Ο Τόλης και τα τολμηρά κορίτσια! (επικά vids)

Miltos+
Ο Τόλης και τα τολμηρά κορίτσια! (επικά vids)
Το ...αφιέρωμα στην Τζίνα Σπηλιωτοπούλου ξύπνησε μνήμες από μεγάλες νύχτες κι ακόμα μεγαλύτερες στιγμές. Ποιος μου τις θύμισε και τι θυμήθηκα; Ο Μίλτος ο Νταλικέρης σε μια έκτακτη ιστορία με ρετρό αναφορές...
Η αλήθεια είναι πως γράφοντας για παλιά σκυλάδικα, είχα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο πρόσωπο από τη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις. Και λίγες ώρες μετά τη δημοσίευσή της, αυτό το πρόσωπο εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού μου, υπό μορφή αναγνώρισης κλήσης. «Φώτης» είδα στην οθόνη, ο Φώτης ήταν και είχε διαβάσει το θέμα για την Τζίνα Σπηλιωτοπούλου με τίτλο «Χριστός και Παναγία, τι λόγια είν΄ αυτά;». Την ευγενική προσφώνησή μου, «πού χάθηκες, ρε χαμένε;», ακολούθησε αποθέωση από την άλλη άκρη της γραμμής. «Τι μου θύμισες;», «τι θυμήθηκες;» και «θυμάσαι τότε που...» έπιασε πρόγραμμα ενθυμίων ο Φώτης, ο οποίος μετά άρχισε να μου θυμίζει ιστορικές μορφές του λαϊκού πενταγράμμου και τα τραγούδια που μας -κυρίως τον- συντρόφεψαν στους έρωτες και τους χωρισμούς.
Έτσι, από τα αυτιά μου παρέλασαν μέσα σε λίγα λεπτά ο Γιώργος Καμπουρίδης με το «Μείνε κοντά μου μια ζωή» (σιγά μην έμενε γυναίκα μια ζωή με τον Φώτη), ο Ανδρέας Ζακυνθινάκης με το «Επαναστατώ κι από αγανά-κτηση πεθαίνω» (θα μπορούσε να είναι σάουντρακ σε γουέστερν με τον Λι Βαν Κλιφ), ο Γιάννης Βασιλείου με το «θηλυκέ μου κουρσάρε, το κορμί μου λάφυρο πάρε, πάρε» (είχε και έκο με βουήχτρες), ο Χρήστος Αυγερινός με το «Για τα μάτια του κόσμου πώς μπορείς και παντρεύεσαι, φως μου;» (έλα ντε...), η Έλενα Γιαννακάκη με το «Καληνύχτα, σε λατρεύω, αύριο πάλι» (κι αύριο, πάλι το ίδιο ακούγαμε), μέχρι κι ο Σπύρος Ζαχαριάς με το «Αν είσαι η μεγάλη αγάπη, πες το για ν΄ ανοίξω πάλι την καρδιά» (αν δεν είσαι, πες το να μην το κουράζουμε). Μιλάμε για ...έπη, ωστόσο το πιο επικό έπος μου το φύλαγε για το τέλος. «Υπάρχει, ρε Μιλτάκο, τη σήμερον ημέρα Αντώνης Λορέντζος;». Δεν υπάρχει...
Τι εστί Αντώνης Λορέντζος; «Είσαι θύελλα μεγάλη»! Επ΄ αυτού, δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Ακούστε το και μόλις καταφέρετε να κλείσετε το στόμα από την έκπληξη, τα λέμε παρακάτω...

