bocallini_sisters

Η ιστορία των γυναικών που αψήφησαν τον Μουσολίνι για να παίξουν ποδόσφαιρο στη φασιστική Ιταλία του 1933

Μαριλένα Καλόπλαστου

Πίσω το 1933 μια ομάδα νεαρών γυναικών αψήφησε τον «Ντούτσε» παίζοντας ποδόσφαιρο, μια ιστορία θαμμένη για δεκαετίες, που συντίθεται από θάρρος και λατρεία για το άθλημα που ακόμα και σήμερα ορίζεται ως «ανδρικό».

«Αγαπώ πολύ το παιχνίδι του ποδοσφαίρου και πρόκειται για μια επίμονη αγάπη, όχι ένας φευγαλέος έρωτας. Οι συμπαίκτριές μου έχουν τόσο πολύ πάθος και ενθουσιασμό: η φωτιά μας δεν θα σβήσει ποτέ», υποσχέθηκε η Ροζέτα Μποκαλίνι μια από τις πρώτες ποδοσφαιρίστριες της Ιταλίας το 1933, σε συνέντευξή της για το περιοδικό Calcio Illustrato.

Κάποιες ιστορίες ξεθωριάζουν με τον καιρό. Άλλες εξαφανίζονται γιατί κάποιοι δεν θέλουν να ειπωθούν. Κι άλλες «ταξιδεύουν» και επανεμφανίζονται με την επαναστατική ομορφιά που εξ' αρχής τις συνέθεσε. Η πρόσφατη επιτυχία του ποδοσφαίρου γυναικών που πιστοποιήθηκε στο Euro των ρεκόρ το καλοκαίρι στην Αγγλία, έχει ρίζες βαθιές που εξιστορούν τον σταθερό δεσμό των γυναικών με αυτό το άθλημα, που θεωρείται στερεοτυπικά το πιο ανδρικό. Αλλά και το πώς άνδρες ανά περίπτωση καθυστέρησαν φοβερά την ανάπτυξή του.

bocalliniΤο πάθος για το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που καθοδήγησε τη Ροζέτα και τις συμπαίκτριές της, μια χούφτα νεαρών οπαδών –τιφοσίνι όπως τις έλεγαν τότε– από το Μιλάνο, να δημιουργήσουν την πρώτη γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου της Ιταλίας, την Gruppo Femminile di Calcio (GFC, Women's Soccer Group).

Το ταξίδι του ήταν σύντομο, με τον φασισμό να σταματά σύντομα τις δραστηριότητές τους, αλλά πρόλαβε να πει ένα μεγάλο «υπάρχω» που δεν είναι πολύ γνωστό...

Η ιστορία τους έγινε μυθιστόρημα στην Ιταλία από τη δημοσιογράφο της Corriere Φεντερίκα Σενεγκίνι η οποία ανακατασκεύασε την ιστορία τους με βάση σύγχρονα έγγραφα, τη μαρτυρία του τελευταίου επιζώντος μέλους της ομάδας και τις αναμνήσεις των συγγενών των παικτριών, κι έτσι μάθαμε την περιπέτεια των κοριτσιών τα όνειρα των οποίων διέκοψε απότομα το φασιστικό καθεστώς και αναδεικνύει έτι μια φορά έναν από τους πιο ύπουλους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν οι δικτατορίες: όχι απλώς χρησιμοποιώντας το σήμα κατατεθέν τους, τη βία και την καταστολή, αλλά μέσω μιας πιο ολοκληρωμένης και ίσως μακροχρόνιας στρατηγικής: την καταστροφή των προσδοκιών των ανθρώπων!

Η Ιταλία έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1968 για να δει το πρώτο ανεπίσημο γυναικείο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και μέχρι το 1986 για ένα που ιδρύθηκε από επίσημη ομοσπονδία.

