιριστές: χωρίς τους “σταρ”, οι υπόλοιποι δεν βρίσκουν νόημα να συνδικαλίζονται, να συνασπίζονται και να “φωνάζουν”, να δρουν. Και οι “σταρ” είναι είτε αδιάφοροι, είτε “βολεμένοι”, με συνέπεια να μην αντιδρούν επειδή δεν θέλουν να χαλάσουν τα κέφια αυτού που τους χρυσοπληρώνει. Ο χρόνος, εδώ και τρεις δεκαετίες που λειτουργώ στην αθλητική δημοσιογραφία, δεν την άλλαξε ποτέ αυτή του την απάντηση. Μέχρι και τώρα, αντί να βγάλουν μια ανακοίνωση για να φωνάξουν “φτάνει πια” προς αυτούς που μπούκαραν στον περιβάλλοντα χώρο του τερέν στον Βόλο, οι ποδοσφαιριστές έβγαλαν ανακοίνωση κυρίως για να ζητήσουν από την αστυνομία να μην πετάει εύκολα πολλά δακρυγόνα…
Για αυτούς που δεν βρήκα ποτέ μια πειστική απάντηση ήταν για τους Έλληνες διαιτητές. Δεν είναι η βασική τους δουλειά, έλεγα, χομπίστες υποτίθεται ότι είναι, άρα θεωρητικά το βασικό τους κίνητρο είναι η αγάπη για το ποδόσφαιρο και όχι η αγάπη για το χρήμα. Πώς είναι δυνατόν να ανέχονται να λειτουργούν σε έναν χώρο που, όπως εκείνοι δηλώνουν, τους απειλεί, τους ασκεί λεκτική και ακόμη και σωματική βία, και φτάνει να τους τρομοκρατεί; Πώς είναι δυνατόν να το ανέχονται, όταν δεν την κάνουν αυτή την δουλειά από ανάγκη, αναρωτιόμουν.
Η σημερινή επιστολή τους δείχνει ότι στη δεδομένη στιγμή έχουν ξεπεράσει τα διευρυμένα όρια της ανοχής τους. Με άλλα λόγια, σφύριξαν. Μεταφορικά. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα πω εγώ.
Και τώρα πάμε στην πιο ουσιαστική ερώτηση: τι άλλο πρέπει να δει και να ακούσει η διοίκηση του κράτους για να αποφασίσει να τα βάλει με αυτούς που δημιουργούν αυτό το καθεστώς τρομοκρατίας στο ποδόσφαιρο;
Μηδενός εξαιρουμένου, όσοι λειτουργούμε στο ποδόσφαιρο, από τους πρωταγωνιστές μέχρι τους παρατηρητές, χωριζόμαστε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτούς που απειλούν και αυτούς που νιώθουν ότι απειλούνται. Μέχρι εδώ, διαχρονικά, το ελληνικό κράτος, δηλαδή η εκάστοτε κυβέρνηση επιλέγει να συμμαχεί με αυτούς που απειλούν και να αδιαφορεί για όλους εμάς που απειλούμαστε. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι πρόκειται αυτό να αλλάξει. Αλλά τουλάχιστον νιώθω λίγο καλύτερα που άκουσα τους διαιτητές να μιλούν ανοιχτά, έστω κρυμμένοι πίσω από μια κοινή ανακοίνωση, για να μας πουν αυτό που σκεφτόμασταν: όσοι δεν έχουν συμμαχήσει με αυτούς που απειλούν δεν αντέχουν άλλο να απειλούνται.
Θα ήθελα πάρα πολύ να ενώσουν τη φωνή τους με τους διαιτητές και όλα τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα, ή, πιο σωστά, θιγόμενα μέρη του ποδοσφαίρου: οι ποδοσφαιριστές, όσοι εργάζονται στις ομάδες, οι φιλήσυχοι ποδοσφαιρόφιλοι, οι δημοσιογράφοι. Όλο αυτό θα δημιουργούσε μια μικρή ελπίδα να ιδρώσει το αφτί αυτών που διοικούν το κράτος.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.