Η διδακτική ιστορία του Γιώργου Γιακουμάκη

Βασίλης Σαμπράκος Βασίλης Σαμπράκος
Η διδακτική ιστορία του Γιώργου Γιακουμάκη

bet365

Ο Βασίλης Σαμπράκος αναλύει μέσω του Wyscout την απόδοση του Ελληνα επιθετικού στο ολλανδικό πρωτάθλημα και γράφει για τα “μυστικά” της ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στον “Ελληνα” και τον “Ολλανδό” Γιακουμάκη: την αυτοπεποίθηση, και την χαρά του παιχνιδιού

Το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, κατά την είσοδό του στον αγωνιστικό χώρο του “De Koel”, της έδρας της Φένλο για τον αγώνα εναντίον της Φίτεσε, ο Γιώργος Γιακουμάκης δεν έβγαζε το χαμόγελο από το πρόσωπό του. Και φυσικά δεν ήταν η “κρισιμότητα” του αγώνα που δικαιολογούσε, στα μάτια του Ελληνα παρατηρητή, αυτό το χαμόγελο. Μια ομάδα που βρισκόταν χαμηλά στη βαθμολογία του πρωταθλήματος, η δική του, υποδεχόταν μια από τις ομάδες που προπορεύονταν στο πρωτάθλημα. Η αγωνιστική “μετάλλαξή” του όμως δεν οφείλεται μόνο στην βελτίωση των τεχνικών δεξιοτήτων του· αρκεί να δεις τα highlights των αγώνων της Φένλο για να διαπιστώσεις ότι αυτός δεν είναι μόνο ένας άλλος ποδοσφαιριστής από αυτόν που έβλεπες στον καιρό του στην ΑΕΚ - είναι κυριολεκτικά άλλος άνθρωπος. Διότι εκεί, στην Ολλανδία, ο 26χρονος επιθετικός έχει βρει το κέφι του, το χαμόγελό του· έχει ξαναβρεί τη χαρά του παιχνιδιού.

Ενας σέντερ φορ που έχει πετύχει 20 γκολ με δείκτη ποιότητας των ευκαιριών του 14.49 (πηγή: Wyscout) είναι ένας εκτελεστής που πετυχαίνει περισσότερα γκολ από αυτά που αντιστοιχούν στην ποιότητα των ευκαιριών που του έχουν παρουσιαστεί. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο “ακραίο” γκολ που έβαλε στην Φίτεσε με σουτ έξω από την μεγάλη περιοχή και ενώ βρισκόταν στη γωνία της.

 

Είναι μια σειρά από γκολ, τα οποία έχει πετύχει από θέσεις ή σε καταστάσεις που δεν έχουν μεγάλη αποτελεσματικότητα. Και πρόκειται για γκολ “παλικαρίσια”, όχι “τυχερά”. Ενας σέντερ φορ με μέσο όρο 1.05 γκολ ανά παιχνίδι με μέσο όρο 3 σουτ ανά παιχνίδι, δημιουργεί επιδόσεις “killer”. Ο πρώτος σκόρερ του ολλανδικού πρωταθλήματος, παίκτης με συμμετοχή στο 63% των γκολ της ομάδας του, βρίσκεται στην 35η θέση της λίστας των ποδοσφαιριστών με τις περισσότερες επαφές με την μπάλα εντός μεγάλης περιοχής. Δηλαδή δεν είναι κάποιος που κάνει περισσότερες από 4.2 επαφές ανά παιχνίδι, όταν ο προπορευόμενος στην σχετική λίστα κάνει 9.9 επαφές ανά ματς. Ενας κεντρικός επιθετικός του 1.05 γκολ ανά ματς που δέχεται κατά μέσο όρο περίπου 10 πάσες ανά παιχνίδι, είναι ένας παραπάνω από αποτελεσματικός κυνηγός.

