Τι κερδίζει το ποδόσφαιρο όταν η Εθνική ξαναγίνεται Ομάδα
Στη διάρκεια του πιο δύσκολου και «ανασφαλούς» καλοκαιριού στη σύγχρονη ιστορία της ποδοσφαιρικής αγοράς παγκοσμίως, ένας Ελληνας ποδοσφαιριστής γίνεται η μόνη – ως στιγμής – μεταγραφή της Πρωταθλήτριας Αγγλίας Λίβερπουλ. Στο ίδιο καλοκαίρι, την ίδια περίοδο, ένας άλλος Ελληνας ποδοσφαιριστής γίνεται η μεγαλύτερη πώληση που έχει κάνει ένας σύλλογος του βεληνεκούς της ΑΕΚ, και μεταγράφεται στην Πρωταθλήτρια Σκωτίας Σέλτικ. Σε αυτό το καλοκαίρι ακόμη ένας Ελληνας ποδοσφαιριστής φαίνεται ότι μεταγράφεται σε έναν σύλλογο της Bundesliga, την Κολωνία, κι ακόμη ένας παρουσιάζεται ως μεταγραφικός στόχος μιας σειράς σημαντικών ευρωπαϊκών ομάδων. Μήπως αυτό το καλοκαίρι προσπαθεί κάτι να μας πει, δηλαδή προσπαθεί κάτι να πει προς το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο;
Ο Κώστας Τσιμίκας έμοιαζε με εξαίρεση. Ερχονται όμως ο Βασίλης Μπάρκας, ο Δημήτρης Λημνιός και ο Δημήτρης Γιαννούλης για να σχηματίσουν μια τετράδα της «20+» γενιάς των Ελλήνων ποδοσφαιριστών, οι οποίοι πωλούνται, ή σε κάθε περίπτωση «αναγκάζουν» ευρωπαϊκούς συλλόγους να προσφέρουν καλά λεφτά για να τους αγοράσουν σε μια εποχή που οι σύλλογοι δεν ξοδεύουν αλόγιστα διότι έχουν πληγεί από τις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού.
Οι εντυπώσεις που δημιούργησε ο Ολυμπιακός στο Champions League και το Europa League, το μικρό αήττητο που ξεκίνησε να χτίζει η Εθνική Ομάδα από τον περασμένο Οκτώβριο, και η παρουσία αξιόλογων ξένων προπονητών στους πάγκους (Μαρτίνς, Φερέιρα, Καρέρα, Φαν’τ Σχιπ) είναι στοιχεία που έχουν ήδη λειτουργήσει ενισχυτικά. Κι αυτά ήρθαν να προστεθούν σε μια σειρά από εντυπώσεις που δημιουργούν Ελληνες ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται ήδη στα ξένα πρωταθλήματα. Με λίγα λόγια, χωρίς να το προσπαθήσει καθόλου, το ελληνικό πρωτάθλημα βλέπει προϊόντα του να εξελίσσονται σε εξαγώγιμα.
Όλα τα παραπάνω σε βάζουν συνειρμικά στη σκέψη σχετικά με την επίδραση που θα είχε στις υπεραξίες των Ελλήνων ποδοσφαιριστών η ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού πρωταθλήματος, με όρους ρεαλιστικούς. Και κοντά σε αυτό σκέφτεσαι τι θα είχαν να κερδίσουν οι ελληνικοί σύλλογοι αν άλλαζαν στρατηγική και αποφάσιζαν να επενδύσουν περισσότερο και με συνέπεια στην εκπαίδευση και την ανάδειξη ποδοσφαιριστών.
Στην πραγματικότητα βεβαίως όλη αυτή η κουβέντα δεν οδηγεί πουθενά, διότι δεν υπάρχει ακροατήριο για να την ακούσει, να την κατανοήσει ώστε να επηρεαστεί και να αλλάξει στρατηγική. Γι’ αυτό και θα εστιάσω στην Εθνική Ομάδα, εκεί όπου φαίνεται ότι έχει νόημα η κουβέντα επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη, και κυρίως οι ποδοσφαιριστές ενδιαφέρονται να την ακούσουν.
Δεν πρόλαβε καλά καλά να γίνει ομάδα η Εθνική και ήδη οι ποδοσφαιριστές βλέπουν ή και εξαργυρώνουν το όφελος. Η υπεραξία του Μπάρκα, του Γιαννούλη, του Λημνιού μεγάλωσε και μεγαλώνει λόγω της παρουσίας στο βασικό σχήμα της Εθνικής Ομάδας, δηλαδή λόγω των ευκαιριών που έχουν για να δείξουν, ως μέλη ενός συνόλου που συμπεριφέρεται σαν ομάδα και όχι σαν σκόρπια διαδήλωση, τις ικανότητές τους. Μετά από καιρό, στην Εθνική Ομάδα δημιουργούνται συνθήκες που ευνοούν την ατομική διάκριση μέσα από την ομαδική επιτυχία. Μετά από καιρό στο τερέν δεν βλέπεις ποδοσφαιριστές που τα βάζουν ο ένας με τον άλλο σε δημόσια θέα, ούτε παίκτες που απενεργοποιούνται μέχρι την επόμενη επαφή με την μπάλα που θα τους δώσει ευκαιρία επίδειξης προσόντων. Παρακολουθείς τα ματς της Εθνικής και αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει κοινή προσπάθεια, κοινό όραμα, ομαδικό πνεύμα, καλή ενδοεπικοινωνία, θετική στάση από τον πάγκο, ενθάρρυνση και εμπιστοσύνη. Είναι υγιές αυτό που παρακολουθείς, ανεξάρτητα από την ποιότητα του θεάματος.
Στη θέση του Ελληνα επαγγελματία ποδοσφαιριστή θα έπαιρνα πολύ κουράγιο από όσα βλέπω να συμβαίνουν στην Εθνική στον καιρό του Φαν’τ Σχιπ. Διότι σε μια περίοδο που το ελληνικό πρωτάθλημα έχει καταντήσει να μην απασχολεί ούτε τους Ελληνες, σε μια περίοδο που με εξαίρεση τον Ολυμπιακό δεν υπήρξε σύλλογος με ευρωπαϊκή παρουσία, η Εθνική είναι το μόνο αξιόπιστο διαβατήριο. Για χίλιους δυο λόγους που έχω αναλύσει τόσες φορές στο παρελθόν, η Εθνική δεν ήταν ομάδα. Δεν έχω ιδέα πόσο καλή ομάδα μπορεί να φτιάξει ο Φαν’τ Σχιπ με τους συνεργάτες του, αλλά τώρα, που έχουμε δει 8 παιχνίδια σε διάστημα περίπου 12 μηνών, μας έχει ήδη γίνει ξεκάθαρο ότι ο Ολλανδός μπορεί να φτιάξει ομάδα. Κι αυτό, εκεί που είχε βρεθεί η Εθνική, δεν είναι λίγο.
Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.