Πρώτα βλέπεις και μετά κρίνεις

Πρώτα βλέπεις και μετά κρίνεις

Βασίλης Βλαχόπουλος Βασίλης Βλαχόπουλος
Πρώτα βλέπεις και μετά κρίνεις

bet365

Ο Βασίλης Βλαχόπουλος γράφει για την πρόσληψη του Άκη Μάντζιου, την επιστροφή του στον πλανήτη Άρη έπειτα από 20 χρόνια και τη σύνεση που απαιτείται σε επίπεδο κριτικής…

Όταν ένας επαγγελματίας επιστρέφει σε χώρο εργασίας είθισται να λέμε ότι «γνωρίζει το περιβάλλον». Η αλήθεια είναι ότι αυτή η άποψη εμπεριέχει ισχυρή δόση υπερβολής και με πραγματικά κριτήρια, είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμη. Καθαρά από επαγγελματική διαστροφή υπολόγισα τις ημέρες που μεσολάβησαν από την ημέρα που ο Άκης Μάντζιος πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του «Κλ. Βικελίδης» έως και χθες, όπου ξεναγήθηκε στους εσωτερικούς χώρους του γηπέδου, λίγο πριν υπογράψει το συμβόλαιό του. 8.116 ημέρες. Δεν τις λες και λίγες.

Για την ακρίβεια ήταν 29 Ιουνίου 1998, ο τότε 29χρονος κεντρικός αμυντικός έφθασε στη Θεσσαλονίκη παρασυρόμενος από εκείνον τον άνεμο αναγέννησης του Άρη στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης του Δημήτρη Κοντομηνά. Το μαλλί ήταν κοντό, τα γυαλιά ηλίου ακουμπούσαν στο κεφάλι και γενικώς εκείνη η εποχή ήταν εντελώς διαφορετική σε σχέση με αυτή που διανύουμε. Πιο ανέμελη, πιο διασκεδαστική και πιο χαλαρή σε σχέση μ’ αυτή που ζούμε σήμερα.

Ο Μάντζιος ήταν από τους ποδοσφαιριστές που αγαπήθηκαν γιατί είχε τσαμπουκά, ποδοσφαιρική αλητεία και ψυχή. Κάθε οπαδός σχηματίζει τη δική του άποψή για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός ποδοσφαιριστή, αλλά τα στοιχειωδώς βασικά ξέρει να τα αναγνωρίζει και αναλόγως κατατάσσει τους παίκτες στην πυραμίδα της καρδιάς του. Ως ποδοσφαιριστής, έζησε όμορφες στιγμές, η αλήθεια είναι ότι αυτές θα μπορούσαν να ήταν περισσότερες, αλλά μια καινούργια ομάδα δεν μπορεί να ξεφύγει από τους άγραφους νόμους του ποδοσφαίρου. Χρειάζεται χρόνο σ’ ένα περιβάλλον το οποίο δεν τον διαθέτει.

 

Έτσι ήρθε εξάλλου στη Θεσσαλονίκη για να ζήσει τη δεύτερη ποδοσφαιρική εμπειρία του στον Άρη και υπό συνθήκες οι οποίες δεν συγκρίνονται με τον πρότερο βίο του στην ομάδα. Δεν έκανε απλά το αγροτικό του ως προπονητής, αλλά σφυρηλατήθηκε σε ομάδες οι οποίες δεν έχουν τους ίδιους στόχους με του Άρη, γι’ αυτό εκτιμώ ότι αυτή η συνεργασία στοιχειοθετεί ευκαιρία καριέρας. Ο δε Άρης αποφάσισε προχωρήσει στην αντικατάσταση προπονητή, μετά την κατραπακιά στο Europa League και νιώθοντας τρομερή ευθύνη που δεν το έκανε νωρίτερα. Η επιλογή του Μάντζιου έγινε επειδή οι «κίτρινοι» επικεντρώνουν στο ελληνικό Πρωτάθλημα, χρειάζονταν έναν γνώστη αυτού αλλά και γιατί το ένστικτο του Θόδωρου Καρυπίδη «φώναξε» το όνομα του 51χρονου προπονητή. Γι’ αυτό εξάλλου, σ’ εκείνη τη συνάντηση (μετά το πατατράκ από την Κόλος Κοβαλίβκα) δεν συζητήθηκε κανένα άλλο όνομα πέραν του προπονητή από την Κόνιτσα. Απορρίφθηκε παράλληλα κάθε σκέψη συνεργασίας με ξένο προπονητή τόσο για αγωνιστικούς όσο και για οικονομικούς λόγους.