Σε 101 σουτ σε όλα τα παιχνίδια, ο Γιακουμάκης έχει βρει εστία 52 φορές. Και τα 24 γκολ που μετρά συνολικά στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους του δημιουργούν συντελεστή μετατροπής των σουτ σε γκολ που φτάνει το 23.8%. Η ανάλυση της ποιότητας της απόδοσης του Γιώργου Γιακουμάκη, όπως και η ανάλυση μέσω βίντεο, σου φωνάζουν ότι αυτό που κάνει κατά τη διάρκεια της σεζόν με την Φένλο δεν είναι τυχερό: ναι, έχει προκαλέσει την τύχη του με την επιλογή του να μετακινηθεί σε μια ομάδα που δεν του προσέφερε το συμβόλαιο με τις μεγαλύτερες αποδοχές αλλά τον έπεισε ότι θα βασίσει πάνω του το πλάνο της επιθετικής ανάπτυξής της. Ναι, στάθηκε τυχερός που βρήκε στην Φένλο έναν προπονητή που εκπαιδεύει το κομμάτι της επίθεσης, από τον οποίο έχει διδαχθεί πολλά. Ναι, στην εξέλιξη της σεζόν ο προπονητής της Φένλο άρχισε να ενθαρρύνεται από αυτό που έβλεπε από τον Γιακουμάκη και να προσαρμόζει περισσότερο το παιχνίδι της ομάδας επάνω του, αλλάζοντας και τον σχηματισμό προκειμένου να τον απελευθερώσει και να του δώσει τους χώρους για να κινηθεί προκειμένου να γίνεται πιο συχνά απειλητικός για την αντίπαλη εστία. Ομως όλα αυτά δεν ήταν γέννημα της τύχης αλλά μια συνέχεια της εξέλιξης που είχε ο Γιακουμάκης από την ώρα που έφυγε από την Ελλάδα.

Η πολωνική Γκόρνικ του έδωσε, από τον περασμένο Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο αυτό που δεν έπαιρνε από την ΑΕΚ: εμπιστοσύνη και συμμετοχές. Σε 12 συμμετοχές ο Γιακουμάκης έδωσε στην Γκόρνικ 3 γκολ και 1 ασίστ και πήρε αυτό που είχε ανάγκη: ψυχολογία. Αυτοπεποίθηση. Και μαζί την ευκαιρία να δείξει στους ανθρώπους της Φένλο ότι έχει νόημα να επενδύσουν πάνω του.

Οσα κάνει με την Φένλο ο Γιακουμάκης δίνουν έμφαση στο αξίωμα ότι σε έναν κεντρικό επιθετικό με ποιότητα το στοιχείο που τον διαχωρίζει τον συνηθισμένο από τον killer είναι η αυτοπεποίθηση. Κυρίως αυτό είναι που έχει αλλάξει στο παιχνίδι του διεθνή επιθετικού συγκριτικά με το παρελθόν. Ναι, ο παρατηρητής μένει με την αίσθηση ότι έχει χτίσει ακόμη καλύτερα το σώμα του, ότι έχει μάθει να τοποθετεί καλύτερα το σώμα του στις διεκδικήσεις και τις μονομαχίες, ότι έχει βελτιώσει τις επαφές με την μπάλα. Δεν είναι όμως αυτά που εξηγούν το γιατί δεν “έπιασε” στην ΑΕΚ και “πιάνει” στην Φένλο. Η κύρια εξήγηση κρύβεται στην αποφασιστικότητα και τον δυναμισμό του Γιακουμάκη όταν επιτίθεται στην μπάλα για να εκτελέσει. Δηλαδή στην επίδραση που έχει στην ψυχολογία του το νέο περιβάλλον του. Εκεί τον πίστεψαν, το ένιωσε, και αυτό άρχισε να του βγαίνει στο τερέν από το πρώτο του παιχνίδι. Εδώ του έδωσαν τη φανέλα με το αγαπημένο του 11 με το που υπέγραψε και του την πήραν προτού τη φορέσει επειδή “υπογράψαμε τον Αραούχο και μας είπε ότι θέλει το 11”. Εδώ έβαλε γκολ με τον Ολυμπιακό και στον επόμενο αγώνα, κυπέλλου, δεν μπήκε ούτε αλλαγή. Εδώ έβλεπε ομάδες από το εξωτερικό, από την Ολλανδία και το Ισραήλ, να ζητούν από την ΑΕΚ την αγορά του, άκουγε την ΑΕΚ να ζητεί 3 εκατ. € για την πώλησή του επειδή “σε πιστεύουμε” κι ύστερα έβλεπε τα ματς από τον πάγκο ή την κερκίδα και πήγαινε δανεικός στον ΟΦΗ. Εκεί η ομάδα τον βάζει να δουλεύει με προπονητή επίθεσης, κι εδώ η ομάδα άλλαζε πρώτο προπονητή κάθε 6 μήνες και τεχνικό διευθυντή κάθε 8, με συνέπεια ο Γιακουμάκης να μην δουλεύει για καιρό με ένα επιτελείο, να μη βάζει σαφείς και συγκεκριμένους στόχους βελτίωσης και εξέλιξης, να μην εξελίσσεται αλλά και να μη νιώθει ότι παρακολουθείται, δηλαδή ότι του δίνουν σημασία.

