ΑΕΚ - Παναθηναϊκός: Μην περιμένετε τους νέους προπονητές ως Μεσσίες!
Aν κάποιος ρωτούσε ποιες ομάδες απέτυχαν – άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο – βάσει μπάτζετ και προσδοκιών στο εφετινό πρωτάθλημα, τέσσερις θα συμπεριλαμβάνονταν σίγουρα στο «γκρουπάκι»: Παναθηναϊκός, ΑΕΛ, ΟΦΗ και ΑΕΚ. Ισως κάποιος, με σωστά και βάσιμα επιχειρήματα, να θεωρήσει «αποτυχημένη» και τη σεζόν του ΠΑΟΚ αν ηττηθεί στον τελικό του Κυπέλλου ή και του Ατρόμητου, ο οποίος ήταν ίσως η πιο «αδιάφορη» ομάδα σε όλη τη διάρκεια της σεζόν. Όμως σίγουρα στο ανώτερο επίπεδο οι πορείες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ ήταν οι πιο απογοητευτικές. Κυρίως λόγω του μπάτζετ τους και της απώλειας της όποιας ποδοσφαιρικής ταυτότητας είχαν χτίσει επί Καρέρα και Δώνη…
«Δικαιολογίες» και βάσιμες αιτίες ασφαλώς υπάρχουν πολλά και πολλές για αμφότερες τις ομάδες. Από το πώς χτίστηκαν στην εκκίνηση της σεζόν μέχρι την απόφαση των διοικούντων για αλλαγή προπονητών, την επιλογή των Χιμένεθ – Μπόλονι, την αξιοποίηση και τον παραγκωνισμό συγκεκριμένων παικτών, τις μεταγραφές και τις… μη μεταγραφές του Ιανουαρίου, τους τραυματισμούς, τη διαχείριση τραυματισμών και τη μεθοδολογία στην καθημερινή προπόνηση. Αμέτρητες…
Διαφαίνεται, όμως, τις τελευταίες εβδομάδες, μια έντονη τάση στα media να πέσει η μεγαλύτερη ευθύνη στο προπονητικό management. Δηλαδή να θεωρηθούν ως βασικοί υπεύθυνοι τα αφεντικά βεβαίως, αλλά κυρίως για τις επιλογές των προπονητών μετά τους Πογιάτος – Καρέρα. Και ταυτόχρονα επικρατεί η αίσθηση πως οι δυο ομάδες θα πάνε να κλείσουν τους… προπονηταράδες των 800.000 ευρώ – 1 εκατ. ευρώ ετησίως, οι οποίοι θα αποτελέσουν τους πυλώνες της αναγέννησης!
Ε, λοιπόν – κι αυτό έχει αποδειχθεί περίτρανα στον Παναθηναϊκό επί Αλαφούζου, για να μην πούμε και επί Βαρδινογιάννη ή επί πολυμετοχικού όπου το νταμπλ κατακτήθηκε με Νιόπλια – Βαζέχα και όχι με Τεν Κάτε (που δεν συγκρίνεται προπονητικά με τους δυο «δικούς μας»), ότι ο βαθμός επίδρασης ενός προπονητή σε μια ομάδα δεν είναι τόσο υψηλός αν όλος ο οργανισμός δεν κινείται προς την ίδια ρότα! Κι αν το υλικό με το οποίο καλείται να εργαστεί ο προπονητής δεν είναι το κατάλληλο για την επίτευξη των (όποιων) στόχων κάθε ομάδας ανά σεζόν! Δεν αρκεί ο σπουδαίος προπονητής για να προοδεύσει μια ομάδα, αν δεν έχει τον κατάλληλο μηχανισμό, την κατάλληλη υποστήριξη και διαθέσιμο έμψυχο δυναμικό τέτοιο που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα νομίζω τα τελευταία χρόνια είναι ο Λουτσέσκου και ο Μαρτίνς.
