ΠΑΟΚ: Η αξία της νίκης και το παράδειγμα Καμαρά

ΠΑΟΚ: Η αξία της νίκης και το παράδειγμα Καμαρά

bet365

Ο Σταύρος Σουντουλίδης γράφει για την ανάγκη της νίκης «σε μεγάλο ματς» του ΠΑΟΚ και στέκεται στον Μαντί Καμαρά με αφορμή το αποψινό ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα.

Ο ΠΑΟΚ βγήκε στο «Θέατρο των Ονείρων», όπου είναι ζήτημα αν ακούστηκε δεύτερη φορά ένα ξεψυχισμένο «Γιουνάιτεντ, Γιουνάιτεντ», σε αντίθεση με το «σόου» των Ελλήνων στις κερκίδες, για να παίξει. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, για να επιβιώσει (διά της νίκης) στη μάχη της πρόκρισης. Εννιάμισι φορές στις δέκα, η ισχύς του κινήτρου αποδεικνύεται ακαταμάχητη.

Στο ποδόσφαιρο ό,τι συμβαίνει ωφελεί, νομίζω, να το τοποθετεί κανείς εντός του πλαισίου της ευρύτερης συγκυρίας. Μπορεί να παίξεις καλά σε μία ημέρα, μπορεί να παίξεις άσχημα σε μία άλλη ημέρα. Ο χαρακτήρας, όμως, είναι χαρακτήρας. Το να μη σε βάζει ο άλλος, όπως κι αν λέγεται, εύκολα κάτω. ‘Η, όταν νομίσει ότι σε έχει βάλει κάτω, ακριβώς λόγω χαρακτήρα να του φυλάς την έκπληξη.

Ο ΠΑΟΚ έρχεται από 630 λεπτά στα λεγόμενα «μεγάλα ματς» με όλες κι όλες τρεις ισοπαλίες (Μάλμε εκτός, Παναθηναϊκό εντός, ΑΕΚ εκτός) και τέσσερις ήττες (Μάλμε και Αρη εντός, Γαλατάσαραϊ και Γιουνάιτεντ εκτός), αφήστε που η έως τώρα εντός έδρας συμπεριφορά του «Δικεφάλου» με απολογισμό 4/2/4 (νίκες, ισοπαλίες, ήττες) και τελευταία χαμόγελα όταν ακόμα ο κόσμος πήγαινε με φανελάκι και βερμούδα στο γήπεδο.

Ο Καμαρά του ΠΑΟΚ

Ο Μαντί Καμαρά με τη φανέλα του ΠΑΟΚ

 

Ωστόσο, εν όψει της σημερινής αντάμωσης με τον Ολυμπιακό, το ζητούμενο είναι ο Μαντί Καμαρά. Το πρόσωπο του ντέρμπι. Ένας ακόμη παίκτης από τους πολλούς που φόρεσαν τη φανέλα και των δύο ομάδων, αλλά και ο τελευταίος που το έκανε δίχως δεύτερη σκέψη το περασμένο καλοκαίρι όταν έμεινε ελεύθερος από τους «ερυθρόλευκους».

Ο μέσος από τη Γουινέα θέλει τρία πράγματα -ανέκαθεν αυτά ήθελε- με την εξής σειρά: να παίζει μπάλα. Να 'ναι ευτυχισμένος εκεί που παίζει μπάλα. Να παίζει μπάλα στην Ευρώπη. Το καλοκαίρι είχε και άλλες προτάσεις, ωστόσο επέλεξε αυτή του ΠΑΟΚ, έστω κι αν μια μεταγραφή σε άλλη ομάδα του εξωτερικού, ενδεχομένως να του καθάριζε το κεφάλι πολύ πιο γρήγορα και με τον ίδιον τρόπο με τον οποίον ο ισχυρός άνεμος καθαρίζει τον ουρανό της πόλης απ’ την καπνίλα. Εδώ στην Ελλάδα, αναγκάζεσαι ν’ ασχολείσαι με όλα τα φθοροποιά γύρω-γύρω, παρεμπιπτόντως δε και με το ποδόσφαιρό σου. Εξω, ασχολούνται μια στρατιά άνθρωποι με όλα τα γύρω-γύρω για να μπορείς εσύ ν’ ασχολείσαι μόνο με το ποδόσφαιρό σου.

Από τον περασμένο χειμώνα όταν και τέθηκε εκτός Ολυμπιακού ήξερε πολύ καλά ότι είχε φτάσει ο καιρός για τις σημαντικές αποφάσεις του. Και οι επιλογή, να έρθει στους Πρωταθλητές Ελλάδας, ήταν, ολότελα, δική του. Γιατί, απλούστατα, πρόκειται για τη δική του ζωή. Εξάλλου τα (ποδοσφαιρικά) διαζύγια δεν βγαίνουν πάντοτε πολιτισμένα. Μπορεί να 'ναι και θυελλώδη. Ιδίως αυτά που δίνουν τέλος σε σχέσεις πολύχρονες, δυνατές, βιωματικές.

Ο Μαντί Καμαρά δεν είναι 18-20 ετών, είναι κιόλας (από τον περασμένο Φεβρουάριο) 27. Πλησιάζει, δηλαδή, στο σταυροδρόμι που αρχίζουν τα καλύτερα χρόνια της διαδρομής του στην μπάλα, κι αν θέλει να πετύχει φορώντας, πλέον, την «ασπρόμαυρη» φανέλα του ΠΑΟΚ, είναι ένα νέο ξεκίνημα.

