Μια Ομάδα, που δεν πήρε καλές αποφάσεις

Μια Ομάδα, που δεν πήρε καλές αποφάσεις

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Μια Ομάδα, που δεν πήρε καλές αποφάσεις

bet365

Με την βοήθεια του Wyscout, ο Βασίλης Σαμπράκος αναλύει τον «τελικό» με την Σλοβενία και αναφέρεται στις επιθετικές αδυναμίες που δεν βελτίωσε η Εθνική με συνέπεια να τερματίσει 2η σε έναν όμιλο 3ης κατηγορίας.

Δεν έκανε κάτι λιγότερο ή περισσότερο από όσα είχε κάνει στα προηγούμενα 5 παιχνίδια του Nations League η Εθνική το βράδυ της Τετάρτης στη Ριζούπολη απέναντι στην Σλοβενία. Τελικά κράτησε την μπάλα όσο την κρατούσε συνήθως (κατοχή 62%, με μέσο όρο 60.6%), την κυκλοφόρησε με ποσοστό ακρίβειας (85%) πολύ κοντά στον μέσο όρο της (86.6%) και από αυτή την κατοχή κατάφερε να πάρει 14 τελικές προσπάθειες, ακριβώς στον μέσο όρο της. Στο αμυντικό κομμάτι η επίδοσή της ήταν καλύτερη, δεδομένου ότι επέτρεψε μόνο 3 τελικές προσπάθειες στην Σλοβενία, ενώ δεχόταν 6 τελικές προσπάθειες κατά μέσο όρο στα προηγούμενα παιχνίδια.

Στην πρώτη ανάγνωση λοιπόν στο τελευταίο της παιχνίδι η Εθνική ήταν σαν να έβγαλε μια σέλφι του εαυτού που έδειξε σε όλη αυτή την πορεία: φωτογράφισε την εικόνα μιας ομάδας που είχε μεγαλύτερη ποιότητα από τους αντιπάλους της αλλά στα μισά παιχνίδια δεν κατάφερε να την εκμεταλλευτεί, με συνέπεια να κάνει μόνο 3 νίκες και τελικά να τερματίσει δεύτερη σε έναν όμιλο τρίτης κατηγορίας.

Μια ομάδα που δεν πέτυχε γκολ στα 3 εκ των 6 παιχνιδιών που έδωσε δεν χρειάζεται να ξοδέψει πολύ χρόνο στην ενδοσκόπηση για να αναγνωρίσει τις αδυναμίες της. Και το ανησυχητικό είναι ότι στον «τελικό» της Τετάρτης δεν έδειξε πρόοδο, δεν έδειξε βελτίωση σε αυτό το κομμάτι. Κι είναι ανησυχητικό διότι αυτό το ματς ερχόταν μετά από ένα περίπου 10ημερο που οι προπονητές είχαν στην διάθεσή τους τους ποδοσφαιριστές, κάτι που σπάνια συμβαίνει σε μια εθνική ομάδα. Είχαν δηλαδή μια μεγαλύτερη από το συνηθισμένο ευκαιρία να βελτιώσουν την ομάδα στο αδύναμο κομμάτι της, το επιθετικό και να σχεδιάσουν τρόπους ανάπτυξης των επιθέσεων που θα φέρνουν τους εκτελεστές να εκτελούν από θέσεις με υψηλό συντελεστή επίτευξης γκολ. Η εικόνα του ματς δεν δικαίωσε αυτή τη δουλειά.

  • Στον προπονητή της Εθνικής ομάδας δεν αναλογεί η ευθύνη να βελτιώσει την ποιότητα του σέντερ φορ – του αναλογεί όμως η ευθύνη να επιλέγει τον πιο έτοιμο. Η «φτώχεια» στην παραγωγή κεντρικών επιθετικών είναι μεγάλη για το ποδόσφαιρό μας του τελευταίου καιρού, αλλά όχι τόσο μεγάλη που να δικαιολογεί την επιμονή του προπονητή σε έναν σέντερ φορ ο οποίος σε 4 συμμετοχές είχε 2,7 σουτ ανά ματς και είχε ολοκληρώσει παιχνίδι δίχως τελική προσπάθεια. Στον «τελικό» ο προπονητής βιάστηκε να αποσύρει, στο 46’, έναν σέντερ φορ με ρέντα – στην πρώτη του συμμετοχή στο βασικό σχήμα, για να φέρει από τον πάγκο έναν σέντερ φορ που δεν είχε πετύχει γκολ στις 3 προηγούμενες συμμετοχές του.
  • Στους προπονητές της Εθνικής αναλογεί η ευθύνη να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα στις στατικές φάσεις. Η Ελλάδα ολοκλήρωσε τον «τελικό» με 1 τελική ενέργεια σε 7 εκτελέσεις κόρνερ. Κι αυτή η επίδοση ήταν χειρότερη ακόμη και από τον μέσο όρο μιας ομάδας που δεν εκμεταλλεύεται τα κόρνερ και τα φάουλ. Αρα η εικόνα δεν έδειξε πρόοδο.
  • Στους προπονητές της Εθνικής δεν αναλογεί η ευθύνη της ατομικής βελτίωσης στην λήψη αποφάσεων. Τους αναλογεί όμως η ευθύνη να επιλέγουν τους πιο έτοιμους ποδοσφαιριστές, δηλαδή αυτούς των οποίων η αγωνιστική εικόνα υπόσχεται καλύτερες αποφάσεις. Στον «τελικό», απέναντι σε μια ομάδα που ήταν πιεστική μόνο για ένα ημίχρονο, η Εθνική είχε 62,7% ακρίβεια στις μεταβιβάσεις στο επιθετικό τρίτο του τερέν, περνώντας κάτω από τον πήχη του μέσου όρου της (71%). Και ήταν αρκετές και κρίσιμες οι καταστάσεις στις οποίες οι ποδοσφαιριστές δεν πήραν καλές αποφάσεις: ο Ζέκα σουτάρει από το ύψος της μεγάλης περιοχής με 4 αμυντικούς μπροστά του, ο Λημνιός σουτάρει σχεδόν από την γραμμή της μεγάλης περιοχής με δύο αντιπάλους να τον πιέζουν και άλλα δύο σώματα ανάμεσα στην μπάλα και την εστία, ο Κουρμπέλης σουτάρει με αντίπαλο να τον πιέζει και ενώ έχει την επιλογή να πασάρει στον Τζόλη, ο οποίος βρίσκεται σε καλύτερη θέση.