Παραμένοντας στο μονοπάτι με τις αλήθειες, κανείς Αρειανός δεν πέταξε τη σκούφια του με το άκουσμα του ονόματος του Άκη Μάντζιου. Σπουδαιότερο όλων είναι ότι το γνωρίζει και ο ίδιος. Αντιλαμβάνεται δηλαδή ότι θα πρέπει να λειτουργήσει γρήγορα και αποτελεσματικά σ’ ένα περιβάλλον που αμφισβητεί την επιλογή του, ούτως ώστε να το κερδίσει.

Ουσιαστικά συμπεράσματα βγαίνουν μόνο μέσα από την καθημερινή δουλειά με τους παίκτες γιατί εκεί ο καθένας διαπιστώνει τις συνήθειες του καθενός, βλέπει τα δυνατά και αδύναμα σημεία του, αυτά τα οποία δεν μπορούν να αναδειχθούν σε 90 αγωνιστικά λεπτά και μέσα από τον φακό της τηλεόρασης. Αυτό σημαίνει ότι το επόμενο διάστημα θα είναι απολύτως διδακτικό και για τον ίδιο. Η αλήθεια είναι επίσης ότι ο Άκης Μάντζιος έχει ξεκάθαρη εικόνα για τον Άρη διότι το ραντεβού της περασμένης Παρασκευής (μετά την απόφαση απομάκρυνσης του Μίκαελ Ένινγκ) δεν έγινε… ουρανοκατέβατα αλλά είχαν προηγηθεί επαφές με τον Θόδωρο Καρυπίδη. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά ο 51χρονος τεχνικός ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη γιατί στην προηγούμενη (θαρρώ πριν από τρία χρόνια) μια συμφωνία δεν επικυρώθηκε ποτέ.

Δεν γνωρίζω τι θα περιλαμβάνουν τα έργα και οι μέρες του στην τεχνική ηγεσία των «κίτρινων», αλλά είναι τουλάχιστον άκομψο και επιπόλαιο να κρίνεται πριν καλά-καλά σταθεί μπροστά από τον πάγκο της ομάδας. Συμφωνώ ότι δεν διαθέτει το βιογραφικό που θα ήθελε το ευρύ κοινό από τον εκάστοτε προπονητή του Άρη, δεν δούλεψε σε ομάδες με αντίστοιχους στόχους και γενικώς δεν έχει ξεφύγει (μέχρι στιγμής) από μια ευθεία στην οποία βρίσκονται ένα σωρό Έλληνες προπονητές.

Όπως όμως κανείς δεν έχει συμβόλαιο με την επιτυχία, το ίδιο ισχύει και με την αποτυχία, οπότε είναι σοφότερο να περιμένει ο οποιοσδήποτε το επίπεδο δουλειάς του και αναλόγως να κρίνει. Τον Μάντζιο ως προπονητή, τον Θόδωρο Καρυπίδη για την ευθύνη της απόφασης, τον Άγγελο Χαριστέα ως ποδοσφαιρικό διευθυντή.

Αυτό που σίγουρα περιμένω να δω είναι ένα αμυντικό συμμάζεμα και βελτίωση του transition καθώς εκεί εστιάζεται το αγωνιστικό πρόβλημα του Άρη. Δηλαδή, κάτι διαφορετικό σε σχέση με αυτό που παρουσίασε ο Άρης στον Βόλο όπου οι ηρωικές προσπάθειες κυριάρχησαν των σωστών τοποθετήσεων και γενικώς των ποδοσφαιρικών ενεργειών που εμπεριέχουν λογική. Γιατί, όταν λειτουργείς σωστά στο γήπεδο, στις περισσότερες φορές, δεν χρειάζονται οι… απομηχανής θεοί για να αποσοβήσουν κινδύνους.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Βλαχόπουλος
Βασίλης Βλαχόπουλος

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στα τελευταία χρόνια της… λαδόκολλας. Χάριν οικονομίας, το λευκό χαρτί χρησιμοποιούταν σε έκτακτες και ιδιαιτέρως σοβαρές καταστάσεις, ούτως ή άλλως ήταν δυσεύρετο. Πρόλαβε τη διαδικασία αποστολής των φαξ, αλλά και τις πρώτες συσκευές κινητής τηλεφωνίας με τη λαστιχένια κεραία που θύμιζαν στρατιωτικούς ασυρμάτους.

Παρακολουθεί όλες… τις μπάλες, αλλά η αδυναμία του είναι η πορτοκαλί, η σπυριάρα, λόγω της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ ποδοσφαίρου και μπάσκετ. Στο μπάσκετ ΠΑΝΤΑ κερδίζει ο καλύτερος. Στο ποδόσφαιρο, μπορεί να κερδίσει ο πιο τυχερός.

ΥΓ: Οσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα περιοδικά κι αν πέσουν στα χέρια του, το «Τρίποντο» ήταν, είναι και θα είναι το κορυφαίο forever and ever.