Ο ΜΑΡΤΙΝΣ, Ο ΛΟΥΤΣΕΣΚΟΥ, Η ΥΠΟΜΟΝΗ, Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
Πού είχε εργαστεί ο Μαρτίνς πριν από τον Ολυμπιακό; Μαρίτιμο, Ρίο Αβε, Γκιμαράες. Ούτε καν σε Μπράγκα ή Σπόρτινγκ, όχι σε Πόρτο – Μπενφίκα... Πού είχε εργαστεί ο Ραζβάν Λουτσέσκου; Στην Ραπίντ, την Πετρολούλ και την Ξάνθη! Αλλαξαν σταδιακά τις ομάδες τους, είχαν υπομονή μαζί τους ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ παρότι δεν πήραν το πρωτάθλημα από την πρώτη χρονιά, έχτισαν σούπερ σύνολα, πήραν το νταμπλ στη δεύτερη σεζόν. Στα 49 του το σήκωσε ο Λουτσέσκου, στα 50 του ο Μαρτίνς. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα πρέπει όλοι να ψάξουν σ’ αυτές τις ηλικίες; Όχι, δεν είναι απαραίτητο. Αλλωστε οι προπονητές είναι… Kinder – έκπληξη. Δεν ξέρεις τι θα σου βγει! Και ο Αναστασίου πρωτόπειρος ήταν και ο Πογιάτος πρωτόπειρος ήταν στον Παναθηναϊκό: είδαμε τι πέτυχε ο ένας, και τι ο άλλος. Γιατί; Διότι το 2013 ο Παναθηναϊκός λειτουργούσε ως κανονικό κλαμπ (με μικρό μπάτζετ) και το 2021 πάει και κάνει ομιλία στους παίκτες ο Σπύρος Βλάχος που κάνει κι άλλες… 1000 δουλειές στον σύλλογο!
Ο προπονητής, λοιπόν, είναι ίσως ο πιο σημαντικός σε μια ομάδα, όμως δεν είναι η «πανάκεια» για μια ομάδα. Και κάτι άλλο: όσο πιο «γυμνός» είναι ένας σύλλογος σε όλα τα άλλα πεδία οργάνωσης/λειτουργίας, τόσο περισσότερο αναβαθμίζεται ο δικός του ρόλος και νομίζουμε όλοι πως είναι ο βασικός υπεύθυνος για τα καλά και τα στραβά! Ενας καλός προπονητής δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει αν δεν λειτουργεί σε ποδοσφαιρικό περιβάλλον με αρχές και με ικανό έμψυχο δυναμικό. Και το αντίστροφο: ένας κακός/μετρίου επιπέδου προπονητής υπάρχουν πιθανότητες να πετύχει αν συνεργάζεται με παικταράδες σε έναν υγιή αθλητικό οργανισμό.
Υ.Γ. Ασχετο, αλλά… ολόφρεσκο, ειδικά για όσους δεν παρακολούθησαν τον τελικό Τσέλσι – Λέστερ. Έναν γενικά «άνοστο» τελικό, με πολλή τακτική, με ελάχιστες καλές φάσεις, με τρομερή προσήλωση στις καλύψεις και στις άμυνες, ελάχιστα επιθετικά ρίσκα και… μηδέν ποδοσφαιρικό θέαμα, πλην του καταπληκτικού γκολ του Τίλεμανς και κάποιες στιγμιαίες εμπνεύσεις του πολύ βελτιωμένου Μάουντ.
Πρώτον: είναι πάντα σαγηνευτικό, αληθινά συγκινητικό, να βλέπεις τον «μικρό» να νικά τον «μεγάλο» σ’ έναν τελικό. Σε όλα τα σπορ, σε όλες τις χώρες, σε όλες τις διοργανώσεις! Το είδαμε και σήμερα και βάζω στοίχημα πως εκτός από τους οπαδούς της Τσέλσι και όσους είχαν ποντάρει υπέρ της στοιχηματικά, δεν υπήρχε κάποιος που δεν γούσταρε να το σηκώσουν ο Σμάιχελ με τον Βάρντι και τον κάπτεν Μόργκαν.
Δεύτερον: βλέποντας τον παιδικό ενθουσιασμό στους πανηγυρισμούς (δεν… ήξεραν πώς να πρωτοπανηγυρίσουν!) με τους οπαδούς τους, αντιλαμβάνεσαι πώς είναι για τον ίδιο τον ποδοσφαιριστή να παίζει σε κενές εξέδρες εδώ και ενάμιση χρόνο. Πόσο «κενός» νιώθει, ακόμα και στις επιτυχίες της ομάδας του!
Τρίτον: ήταν και παραμένει τόσο βαριά η απήχηση του αγγλικού ποδοσφαίρου που – να’μαστε όλοι καλά – αν περάσουν οι μήνες και φτάσουμε κάποια στιγμή στη σταδιακή και στην ολοκληρωτική επιστροφή των οπαδών στις κερκίδες, μάλλον αυτός ο άχρωμος τελικός Κυπέλλου που ζωγραφίστηκε με δεκάδες μνήμες μόνο μετά από τη λήξη του, θα «σημαδευτεί» ως το Νο1 παιχνίδι με φιλάθλους μετά την καταπολέμηση του κορονοϊού και τους εμβολιασμούς. Ναι, στο Ισραήλ και στη Ρωσία παίζουν εδώ και καιρό σχεδόν με γεμάτες κερκίδες, αλλά αυτό θα είναι το ματς που θα θυμόμαστε: το Τσέλσι – Λέστερ στο Γουέμπλεϊ!
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.