Η Μπάγερν αξιολογεί τους ποδοσφαιριστές σε εργαστήριο, η Ελλάδα τους αξιολογεί ακόμα με φακελάκι
Περίπου έναν χρόνο πίσω μου έτυχε να συμβουλέψω έναν νεαρό ποδοσφαιριστή σε σχέση με τα βήματα που θα έπρεπε να κάνει για να αυξήσει τις πιθανότητες να φτάσει στην υπογραφή επαγγελματικού συμβολαίου. Το πρώτο πράγμα που του πρότεινα να κάνει ήταν να ζητήσει από έναν αναλυτή να τον αξιολογήσει. Και το έκανε. Ο αναλυτής μελέτησε πέντε ποδοσφαιρικούς αγώνες της Γ’ Εθνικής, στην οποία αγωνιζόταν το παιδί, και επέστρεψε με μια έκθεση στην οποία ανέλυε σε σημαντικό βάθος τα θετικά στοιχεία και τις αδυναμίες του ποδοσφαιριστή. Αυτό το παιδί, ο ποδοσφαιριστής, υπήρξε για χρόνια μέλος των τμημάτων υποδομής ενός συλλόγου της Superleague 1. Και τέτοια αξιολόγηση, σαν αυτή που του έκανε ο αναλυτής, δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά μπροστά του, παρόλο που είχε φτάσει να είναι βασικό στέλεχος της Κ19 ομάδας του συλλόγου της Superleague και ένας από αυτούς που ο σύλλογος αξιολογούσε, αφηρημένα, για να αποφασίσει αν θα του προτείνει ή όχι επαγγελματικό συμβόλαιο. Με άλλα λόγια, ποτέ κανείς επικεφαλής προπονητικού επιτελείου δεν είχε καθίσει με αυτό το παιδί για να του κάνει ατομική ανάλυση και αξιολόγηση, να του δείξει τις αδυναμίες του, να του αναλύσει την μέθοδο για την βελτίωσή του και να βάλουν μαζί συγκεκριμένους, σαφείς και μετρήσιμους στόχους μέχρι την επόμενη αξιολόγηση μετά από τρεις μήνες. Όλο αυτό, που είναι μια τυπική μέθοδος που αξολουθείται όπου αλλού, στα αφτιά αυτού του 21 ετών Ελληνα ποδοσφαιριστή ακουγόταν σαν άγνωστη ιστορία.
Με όλη αυτή την ελληνική παράσταση στο μυαλό μου, έτυχε να μελετήσω τις δυνατότες του εργαστηρίου δεξιοτήτων (Skills.Lab), το οποίο εγκαινίασε η Μπάγερν τον περασμένο Δεκέμβριο. Πρόκειται για ένα κλειστό εξαγώνιο μίνι γήπεδο, συνολικού εμβαδού 320 τ.μ. που είναι εξοπλισμένο με την τελευταία τεχνολογία, το οποίο έχει σχεδιαστεί ειδικά για να καταγράφει και να αξιολογεί τις συγκεκριμένες ποδοσφαιρικές παραμέτρους ενός παίκτη σε τεχνική-γνωστική βάση. Με άλλα λόγια, η Μπάγερν βάζει στο εργαστήριο τον ποδοσφαιριστή της, τον περνά από μια σειρά από ποδοσφαιρικές δοκιμασίες και σε πολύ σύντομο χρόνο έχει εργαστηριακές, και γι’ αυτό αντικειμενικές και “αμερόληπτες” αξιολογήσεις σχετικά με την πρόοδο που σημειώνει η δουλειά που κάνει για την βελτίωση των τεχνικών δεξιοτήτων. Και όχι μόνο φυσικά. Διότι μέσα από αυτή τη μελέτη καταφέρνει να δημιουργήσει τα στάνταρ των ποδοσφαιριστών της ακαδημίας της, κι έτσι κάθε φορά που “δοκιμάζει” ένα ταλέντο συγκρίνει τις επιδόσεις του με τους μέσους όρους των μελών της ακαδημίας της και έχει μια σαφή πρώτη ένδειξη σχετικά με το αν “αξίζει τον κόπο” να δώσει περισσότερο χρόνο σε έναν ποδοσφαιριστή υπό δοκιμή. Ολοι οι παίκτες δοκιμάζονται υπό εργαστηριακές συνθήκες με ίδιες απαιτήσεις. Αυτό κάνει την ανάλυση πολύτιμη, διότι η σύγκριση των επιδόσεων είναι αντικειμενική.