Ο 27χρονος χαφ αρχίζει να ανεβάζει στροφές, κερδίζει ολοένα και περισσότερο την εμπιστοσύνη του προπονητή του, ο οποίος παρεμπιπτόντως τόλμησε και τον έχρισε «δεκάρι» μέσα στο «Ολντ Τράφορντ», ενώ μέσα από την παρουσία του στον «Δικέφαλο» επέστρεψε στην εθνική ομάδα της χώρας του ύστερα από τρία χρόνια απουσίας.

Με τον Μαντί, λοιπόν, ο ΠΑΟΚ κερδίζει σε δύναμη, σε ταχύτητα, σε ασφάλεια με την μπάλα και χωρίς αυτή στις αμυντικές μεταβάσεις, που άρχισε να είναι επιδραστικός στο παιχνίδι της ομάδας του Λουτσέσκου.

Ο Καμαρά είναι εξ ορισμού ένας ταχυδυναμικός παίκτης, ο οποίος αφού προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα, άρχισε να δίνει λύσεις στο θέμα των αμυντικών μεταβάσεων, μπορεί να πάρει πολύ καλά την πρώτη πάσα από την άμυνα, χρησιμοποιώντας ωραία το σώμα του, κάνοντας και εξαιρετικές περιστροφές. Όλες αυτές τις υποδοχές-επαφές τις κάνει να φαίνονται πολύ εύκολες.

Ο Μαντί του Ολυμπιακού

Ο Μαντί Καμαρά με τη φανέλα του Ολυμπιακού

Για τρία χρόνια, κυρίως, υπό τις οδηγίες του Πέδρο Μαρτίνς, ο χαρισματικός μέσος από τη Γουινέα όχι μόνο «έβγαλε μάτια» με την απόδοσή του στον Πειραιά, αλλά υποχρέωσε κλαμπ με μεγάλη ιστορία, όπως η Νάπολι, η Ρόμα, η Λιόν, να στέλνουν προτάσεις και να δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για να τον αποκτήσουν.

Οι Πειραιώτες του έδωσαν την ευκαιρία να μπει στον ευρωπαϊκό χάρτη του ποδοσφαίρου, όταν άφησε τη Ρώμη και επέστρεψε στην Ελλάδα, δεν γύρισε απλά στον Ολυμπιακό αλλά με τις εμφανίσεις του έγινε αναντικατάστατο μέλος της ομάδας του Ντιέγκο Μαρτίνεθ που μόλις τον είδε τον… ερωτεύτηκε και του έδωσε τη φανέλα βασικού που ο Καμαρά την… πήρε στο σπίτι του κάπως έτσι έμοιαζε ως το πλέον πιθανό σενάριο η πώλησή του σε ομάδα που αγωνίζεται σε καλύτερο πρωτάθλημα από το ελληνικό.

Η Λιόν έφτασε κοντά στην απόκτησή του, όμως η τελική απάντηση των «ερυθρόλευκων» ήταν αρνητική και λίγο αργότερα ήρθε η ρήξη του Μαντί με τους Πειραιώτες με τους οποίους πρόλαβε να πανηγυρίσει τρία πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ελλάδας και να γράψει ιστορία με 61 συμμετοχές στην Ευρώπη «συγκατοικώντας» μαζί με τον Ανατολάκη και τον Μπουχαλάκη στην τέταρτη θέση της σχετικής λίστας.

Συνολικά φόρεσε σε 210 αγώνες (20 γκολ, 14 ασίστ) την «ερυθρόλευκη» φανέλα και πέρσι είχε 29 συμμετοχές (17 για το πρωτάθλημα, 10 για την Ευρώπη και 2 στο Κύπελλο Ελλάδας) με 1 γκολ και 1 ασίστ.

@Photo credits: eurokinissi, KLODIAN LATO

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Σταύρος Σουντουλίδης
Σταύρος Σουντουλίδης

Στα 17 του έκανε τα πρώτα του βήματα, ανεβαίνοντας με «κοντό παντελονάκι» τα σκαλοπάτια του κτιρίου της «Μακεδονίας», επί της Μοναστηρίου, χαζεύοντας από απόσταση «ιερά τέρατα» της θεσσαλονικιώτικης δημοσιογραφίας. Ένας κλασικός «εφημεριδάς» ολκής, ο αείμνηστος Σταύρος Μπαλτίδης φρόντισε και του έδωσε τα κατάλληλα εφόδια στα πρώτα του βήματα, άλλωστε η εφημερίδα παραμένει η πρώτη και μοναδική αγάπη του.

Έχοντας περάσει από το σύνολο των εντύπων της Θεσσαλονίκης («Μακεδονία», «Αγγελιοφόρος», «Σπορ του Βορρά»), αποτέλεσε βασικό στέλεχος του περιοδικού «Φωνή των Σπορ», μιας πρωτοποριακής προσπάθειας για τα δεδομένα της Βόρειας Ελλάδας στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Το 1995 η τηλεόραση μπήκε στη ζωή του με το Star Channel, ακολούθησε η ΕΡΤ-3, βίωσε τη «μαγεία» του ραδιοφώνου (FM-100, Helexpo 105 FM, Flash 96.0) και αρκετά νωρίς, κάπου γύρω στο 2005, «κολύμπησε» στον ωκεανό του διαδικτύου, με τις πρώτες αμιγώς αθλητικές ιστοσελίδες, το «Sportnews.gr», πολύ πριν δηλαδή αποτελέσει μέλος της μεγάλης παρέας του Gazzetta.

Η ενασχόληση του με το ρεπορτάζ του ΠΑΟΚ τον οδήγησε να περάσει το κατώφλι της Τούμπας και να ζήσει «από μέσα», ως μέλος του Γραφείου Τύπου, την περίοδο της… επανάστασης του Ζαγοράκη.