Η αλήθεια είναι πως ο ...μοναδικός και ανεπανάληπτος Αντώνης Λορέντζος, μπορεί να ήταν μοναδικός και ανεπανάληπτος, αλλά για την παρέα μας άλλος ήταν ο ένας και μοναδικός. Και δεν ήταν ένας, αλλά δύο. Ο Γιάννης Βασιλείου, επειδή το τραγούδι «Φήμες» έδινε το όνομά του και στις ομάδες μας. Ήμασταν ...νούμερα και θέλαμε να γίνουμε φημισμένα νούμερα! Ο άλλος ήταν ο «αγαπημένος» του αρχηγού μας, του Παππού. Πριν αποκαλύψω το όνομα του αοιδού (αοιδός με όμικρον γιώτα και όχι με ήτα), να ενημερώσω πως ο Παππούς ήταν ο πιο κουλτουριάρης, πιθανότατα και ο πιο διαβασμένος της παρέας. Μπορεί να μη μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο, αλλά ήξερε κλασική κιθάρα και ήταν αυτός που μας γνώρισε τον «Σταυρό του Νότου» (σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ποίηση Νίκου Καββαδία) και τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Τέτοια άκουγε κυρίως, ενώ στο τσακίρ κέφι έφτανε μέχρι την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» του Μανώλη Ρασούλη, με τα αγαπημένα «Τρελή κι αδέσποτη» και «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» του Νίκου Παπάζογλου. Είχε (και έχει) επίπεδο ο άνθρωπος!
Ε, με ποιον τραγουδιστή μπορεί αυτός ο τύπος να ...φτιαχνόταν; Δεν σας πάει ο νους. Με τον Τόλη! Όχι με τον Τόλη τον Ατολείωτο, τον Βοσκόπουλο. Γιατί μπορεί ο Αντώνης Λορέντζος να ήταν ένας και μοναδικός, αλλά ο Τόλης ήταν ...δύο (τρεις όπως θα αποδειχθεί στην πορεία). Ο Παππούς, λοιπόν, γούσταρε Τόλη ...Τσιμογιάννη. «Μην το πεις χαρά μου μη ότι συναντιόμαστε» και -κυρίως- το περίφημο «Και κάνεις και ζημιές και έχεις κι απαιτήσεις, τραπέζι πρώτο θες»! Στην αρχή του τελευταίου, μετά από ασύλληπτες χέβι μέταλ κιθαριές, ο αοιδός έμπαινε με μοναδικό τρόπο. «Έντεκα», ήθελε να πει, αλλά ακουγόταν σαν ...«Άντακα», λες κι είχε σπουδάσει ο Τόλης στο Μπέρμιγχαμ και είχε αποκτήσει βαριά αγγλική προφορά, με μια ανεπαίσθητη γαλλική αξάν. Ακούστε κι άμα καταφέρετε να κλείσετε το στόμα χωρίς να σας βρει κανένα πλάγιο, συνεχίζουμε παρακάτω...

Ο Παππούς, πάντως, επειδή ήταν πολύ ψαγμένος, έψαξε ακόμα πιο βαθιά και άκουσε και τον υπόλοιπο δίσκο του «Τόλη Τσου», όπως τον έλεγε. Και ανακάλυψε έναν ύμνο στο γυναικείο φύλο. «Μ΄ αρέσουνε τα τολμηρά κορίτσια, τρελαίνομαι, μ΄ αρέσουνε κι ας έχουνε και βίτσια...»! Τι να λέμε!

Αν είστε σε θέση να διαβάζετε ακόμα κι αν από το άνοιγμα του στόματος δεν σας έχουν πρηστεί οι αμυγδαλές και δεν έχετε ανεβάσει πυρετό, λέω να συνεχίσω λίγο ακόμα. Κάποια φορά, μερικά χρόνια αργότερα και με άλλη παρέα, βρεθήκαμε έξω από ένα μπουζουξίδικο κάπου στην Αχαρνών, στα όρια της Εθνικής. Στη μαρκίζα είδα πρώτο το όνομα - μύθος! «Τόλης Τσιμογιάννης», έλεγε κι ενώ είχαμε ξεκινήσει για κάποιο πάρτι κάποιας σχολής που δεν θυμάμαι καν τι σχολή ήταν, βρεθήκαμε πρώτο τραπέζι πίστα στον «Τόλη Τσου», κατόπιν δικής μου απαίτησης σε ανάμνηση των παλιών, καλών μου φίλων. Περάσαμε τέλεια! Δεν ξέρω αν γι΄ αυτό ευθυνόταν ο Τόλης Τσου, το ουίσκι που καταναλώσαμε, η καλή μας διάθεση ή τα ...τολμηρά κορίτσια που είχαμε μαζί μας, ωστόσο κάηκε το πελεκούδι κι ας μην έχω μάθει ακόμα πιο είναι το σημείο ζέσεως του πελεκουδίου.