Η ιστορία του Γιακουμάκη είναι παραπάνω από διδακτική· είναι διαφωτιστική σχετικά με το πόσο μπορεί να αλλάξει ένας ποδοσφαιριστής όταν λειτουργεί σε ένα περιβάλλον που του δημιουργεί θετικά συναισθήματα και του δίνει σημασία. Μπορεί ξαφνικά να σταματήσει να βάζει γκολ, ή σε κάθε περίπτωση να μη συνεχίσει στον ρυθμό που έχει μέχρι σήμερα. Αυτό όμως δεν θα αλλάξει την ιστορία. Ο Γιακουμάκης δεν έγινε ο σέντερ φορ των 20 γκολ σε 19 ματς με μια ομάδα που δημιουργεί 8.7 ευκαιρίες ανά παιχνίδι. Ηταν ένας καλός εκτελεστής της μιας επαφής, τον οποίο μια μεγάλη ελληνική ομάδα δεν κατάφερε να εξελίξει σε σέντερ φορ του επιπέδου της επειδή δεν του έδωσε σημασία, δεν τον πίστεψε. Δεν τον άγγιξε στο κεφάλι ένας Κρόιφ για να τον μετατρέψει σε Φαν Μπάστεν. Τον μελέτησαν, τον αγόρασαν με συνείδηση, επιλέγοντάς τον ανάμεσα σε 4 υποψήφιους, τον πέρασαν από δύο συνεντεύξεις και τον ξεχώρισαν επειδή είχε επίγνωση του ολλανδικού πρωταθλήματος και του τρόπου παιχνιδιού της Φένλο από την πρώτη συνέντευξη, του έδωσαν αγωνιστικό χρόνο και εμπιστοσύνη, έβαλαν έναν ειδικό να δουλέψει μαζί του, και σήμερα δρέπουν τους καρπούς των κόπων και των επιλογών τους.

Εσείς κι εγώ, διαβάζουμε τα νέα ή βλέπουμε τα highlights και λέμε για “τον τυχερό τον Γιακουμάκη που έχει ρέντα, η οποία κάποτε θα σταματήσει”. Την ίδια ώρα στη Φένλο αποκτούν ποδοσφαιριστές με χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στον τρόπο παιχνιδιού του Γιακουμάκη προκειμένου να βελτιώσουν κι άλλο την επιθετική ανάπτυξη και να τον φέρνουν σε ποιοτικότερες θέσεις για να εκτελεί, δηλαδή δουλεύουν για να του ανεβάσουν τον δείκτη των xGoals. Αλλά τι ξέρουν αυτοί, οι 13οι του ολλανδικού πρωταθλήματος; Εμείς, που καίμε τα Ελληνόπουλα στη δεύτερη μέτρια εμφάνιση ξέρουμε καλύτερα.

Διάβασε όλα τα τελευταία νέα της αθλητικής επικαιρότητας. Μάθε για όλους τους live αγώνες σήμερα και δες τις αθλητικές μεταδόσεις της ημέρας και της εβδομάδας μέσα από το υπερπλήρες Πρόγραμμα TV του Gazzetta.

Βασίλης Σαμπράκος
Βασίλης Σαμπράκος

Έχει συμπληρώσει 3 δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα διαφορετικά έργα, δεν λειτουργεί στην δημοσιογραφία για να εκφράζει οπαδικά αισθήματα ή συλλογικές προτιμήσεις. Γράφει και μιλάει για όλους, απευθυνόμενος προς όλους. Και τρελαίνεται στην ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας άνθρωπος, μια μέθοδος ή ένα εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει καλύτερα και βαθύτερα το ποδόσφαιρο. Πάνω από όλα, ο Βασίλης Σαμπράκος συστήνεται ως ο συγγραφέας του “Εξηγώντας το θαύμα” ή “The Miracle 2004”, ενός βιβλίου που έφτασε να σταθεί ανάμεσα στα καλύτερα ποδοσφαιρικά βιβλία του 2022 στην Αγγλία.