Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω...
Πέρασαν μέρες δύσκολες. Πρώτα κοιμήθηκα για πρώτη φορά στον πάγκο του χειρουργείου και μετά κοιμήθηκε για τελευταία φορά ο πατέρας μου. Πλήρης ημερών εκείνος, κενός αναμνήσεων εγώ, καθώς τις τελευταίες μέρες, πρώτες της απουσίας του από τη ζωή μου, δεν μπορώ να τον θυμηθώ. Δεν μπορώ να θυμηθώ στιγμές, πέρα από αυτές που ζήσαμε στα χρόνια των βαθιών γηρατειών του. Για παράδειγμα, όταν είδα στο ημερολόγιο πως είναι Τρίτη (έχω χάσει τις μέρες, το παραδέχομαι) και σκέφτηκα να του αφιερώσω μια ρετρό ιστορία από αυτές με την παλιοπαρέα των έιτις, δεν μπόρεσα να τον εντάξω στο κάδρο. Σαν να μην ήθελε να μπει μέσα, σαν να το απέφευγε για να νιώσω ακόμα περισσότερο την απουσία του. Σαν να το απέφευγα κι εγώ ο ίδιος, είτε υψώνοντας εσωτερικές άμυνες είτε γιατί ακόμα φοβάμαι να το παραδεχτώ πως όλα αυτά που έζησα μαζί του είναι απλώς αναμνήσεις που δεν πρόκειται να ξαναθυμηθώ ποτέ μαζί του πίνοντας εκείνον τον μερακλίδικο ελληνικό καφέ που επέμενε να μου ψήνει ο ίδιος ακόμα και τελευταία, όταν πια ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον βάσταγαν τα πόδια του. «Μπατίραμε», μου είπε ένα πρωί στα καλά καθούμενα, όταν ανέβηκε αγκομαχώντας τα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.
Γράφοντας αυτές τις γραμμές είμαι βουρκωμένος, αλλά τα δάκρυα επιμένουν να μην τρέχουν, να στέκονται μέσα στα μάτια μου και να θολώνουν κάθε τοπίο από όλα αυτά που έχω δει αυτή τη βδομάδα, από την κλινική που έκλεισε τα μάτια μέχρι το μνήμα που τον φιλοξενεί τώρα στο χωριό. Δεν έχω στάξει δάκρυ για τον πατέρα μου κι ούτε αυτό μπορώ να το εξηγήσω. Ενώ τα αισθάνομαι παντού, στα μάτια, πίσω από τη μύτη, στο λαιμό σαν κόμπο που δεν ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει. Θα τρέξουν όλα μαζί τώρα, το προαισθάνομαι και δεν ξέρω καν αν και πότε θα μπορέσω να ολοκληρώσω αυτή τη ρετρό ιστορία. Γιατί επιμένω να προσπαθώ να θυμηθώ την παρουσία του σε κάποια από όλες αυτές τις ιστορίες που μας συντροφεύουν αυτά τα χρόνια. Και θα τον θυμηθώ, δεν θα μου ξεφύγει. Όχι, τώρα δεν θα μου ξεφύγει κι ας μου ξέφυγε τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα, τώρα που κανείς δεν πίστευε πως αυτή η «δύσπνοια» που έλεγε πως νιώθει, θα έκοβε και τη δικιά μας ανάσα...
Επειδή δεν γράφω επικήδειο, δεν έχω σκοπό να πω «έναν καλό λόγο» για τον πατέρα μου. Ίσως και γιατί δεν χρειάζεται, αφού κανείς από όσους τον γνώρισαν και τον εκτίμησαν, δεν μπορούσε να πει κακό λόγο για τον κυρ-Γιάννη. Ας τον θυμούνται όλοι όπως ήταν και γι΄αυτό που ήταν. Άλλωστε, οι υπόλοιποι, ρετρό ιστορία περιμένετε σήμερα κι όχι δοξολογία για έναν άνθρωπο που -δυστυχώς- δεν γνωρίσατε.
Έσπασα το μυαλό μου, τον φώναξα μέσα μου και με τα πρώτα δάκρυα ...θυμήθηκα. Ο πατέρας μου στο κάδρο! Και σ΄ αυτή την ιστορία που θυμήθηκα, απρόσκλητος! Καλοκαίρι ήταν και στο θερινό σινεμά του κυρ-Λουκά έπαιζε δυο ταινίες. Πρώτα ένα καμπόικο με τον Κλιντ Ίστγουντ (μάλλον το «Για μια χούφτα δολάρια») και μετά τη «Μαλίτσια» με τη Λάουρα Αντονέλι, που τη δεκαετία του ΄70 και στις αρχές εκείνης του ΄80, μας κατάβρεχε τα σεντόνια με υγρά όνειρα. H ταινία ήταν παλιά, αλλά δεν την είχαμε δει κι ο Φώτης είχε λυσσάξει να πάμε, παρότι στη βιτρίνα του σινεμά ο κυρ-Λουκάς είχε βάλει ταμπέλα «Κατάλληλον άνω των 18» κι εμείς δεν ήμασταν ούτε 15. «Θα μπούμε για το καμπόικο και θα μείνουμε μέσα να δούμε τη Μαλίτσια», κατέστρωσε το πρόχειρο σχέδιό του ο Φώτης, ενώ εγώ περιεργαζόμουν τις φωτογραφίες της βιτρίνας, στις οποίες οι ζαρτιέρες της πρωταγωνίστριας και κάποια αστεράκια στα επίμαχα σημεία, μας έβαζαν ιδέες για το περιεχόμενο της ταινίας!