Ο Τόλης Τσου ...ήταν δύο. Ένας Τόλης όταν έλεγε τα δικά του («Άντακα») κι ένας άλλος όταν τραγούδαγε Στέλιο και Στράτο. Στην πρώτη περίπτωση, ακουγόταν λες και του είχαν κλείσει τη μύτη με μανταλάκι. Στη δεύτερη ξέχναγε το μανταλάκι κι έβγαζε μια φωνή βαριά, δωρική, λαϊκή. Φαινόμενο. Λες κι είχε παραφράσει με καλό σκοπό το δικό του τραγούδι «Μια καρδιά μοντέλο 2000», στο οποίο ο Τόλης Τσου άλλαζε καρδιές. Στην πίστα άλλαζε φωνές...

Μέχρι να ξεχάσω τη ...λατρεία του Παππού για τον Τόλη Τσου κι εσείς να συνέλθετε από τις μαγείες που ακούσατε, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Αν αντέχετε να ακούσετε και τα υπόλοιπα τραγούδια που αναφέρονται στο θέμα, αρκεί μια αναζήτηση στο γιουτιούμπ με τα στοιχεία (τίτλο και ερμηνευτή) που σας έδωσα. Κι ό,τι σας βρήκε, σας βρήκε...

Υ.Γ.2: Τον Φώτη, τον Παππού και τους άλλους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.
Υ.Γ.2: Τον Φώτη, τον Παππού και τους άλλους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.Η αλήθεια είναι πως γράφοντας για παλιά σκυλάδικα, είχα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο πρόσωπο από τη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις. Και λίγες ώρες μετά τη δημοσίευσή της, αυτό το πρόσωπο εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού μου, υπό μορφή αναγνώρισης κλήσης. «Φώτης» είδα στην οθόνη, ο Φώτης ήταν και είχε διαβάσει το θέμα για την Τζίνα Σπηλιωτοπούλου με τίτλο «Χριστός και Παναγία, τι λόγια είν΄ αυτά;». Την ευγενική προσφώνησή μου, «πού χάθηκες, ρε χαμένε;», ακολούθησε αποθέωση από την άλλη άκρη της γραμμής. «Τι μου θύμισες;», «τι θυμήθηκες;» και «θυμάσαι τότε που...» έπιασε πρόγραμμα ο Φώτης, ο οποίος μετά άρχισε να μου θυμίζει ιστορικές μορφές του λαϊκού πενταγράμμου και τα τραγούδια που μας -κυρίως τον- συντρόφεψαν στους έρωτες και τους χωρισμούς.
Έτσι, από τα αυτιά μου παρέλασαν μέσα σε λίγα λεπτά ο Γιώργος Καμπουρίδης με το «μείνε κοντά μου μια ζωή» (σιγά μην έμενε γυναίκα μια ζωή με τον Φώτη), ο Ανδρέας Ζακυνθινάκης με το «Επαναστατώ» (θα μπορούσε να είναι σάουντρακ σε γουέστερν με τον Λι Βαν Κλιφ), ο Γιάννης Βασιλείου με το «θηλυκέ μου κουρσάρε, το κορμί μου λάφυρο πάρε, πάρε» (είχε και έκο με βουήχτρες), ο Χρήστος Αυγερινός με το «Για τα μάτια του κόσμου πώς μπορείς και παντρεύεσαι, φως μου;» (έλα ντε...), η ...Έλενα Γιαννακάκη με το «Καληνύχτα, σε λατρεύω, αύριο πάλι» (κι αύριο, πάλι το ίδιο ακούγαμε), μέχρι κι ο Σπύρος Ζαχαριάς με το «Αν είσαι η μεγάλη αγάπη, πες το για ν΄ ανοίξω πάλι την καρδιά». Μιλάμε για ...έπη, ωστόσο το πιο επικό έπος μου το φύλαγε για το τέλος. «Υπάρχει, ρε Μιλτάκο, τη σήμερον ημέρα Αντώνης Λορέντζος;». Δεν υπάρχει...