Αυτό το εργαστήριο προσφέρει ήδη πάρα πολλά στην Μπάγερν. Το χρησιμοποιούν όλες οι ομάδες της, από την Κ12 μέχρι την ομάδα των γυναικών. Και στο τερέν αυτό μπορούν να προπονούνται γκρουπ μέχρι και των τεσσάρων ποδοσφαιριστών - δηλαδή δεν πρόκειται μόνο για ατομικές μετρήσεις ή ατομικές ασκήσεις βελτίωσης. Οι υπολογιστές δημιουργούν καταστάσεις παιχνιδιού, τις οποίες καλούνται να λύσουν οι ποδοσφαιριστές. Η δράση προβάλλεται σε οθόνες και “πανιά” από πέντε βιντεοπροβολείς υψηλής απόδοσης. Τέσσερις πλήρως αυτοματοποιημένες μηχανές μπάλας αποτελούν την καρδιά της εγκατάστασης, η οποία προσφέρει περισσότερους από 100 διαφορετικούς τρόπους προπόνησης σε πέντε επίπεδα δυσκολίας. Κατά κανόνα, οι ποδοσφαιριστές δουλεύουν στην ντρίμπλα, στις επαφές με την μπάλα, στον έλεγχο και τον χειρισμό της μπάλας, στην βελτίωση της ακρίβειας στο σουτ και στις μεταβιβάσεις, στις κεφαλιές, στις αντιδράσεις του τερματοφύλακα. Η διάρκεια της προπόνησης κυμαίνεται από 20’ έως 60’ λεπτά.
Μπορεί μια ελληνική ποδοσφαιρική εταιρεία να αποκτήσει ένα εργαστήριο σαν αυτό της Μπάγερν; Φυσικά όχι, διότι το κόστος της κατασκευής του σίγουρα ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο του προϋπολογισμού λειτουργίας μιας μεσαίας ελληνικής ποδοσφαιρικής εταιρείας. Όμως αυτό που έχει κάνει η Μπάγερν στην διάρκεια της τελευταίας 4ετίας, που επενδύει τους πόρους της σε προπονητικά κέντρα (2017), κέντρα καινοτομίας (2019) και εργαστήρια ποδοσφαιρικών δεξιοτήτων (2020) είναι αυτό που κάνει σήμερα η αγορά του ποδοσφαίρου: επενδύει στην ανάπτυξη του ταλέντου. Κι όπως η Μπάγερν επενδύει ποσά μιας ακριβής μεταγραφής στην κατασκευή ενός εργαστηρίου, έτσι και μια ελληνική ΠΑΕ θα έπρεπε να επενδύει ποσά μιας δικής της ακριβής μεταγραφής πάνω στην βελτίωση των υποδομών της και τον εκσυγχρονισμό της τεχνολογίας της. Αν το έκαναν αυτό οι ΠΑΕ, δεν θα κυκλοφορούσαν 20χρονοι Έλληνες ποδοσφαιριστές που μένουν με το στόμα ανοιχτό όταν τους μιλάς για την ατομική αξιολόγηση και για τον ποδοσφαιρικό φάκελό τους. Τους μιλάς για φάκελο και νομίζουν ότι αναφέρεσαι στο φακελάκι που τους ζητούν για να τους προωθήσουν.
Πιθανότατα σε αυτό το τελευταίο, δηλαδή στο φακελάκι, να κρύβεται και η εξήγηση για την άρνηση του ελληνικού ποδοσφαίρου να αποδεχθεί τις αλλαγές και να τις αγκαλιάσει προκειμένου να εκσυγχρονιστεί. Διότι όταν γίνεται σαφής και συγκεκριμένη ανάλυση και αξιολόγηση των δεξιοτήτων ενός ποδοσφαιριστή, και όταν γίνεται σαφής ανάλυση και αξιολόγηση του έργου ενός προπονητή ακαδημιών, τότε χάνεται το φακελάκι, διότι οι αποφάσεις για την προώθηση των ποδοσφαιριστών παύουν να είναι αφηρημένες και υποκειμενικές - πρέπει να τεκμηριώνονται. Και να γίνονται αντικειμενικές. Στην Μπάγερν δεν αποφασίζει το μηχάνημα, το λογισμικό· οι άνθρωποι, δηλαδή οι προπονητές και οι λοιποί επιστήμονες αποφασίζουν. Οι αποφάσεις όμως βασίζονται πλέον σε αντικειμενικά στοιχεία. Και οι ποδοσφαιριστές έχουν πάψει να είναι πρόβατα που δέχονται άκριτα τις κρίσεις προπονητών και τεχνικών διευθυντών. Και έχουν πάψει να λαδώνουν, διότι τα στοιχεία της ποδοσφαιρικής ταυτότητάς τους δεν αλλοιώνονται και δεν παραποιούνται.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.