 

Κι εδώ αναφέρομαι μόνο στις κακές επιλογές σε επιθέσεις που ολοκληρώθηκαν· υπήρξαν περισσότερες κακές επιλογές που ολοκλήρωσαν υποσχόμενες επιθέσεις χωρίς τελική προσπάθεια.

Σε έναν τελικό, η Ελλάδα έκανε 14 τελικές προσπάθειες.

  • Οι 6 ήταν με σουτ εκτός μεγάλης περιοχής, δηλαδή από θέσεις με χαμηλό συντελεστή επίτευξης γκολ.
  • Δύο ήταν σουτ εντός περιοχής, αλλά με τον εκτελεστή Λημνιό να έχει 2 και 3 αμυνόμενους να τον πιέζουν και αρκετά σώματα ανάμεσα στην μπάλα και την εστία, δηλαδή να εκτελεί με χαμηλό συντελεστή επίτευξης γκολ.
  • Δύο ήταν κεφαλιές των σέντερ φορ από την γωνία της μικρής περιοχής με δύο αντιπάλους να πιέζουν – δηλαδή εκτελέσεις με χαμηλό συντελεστή επίτευξης γκολ.
  • Μια ήταν αυτή από το γυριστό σουτ του Παυλίδη, με πλάτη στο τέρμα και με αμυντικό κολλημένο πάνω του – δηλαδή από θέση και κατάσταση με χαμηλό συντελεστή επίτευξης γκολ.
  • Και 3 ήταν, όλες κι όλες, οι τελικές προσπάθειες με μεγάλη αξία, δηλαδή με υψηλό συντελεστή επίτευξης γκολ:
  • Η κεφαλιά του Φορτούνη από την γραμμή της μικρής περιοχής, με έναν αμυντικό σε απόσταση.
  • Η εκτέλεση που δεν κατάφερε να κάνει ο Γιακουμάκης από το ύψος του πέναλτι με μέτωπο προς την εστία και την μπάλα μπροστά του από τη σέντρα του Μαυρία, χωρίς παίκτη να του εμποδίζει τον δρόμο προς την εστία (η μπάλα από το πόδι του πήγε στο πρόσωπό του).
  • Και το σουτ του Κουμπέλη στο 78’, το οποίο έγινε χωρίς πίεση, με δύο αντιπάλους σε απόσταση.

Μια ομάδα με πρόβλημα στο γκολ, πάει στον «τελικό» της και καταφέρνει να εκτελέσει μόνο τρεις φορές από θέση με υψηλό συντελεστή επίτευξης γκολ. Αυτό είναι ένα ανησυχητικό σημάδι, που θα γινόταν πιο ανησυχητικό, και σχετικό με τη νοοτροπία, αν ακούγαμε τον προπονητή να επιμένει ότι η Ελλάδα δεν νίκησε μόνο λόγω των αποκρούσεων του Γιαν Ομπλακ.

Ο απολογισμός

Στη μεγάλη εικόνα, στον καιρό του Φαν’τ Σχιπ η Εθνική έκανε πολύ σημαντικά βήματα.