Τι εστί Αντώνης Λορέντζος; «Είσαι θύελλα μεγάλη»! Επ΄ αυτού, δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Ακούστε το και μόλις καταφέρετε να κλείσετε το στόμα από την έκπληξη, τα λέμε παρακάτω...
Η αλήθεια είναι πως ο ...μοναδικός και ανεπανάληπτος Αντώνης Λορέντζος, μπορεί να ήταν μοναδικός και ανεπανάληπτος, αλλά για την παρέα μας άλλος ήταν ο ένας και μοναδικός. Και δεν ήταν ένας, αλλά δύο. Ο Γιάννης Βασιλείου, επειδή το τραγούδι «Φήμες» έδινε το όνομά του και στις ομάδες μας. Ήμασταν ...νούμερα και θέλαμε να γίνουμε φημισμένα νούμερα! Ο άλλος ήταν ο «αγαπημένος» του αρχηγού μας, του Παππού. Πριν αποκαλύψω το όνομα του αοιδού (αοιδός με όμικρον γιώτα και όχι με ήτα), να ενημερώσω πως ο Παππούς ήταν ο πιο κουλτουριάρης, πιθανότατα και ο πιο διαβασμένος της παράς. Μπορεί να μη μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο, αλλά ήξερε κλασική κιθάρα και ήταν αυτός που μας γνώρισε τον «Σταυρό του Νότου» (σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ποίηση Νίκου Καββαδία) και τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Τέτοια άκουγε κυρίως, ενώ στο τσακίρ κέφι έφτανε μέχρι την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» του Μανώλη Ρασούλη, με τα αγαπημένα «Τρελή κι αδέσποτη» και «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» του Νίκου Παπάζογλου. Είχε (και έχει) επίπεδο ο άνθρωπος!
Ε, με ποιον τραγουδιστή μπορεί αυτός ο τύπος να ...φτιαχνόταν; Δεν σας πάει ο νους. Με τον Τόλη! Όχι με τον Τόλη τον Ατολείωτο, τον Βοσκόπουλο. Γιατί μπορεί ο Αντώνης Λορέντζος να ήταν ένας και μοναδικός, αλλά ο Τόλης ήταν ...δύο (τρεις όπως θα αποδεχθεί στην πορεία). Ο Παππούς, λοιπόν, γούσταρε Τόλη ...Τσιμογιάννη. «Μην το πεις χαρά μου μη ότι συναντιόμαστε» και -κυρίως- το περίφημο «Και κάνεις και ζημιές και έχεις κι απαιτήσεις, τραπέζι πρώτο θες»! Στην αρχή του τελευταίου, μετά από ασύλληπτες χέβι μέταλ κιθαριές, ο αοιδός έμπαινε με μοναδικό τρόπο. «Έντεκα», ήθελε να πει, αλλά ακουγόταν σαν ...«Άντακα», σαν να είχε σπουδάσει ο Τόλης στο Μπέρμιγχαμ και είχε αποκτήσει βαριά αγγλική προφορά, με μια ανεπαίσθητη γαλλική αξάν. Ακούστε κι άμα καταφέρετε να κλείσετε το στόμα χωρίς να σας βρει κανένα πλάγιο, συνεχίζουμε παρακάτω...
Ο Παππούς, πάντως, επειδή ήταν πολύ ψαγμένος, έψαξε ακόμα πιο βαθιά και άκουσε και τον υπόλοιπο δίσκο του «Τόλη Τσου», όπως τον έλεγε. Και ανακάλυψε έναν ύμνο στο γυναικείο φύλο. «Μ΄ αρέσουνε τα τολμηρά κορίτσια, τρελαίνομαι, μ΄ αρέσουνε κι ας έχουνε και βίτσια...»! Τι να λέμε!
