Νόμιζα πως είχα προετοιμαστεί για μια -πραγματική, όχι σαν και τις δικές μας- γιορτή του ποδοσφαίρου, αλλά αποδείχθηκε ότι τελικά όχι όσο πίστευα…
Έχετε νιώσει αυτό που λέγεται «ετεροντροπή»; Είναι το συναίσθημα της ντροπής που νιώθεις για λογαριασμό άλλων; Αυτό ακριβώς με κυρίευσε το βράδυ της Παρασκευής στην αναμέτρηση της Ιταλίας με την Ελβετία.
Για την ακρίβεια ντράπηκα για όλα όσα βλέπουμε, ζούμε και ανεχόμαστε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, λίγο πριν την έναρξη του συγκεκριμένου αγώνα. Μετά την εντυπωσιακή ανακοίνωση της ιταλικής 11άδας και (αναγκαστικά) εκείνης των Ελβετών, ήρθε η ώρα των εθνικών ύμνων, αρχής γενομένης με αυτή της φιλοξενούμενης ομάδας.
Στις πρώτες νότες του ελβετικού ύμνου, σηκώθηκε μια -μικρή η αλήθεια είναι- μερίδα οπαδών να γιουχάρει. «Γνώριμο το σκηνικό. Ευτυχώς υπάρχουν και αλλού ηλίθιοι», πήγα να σκεφτώ αλλά ούτε καν πρόλαβα. Κλάσματα δευτερολέπτου μετά την πρώτη αποδοκιμασία σηκώθηκε ΟΛΟ το γήπεδο και άρχισε να χειροκροτά για να υπερκαλύψει τα -λίγα πια- σφυρίγματα. Το χειροκρότημα παρέμεινε έντονο και σθεναρό καθ’ όλη την διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου των αντιπάλων.
Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο από άνδρες, γυναίκες και παιδιά: «Δεν θα μας κάνετε εσείς ρεζίλι. Εσείς οι λίγοι δεν εκπροσωπείτε τη χώρα μας. Είμαστε εδώ για να δούμε μπάλα και να σεβαστούμε το άθλημα με ό,τι συμπεριλαμβάνεται σε αυτό».
Εκεί ήταν που ένιωσα την ετεροντροπή, που σας έλεγα. Ανατρίχιασα ολόκληρη. Γιατί σε ένα τέτοιο αντίστοιχο σκηνικό στην Ελλάδα, υπερισχύουν (σχεδόν) πάντα οι λίγοι. Αυτοί που ξεφτιλίζουν το ποδόσφαιρο, τη χώρα, τη φανέλα. Και εμείς που θέλουμε να χειροκροτήσουμε και να σβήσουμε τις γιούχες τους, δεν είμαστε λίγοι, πολλοί είμαστε, αλλά έχουμε πλέον σκορπίσει, έχουμε υποχωρήσει, γνωρίζοντας πως η μάχη είναι χαμένη.
«Μαμά, γιατί χειροκροτάνε τον αντίπαλο;», με ρώτησε ο γιος μου. Του εξήγησα πως ο αντίπαλος στο γήπεδο, δεν είναι εχθρός. Έχει και εκείνος μια χώρα που εκπροσωπεί και επιβάλλεται να γίνεται σεβαστός. «Οι Ιταλοί θέλουν να δείξουν ότι δεν συμφωνούν με τα σφυρίγματα και πως ο εθνικός ύμνος κάθε έθνους είναι κάτι σημαντικό».
Το παιχνίδι κυλούσε και τα έφερε έτσι η μπάλα που προηγήθηκαν οι φιλοξενούμενοι. Επτά Ελβετοί φίλαθλοι που κάθονταν μπροστά μας, πετάχθηκαν, αγκαλιάστηκαν και πανηγύρισαν με την καρδιά τους. Κανείς δεν ασχολήθηκε με την «προκλητικότητά» τους να χοροπηδάνε μέσα στο σπίτι των Ιταλών. Μα κανείς.
Ακόμα και στο χαμένο πέναλτι των Ατζούρι που τους έκανε να τιναχθούν ξανά από τα καθίσματά τους και να το γιορτάσουν ακόμα περισσότερο και από το γκολ. Ούτε κι εκεί έφυγε κανένα μπουκάλι, κάποιο ποτήρι, έστω μια ροχάλα βρε αδερφέ! Τίποτα.
Ένιωσα απίστευτη χαρά που μπορέσαμε να προσφέρουμε στα παιδιά μια τόσο δυνατή εμπειρία. Μείναμε ως το τέλος να χειροκροτήσουμε τους παίκτες. Το μυαλό τους γέμισε με τις καλύτερες εικόνες του αγαπημένου του αθλήματος. Ειδικά δε, ο Ανδρέας, έφυγε με ένα τεράστιο χαμόγελο από το γήπεδο κι ας μην κέρδισε η ομάδα του.
Το πόσο χάρηκα που δεν έχω ενδώσει σε κανένα παρακαλετό του να τον πάρω στο γήπεδο να δει αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος, δεν περιγράφεται. Να τον πάω που; Να δει και να ακούσει τι; Καντήλια; «Ευχές» για μανούλες; Για ευαίσθητες περιοχές ανδρών και γυναικών; Όχι, το ματς στο Olimpico του έβαλε ψηλά τον πήχη της ποδοσφαιρικής ποιότητας. Δεν θα επιτρέψω να του τον ρίξει η Super League Interwetten.