  • Εγινε ξανά ομάδα, που λειτουργεί με ομαδικό πνεύμα και συλλογική συνείδηση, με ποδοσφαιριστές που μετέχουν με πολλή διάθεση και καλή διάθεση στις αποστολές. Δηλαδή έκανε βήματα για την αλλαγή νοοτροπίας, που είναι παραπάνω από κρίσιμη αλλαγή. Δεν έχει εντός ομάδας διαλυτικά στοιχεία, δεν έχει κακές συμπεριφορές, δεν κυκλοφορούν στα αποδυτήριά της ποδοσφαιριστές που βάζουν το «εγώ» πάνω από το «εμείς». Κι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη πρόοδος.
  • Αλλαξε αγωνιστική ταυτότητα, η πιο σωστά απέκτησε αγωνιστική ταυτότητα: μιας ομάδας που κρατάει τη μπάλα και επιτίθεται, με σύγχρονα συστήματα ανάπτυξης επιθέσεων.
  • Παιχνίδι με το παιχνίδι κατάφερε να ανεβάσει τον ρυθμό της ανάπτυξής της και να παίξει «γρήγορα», όπως της ζητούσε η φύση των αγώνων που έδινε, απέναντι σε αντιπάλους που αμύνονταν με βάθος και έκλειναν τους χώρους στο τελευταίο τρίτο του τερέν.

Όλα αυτά ήταν καλά, αλλά δεν της ήταν αρκετά της Εθνικής για να πετύχει αυτό που στο μυαλό όλων μας φάνταζε ως αυτονόητο, να τερματίσει πρώτη σε έναν όμιλο τρίτης κατηγορίας. Ένα γκολ στο χθεσινό ματς θα άλλαζε τις εντυπώσεις, αλλά δεν θα άλλαζε την ουσία. Φαινομενικά, η Εθνική θα τα είχε καταφέρει, δηλαδή θα είχε τερματίσει πρώτη. Η ουσία όμως θα παρέμενε: για να πετύχει ο Φαν’τ Σχιπ στο project Κατάρ θα χρειαστεί καλύτερο επιθετικό παιχνίδι, παίκτες που θα παίρνουν καλύτερες αποφάσεις στο επιθετικό τρίτο. Κι αυτό, δυστυχώς, δεν είναι στο χέρι του. Είναι στα χέρια των προπονητών των συλλόγων στους οποίους ανήκουν οι Ελληνες ποδοσφαιριστές. Αυτοί μπορούν να παραδώσουν καλύτερους τους παίκτες στην επόμενη φορά της Εθνικής. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο Ολλανδός είναι να συμβουλεύει τους ποδοσφαιριστές και, κυρίως, να επιλέγει αυτούς που απαρτίζουν την καλύτερη ομάδα.

Ο Φαν’τ Σχιπ επέλεξε στρατηγικά να επενδύσει τις φιλοδοξίες του στην ανανέωση. Για να πετύχει, μια ανανέωση χρειάζεται υπομονή για να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν οι ποδοσφαιριστές, να εξελιχθούν σε προσωπικότητες με την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση για να πάρουν την ευθύνη στα δύσκολα. Αυτό το εγχείρημα μπαίνει πλέον στην επόμενη φάση, στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εκεί όπου θα βρει ισχυρότερους αντιπάλους και θα αντιμετωπίσει εντελώς διαφορετικές καταστάσεις παιχνιδιού από αυτές που βρήκε στο Nations League. Τα δείγματα που είχε προλάβει να δώσει στα 4 τελευταία ματς της προκριματικής φάσης του Euro με τον Φαν’τ Σχιπ η Εθνική απέναντι σε πιο ισχυρούς αντιπάλους από αυτούς που βρήκε στο Nations League ήταν ενθαρρυντικά. Δεν αποτελούν όμως εγγύηση ετοιμότητας για μια ομάδα που τελευταία έμαθε να παίζει απέναντι σε αντιπάλους χαμηλής δυναμικότητας.

Για να πετύχει, ο Φαν’τ Σχιπ θα χρειαστεί αποτελέσματα που θα πείθουν τους ποδοσφαιριστές ότι ο δρόμος που τους δείχνει έχει την προοπτική της επιτυχίας. Οσο τους πείθει, ο Ολλανδός μπορεί να ελπίζει στην βελτίωση.

ΥΓ. Φεύγοντας από την Ριζούπολη, το βράδυ της Τετάρτης έψαχνα να βρω αν υπήρξαν και καλά νέα σε μια βραδιά που η Εθνική απέτυχε στον βασικό της στόχο. Στη μεγάλη εικόνα, το μεγαλύτερο όφελος ήταν η στάση του συνόλου των ποδοσφαιριστών της αποστολής στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού. Είχα καιρό να δω τόσο ενωμένη την εθνική ομάδα. Στο ατομικό επίπεδο, η αγωνιστική νοοτροπία του Κώστα Φορτούνη στον τελικό ήταν υποδειγματική: γύρευε διαρκώς να πάρει την ευθύνη, ήταν ομαδικός, ήταν ενεργητικός όταν δεν είχε την μπάλα, ήταν ενεργός στην φάση άμυνας. Ηταν ένας παίκτης που είχε βάλει όλο του το «εγώ» στην υπηρεσία της ομάδας.

Σημείωση: όλα τα στατιστικά δεδομένα του κειμένου έρχονται από το Wyscout, την πλατφόρμα ανάλυσης ποδοσφαίρου που χρησιμοποιούν οι κορυφαίοι σύλλογοι στον πλανήτη.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.