Αν είστε σε θέση να διαβάζετε ακόμα κι αν από το άνοιγμα του στόματος δεν σας έχουν πρηστεί οι αμυγδαλές και δεν έχετε ανεβάσει πυρετό, λέω να συνεχίσω λίγο ακόμα. Κάποια φορά, μερικά χρόνια αργότερα και με άλλη παρέα, βρεθήκαμε έξω από ένα μπουζουξίδικο κάπου στην Αχαρνών, στα όρια της Εθνικής. Στη μαρκίζα είδα πρώτο το όνομα - μύθος! «Τόλης Τσιμογιάννης», έλεγε κι ενώ είχαμε ξεκινήσει για κάποιο πάρτι κάποιας σχολής που δεν θυμάμαι καν τι σχολή ήταν, βρεθήκαμε πρώτο τραπέζι πίστα στον «Τόλη Τσου», κατόπιν δικής μου απαίτησης σε ανάμνηση των παλιών, καλών μου φίλων. Περάσαμε τέλεια! Δεν ξέρω αν γι΄ αυτό ευθυνόταν ο Τόλης Τσου, το ουίσκι που καταναλώσαμε, η καλή μας διάθεση ή τα ...τολμηρά κορίτσια που είχαμε μαζί μας, ωστόσο κάηκε το πελεκούδι κι ας μην έχω μάθει ακόμα πιο είναι το σημείο ζέσεως του πελεκουδίου.
Ο Τόλης Τσου ...ήταν δύο. Ένας Τόλης όταν έλεγε τα δικά του («Άντακα») κι ένας άλλος όταν τραγούδαγε Στέλιο και Στράτο. Στην πρώτη περίπτωση, ακουγόταν λες και του είχαν κλείσει τη μύτη με μανταλάκι. Στη δεύτερη ξέχναγε το μανταλάκι κι έβγαζε μια φωνή βαριά, δωρική, λαϊκή. Φαινόμενο. Λες κι είχε παραφράσει με καλό σκοπό το δικό του τραγούδι «Μια καρδιά μοντέλο 2000», στο οποίο ο Τόλης Τσου άλλαζε καρδιές. Στην πίστα άλλαζε φωνές...
Μέχρι να ξεχάσω τη ...λατρεία του Παππού για τον Τόλη Τσου κι εσείς να συνέλθετε από τις μαγείες που ακούσατε, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Αν αντέχετε να ακούσετε και τα υπόλοιπα τραγούδια που αναφέρονται στο θέμα, αρκεί μια αναζήτηση στο γιουτιούμπ με τα στοιχεία (τίτλο και ερμηνευτή) που σας έδωσα. Κι ό,τι σας βρήκε, σας βρήκε...
Υ.Γ.2: Τον Φώτη, τον Παππού και τους άλλους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (MVPublications) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.Η αλήθεια είναι πως γράφοντας για παλιά σκυλάδικα, είχα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο πρόσωπο από τη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις. Και λίγες ώρες μετά τη δημοσίευσή της, αυτό το πρόσωπο εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού μου, υπό μορφή αναγνώρισης κλήσης. «Φώτης» είδα στην οθόνη, ο Φώτης ήταν και είχε διαβάσει το θέμα για την Τζίνα Σπηλιωτοπούλου με τίτλο «Χριστός και Παναγία, τι λόγια είν΄ αυτά;». Την ευγενική προσφώνησή μου, «πού χάθηκες, ρε χαμένε;», ακολούθησε αποθέωση από την άλλη άκρη της γραμμής. «Τι μου θύμισες;», «τι θυμήθηκες;» και «θυμάσαι τότε που...» έπιασε πρόγραμμα ο Φώτης, ο οποίος μετά άρχισε να μου θυμίζει ιστορικές μορφές του λαϊκού πενταγράμμου και τα τραγούδια που μας -κυρίως τον- συντρόφεψαν στους έρωτες και τους χωρισμούς.