«Θα πάω σινεμά, έχει καμπόικο», ανακοίνωσα το ίδιο μεσημέρι στο σπίτι, χωρίς να διαισθάνομαι ότι «καρφωνόμουν», αφού ποτέ ως τότε δεν αποκάλυπτα τα «προσεχώς». Ποτέ δεν είχα πει «έχει περιπέτεια», «έχει Τζέιμς Μποντ», «έχει πολεμικό» ή «έχει τρέχα γύρευε». Ποτέ! Ίσως και γιατί ο κυρ-Λουκάς ο σινεματζής ήταν φίλος του πατέρα μου, οπότε αν υπήρχε κάτι ύποπτο στις επιλογές μου, θα του το έλεγε. Εκείνο το μεσημέρι, όμως, είπα πως «έχει καμπόικο» κι ο πατέρας απάντησε με το παραδοσιακά αναχρονιστικό χιούμορ του: «Ε, τι θα είχε; Τους εφτά καλόγερους με τα κομπινεζόν;». Δεν ήξερα αν υπήρχε τέτοιο έργο, αλλά ήξερα και ποιοι είναι οι καλόγεροι και τι είναι τα κομπινεζόν. Από αυτά που φόραγε η Μαλίτσια που θα έβλεπα το βράδυ...
Πήγαμε με τον Φώτη και μόλις ο Κλιντ τους σκότωσε όλους και ακούστηκε το μουσικό θέμα του Ένιο Μορικόνε, πριν καν να πέσουν οι τίτλοι τέλους, σηκωθήκαμε και πήγαμε κι οι δυο στην τουαλέτα. Από όπου βγήκαμε μόνο όταν άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι αρχής της Μαλίτσια. Αυτό ακριβώς ήταν και το σχέδιο. Να κινηθούμε προς τις θέσεις μας μέσα στο σκοτάδι ώστε να μη μας πάρει χαμπάρι κανείς. Το όνειρο κράτησε λίγο. Μόλις στην οθόνη εμφανίστηκε το πρώτο μπούτι, ακριβώς δίπλα στην οθόνη, στο κάτω μέρος και αριστερά όπως βλέπαμε, στην είσοδο του σινεμά, εμφανίστηκε κι ο κυρ-Γιάννης. Κάτι του έδειχνε ο κυρ-Λουκάς, κάτι του έλεγε εκείνος, ενώ κι οι δυο μαζί έψαχναν με διερευνητικό βλέμμα τα καθίσματα. Κατάλαβα. Ο πατέρας με έψαχνε. «Εγώ θα καθίσω. Δεν με είδε», μου είπε ο Φώτης, ενώ σηκωνόμουν με την ψυχή στα δόντια να κατευθυνθώ προς το μέρος του κι ενώ ήδη στη σκηνή εμφανιζόταν και το πρώτο βυζί. Ούτε είπε ούτε έκανε τίποτα όταν εμφανίστηκα μπροστά του στην πόρτα του σινεμά, ενώ στη σύντομη διαδρομή προς το σπίτι μόνο μια κουβέντα ξεστόμισε: «Τελικά τους εφτά καλόγερους με τα κομπινεζόν έβλεπες. Τσιμουδιά στη μάνα σου». Τήρησα τον όρκο σιωπής και δεν είπα τίποτα ούτε στη μάνα μου ούτε σε κανέναν άλλο. Ούτε φυσικά στον Σαυρογιώργη, τον πατέρα του Φώτη, τον οποίο συναντήσαμε λίγο πριν μπούμε στην είσοδο του σπιτιού μας. «Πού είναι το κοπρόσκυλο;», με ρώτησε και δεν απάντησα. Ούτε κι ο πατέρας του είπε τίποτα. Έκανε σαν να μην τον είχε δει...
Όσο για τον Φώτη; Δεν με διαφώτισε το επόμενο μεσημέρι για το περιεχόμενο της ταινίας, γιατί μπορεί ο πατέρας μου να έκανε πως δεν τον είδε, αλλά ο δικός του τον είδε. Και ταινία δεν είδε. Αλλά με τη ζώνη του Σαυρογιώργη λυμμένη, μάλλον θα τα είδε όλα!
Μέχρι να θυμηθώ όσα θέλω, να ξεχάσω όσα πρέπει και να συνηθίσω αυτό το κενό, εγώ, ο Μίλτος, να΄μαι καλά...