Έτσι, από τα αυτιά μου παρέλασαν μέσα σε λίγα λεπτά ο Γιώργος Καμπουρίδης με το «μείνε κοντά μου μια ζωή» (σιγά μην έμενε γυναίκα μια ζωή με τον Φώτη), ο Ανδρέας Ζακυνθινάκης με το «Επαναστατώ» (θα μπορούσε να είναι σάουντρακ σε γουέστερν με τον Λι Βαν Κλιφ), ο Γιάννης Βασιλείου με το «θηλυκέ μου κουρσάρε, το κορμί μου λάφυρο πάρε, πάρε» (είχε και έκο με βουήχτρες), ο Χρήστος Αυγερινός με το «Για τα μάτια του κόσμου πώς μπορείς και παντρεύεσαι, φως μου;» (έλα ντε...), η ...Έλενα Γιαννακάκη με το «Καληνύχτα, σε λατρεύω, αύριο πάλι» (κι αύριο, πάλι το ίδιο ακούγαμε), μέχρι κι ο Σπύρος Ζαχαριάς με το «Αν είσαι η μεγάλη αγάπη, πες το για ν΄ ανοίξω πάλι την καρδιά». Μιλάμε για ...έπη, ωστόσο το πιο επικό έπος μου το φύλαγε για το τέλος. «Υπάρχει, ρε Μιλτάκο, τη σήμερον ημέρα Αντώνης Λορέντζος;». Δεν υπάρχει...
Τι εστί Αντώνης Λορέντζος; «Είσαι θύελλα μεγάλη»! Επ΄ αυτού, δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Ακούστε το και μόλις καταφέρετε να κλείσετε το στόμα από την έκπληξη, τα λέμε παρακάτω...
Η αλήθεια είναι πως ο ...μοναδικός και ανεπανάληπτος Αντώνης Λορέντζος, μπορεί να ήταν μοναδικός και ανεπανάληπτος, αλλά για την παρέα μας άλλος ήταν ο ένας και μοναδικός. Και δεν ήταν ένας, αλλά δύο. Ο Γιάννης Βασιλείου, επειδή το τραγούδι «Φήμες» έδινε το όνομά του και στις ομάδες μας. Ήμασταν ...νούμερα και θέλαμε να γίνουμε φημισμένα νούμερα! Ο άλλος ήταν ο «αγαπημένος» του αρχηγού μας, του Παππού. Πριν αποκαλύψω το όνομα του αοιδού (αοιδός με όμικρον γιώτα και όχι με ήτα), να ενημερώσω πως ο Παππούς ήταν ο πιο κουλτουριάρης, πιθανότατα και ο πιο διαβασμένος της παράς. Μπορεί να μη μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο, αλλά ήξερε κλασική κιθάρα και ήταν αυτός που μας γνώρισε τον «Σταυρό του Νότου» (σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ποίηση Νίκου Καββαδία) και τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Τέτοια άκουγε κυρίως, ενώ στο τσακίρ κέφι έφτανε μέχρι την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» του Μανώλη Ρασούλη, με τα αγαπημένα «Τρελή κι αδέσποτη» και «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» του Νίκου Παπάζογλου. Είχε (και έχει) επίπεδο ο άνθρωπος!
Ε, με ποιον τραγουδιστή μπορεί αυτός ο τύπος να ...φτιαχνόταν; Δεν σας πάει ο νους. Με τον Τόλη! Όχι με τον Τόλη τον Ατολείωτο, τον Βοσκόπουλο. Γιατί μπορεί ο Αντώνης Λορέντζος να ήταν ένας και μοναδικός, αλλά ο Τόλης ήταν ...δύο (τρεις όπως θα αποδεχθεί στην πορεία). Ο Παππούς, λοιπόν, γούσταρε Τόλη ...Τσιμογιάννη. «Μην το πεις χαρά μου μη ότι συναντιόμαστε» και -κυρίως- το περίφημο «Και κάνεις και ζημιές και έχεις κι απαιτήσεις, τραπέζι πρώτο θες»! Στην αρχή του τελευταίου, μετά από ασύλληπτες χέβι μέταλ κιθαριές, ο αοιδός έμπαινε με μοναδικό τρόπο. «Έντεκα», ήθελε να πει, αλλά ακουγόταν σαν ...«Άντακα», σαν να είχε σπουδάσει ο Τόλης στο Μπέρμιγχαμ και είχε αποκτήσει βαριά αγγλική προφορά, με μια ανεπαίσθητη γαλλική αξάν. Ακούστε κι άμα καταφέρετε να κλείσετε το στόμα χωρίς να σας βρει κανένα πλάγιο, συνεχίζουμε παρακάτω...
Ο Παππούς, πάντως, επειδή ήταν πολύ ψαγμένος, έψαξε ακόμα πιο βαθιά και άκουσε και τον υπόλοιπο δίσκο του «Τόλη Τσου», όπως τον έλεγε. Και ανακάλυψε έναν ύμνο στο γυναικείο φύλο. «Μ΄ αρέσουνε τα τολμηρά κορίτσια, τρελαίνομαι, μ΄ αρέσουνε κι ας έχουνε και βίτσια...»! Τι να λέμε!
Αν είστε σε θέση να διαβάζετε ακόμα κι αν από το άνοιγμα του στόματος δεν σας έχουν πρηστεί οι αμυγδαλές και δεν έχετε ανεβάσει πυρετό, λέω να συνεχίσω λίγο ακόμα. Κάποια φορά, μερικά χρόνια αργότερα και με άλλη παρέα, βρεθήκαμε έξω από ένα μπουζουξίδικο κάπου στην Αχαρνών, στα όρια της Εθνικής. Στη μαρκίζα είδα πρώτο το όνομα - μύθος! «Τόλης Τσιμογιάννης», έλεγε κι ενώ είχαμε ξεκινήσει για κάποιο πάρτι κάποιας σχολής που δεν θυμάμαι καν τι σχολή ήταν, βρεθήκαμε πρώτο τραπέζι πίστα στον «Τόλη Τσου», κατόπιν δικής μου απαίτησης σε ανάμνηση των παλιών, καλών μου φίλων. Περάσαμε τέλεια! Δεν ξέρω αν γι΄ αυτό ευθυνόταν ο Τόλης Τσου, το ουίσκι που καταναλώσαμε, η καλή μας διάθεση ή τα ...τολμηρά κορίτσια που είχαμε μαζί μας, ωστόσο κάηκε το πελεκούδι κι ας μην έχω μάθει ακόμα πιο είναι το σημείο ζέσεως του πελεκουδίου.
Ο Τόλης Τσου ...ήταν δύο. Ένας Τόλης όταν έλεγε τα δικά του («Άντακα») κι ένας άλλος όταν τραγούδαγε Στέλιο και Στράτο. Στην πρώτη περίπτωση, ακουγόταν λες και του είχαν κλείσει τη μύτη με μανταλάκι. Στη δεύτερη ξέχναγε το μανταλάκι κι έβγαζε μια φωνή βαριά, δωρική, λαϊκή. Φαινόμενο. Λες κι είχε παραφράσει με καλό σκοπό το δικό του τραγούδι «Μια καρδιά μοντέλο 2000», στο οποίο ο Τόλης Τσου άλλαζε καρδιές. Στην πίστα άλλαζε φωνές...

Μέχρι να ξεχάσω τη ...λατρεία του Παππού για τον Τόλη Τσου κι εσείς να συνέλθετε από τις μαγείες που ακούσατε, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Αν αντέχετε να ακούσετε και τα υπόλοιπα τραγούδια που αναφέρονται στο θέμα, αρκεί μια αναζήτηση στο γιουτιούμπ με τα στοιχεία (τίτλο και ερμηνευτή) που σας έδωσα. Κι ό,τι σας βρήκε, σας βρήκε...