Μιλάνο, πρώτοι μήνες του 1933. Οι αδερφές Μποκαλίνι πατούν όπως πάντα στις παγωμένες πέτρινες κερκίδες της Arena Civica, ενώ ακολουθούν τα κατορθώματα του Τζουζέπε Μεάτσα. Είναι ένα πάθος που ενώνει την ήδη παντρεμένη Τζιοβάνα, δασκάλα και μητέρα και τις τρεις ανύπαντρες αδερφές, Λουίζα, Μάρτα και Ροζέτα, τη μικρότερη όλων, ακόμα έφηβη, δεκαέξι ετών. Τότε κάποια, στον κύκλο των φίλων τους - ίσως η Νίνι Ζανέτι, επίσης υποστηρίκτρια των Νερατζούρι- έχει την ιδέα: Κι αν παίξουμε κι εμείς; Τι θα γινόταν αν κατεβαίναμε κι εμείς σε εκείνο το γήπεδο και δείξαμε ότι το ποδόσφαιρο είναι επίσης άθλημα για νεαρές κυρίες;

Έτσι οι τρεις «κυρίες» Μποκαλίνι και περίπου τριάντα φίλες τους ανακοινώνουν στον εθνικό αθλητικό Τύπο τη γέννηση του Women's Soccer Group (GFC), της πρώτης γυναικείας ομάδας ποδοσφαίρου στην Ιταλία: η Τζιοβάνα δέχεται να τις βοηθήσει στο πεδίο του διοικητικού συμβουλίου, ως διευθύντρια της ομάδας. Μια όμορφη αθλητική πραγματικότητα, φτιαγμένη από θάρρος και πάνω από όλα εξυπνάδα, που δυστυχώς θα κρατήσει μόνο λίγους μήνες.

Τα κορίτσια τύγχαναν μεγάλης υποστήριξης κάτι που έφερε και έναν χορηγό: τον Cinzano. Έτσι είχαν την ευκαιρία να φορούν δικά τους πουκάμισα.

Το 1933 λοιπόν η Ροζέτα έφηβη ακόμα που σπούδαζε για να γίνει δασκάλα, η αδερφή της, Μάρτα, μοδίστρα και η φίλη τους Λοζάνα Στριγκάρο, πωλήτρια κατάφεραν με εντυπωσιακή επινοητικότητα να λάβουν τη συγκατάθεση του Λεάντρο Αρπινάτι, προέδρου της ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής και της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (FIGC).

Ο Αρπινάτι είχε ενταχθεί στους φασίστες κατά τη βρεφική ηλικία του κινήματος και στο παρελθόν ήταν επικεφαλής σε ξυλοδαρμούς και συγκρούσεις στο Λόντι, την πατρίδα των αδελφών Μποκαλίνι, αλλά ήταν επίσης αληθινός λάτρης των σπορ. Ήταν προετοιμασμένος να δεχτεί το «πείραμα» του γυναικείου ποδοσφαίρου «ενώ αναγνώριζε ότι η ευρεία διάδοσή του δεν θα ήταν κατάλληλη», όπως έγραφε τότε η Gazzetta dello Sport, και «παραχώρησε άδεια στον μιλανέζικο σύλλογο να παίξει ποδόσφαιρο. Ωστόσο, το άθλημα έπρεπε να ασκείται ιδιωτικά, δηλαδή σε περιφραγμένους χώρους και χωρίς θεατές»!

Η υποχρέωση να παίζουν κεκλεισμένων των θυρών δεν ήταν φυσικά η μόνη: τα κορίτσια έπρεπε επίσης να λάβουν ιατρική βεβαίωση από τον Νικόλα Πέντε, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ατομικής Βιοτυπολογίας και Ορθογένεσης στη Γένοβα, ενός από τα μεγαλύτερα κέντρα που εργάζονταν στις «επιστημονικές» θεωρίες της εποχής, με στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου ιταλικού λαού κάτω από τη σημαία του φασισμού.

«Πιστεύω ότι από ιατρικής άποψης, δεν μπορεί να προκληθεί ζημιά ούτε στην αισθητική της σιλουέτας, ούτε στη γυναικεία κοιλιακή χώρα, ιδιαίτερα στα αναπαραγωγικά όργανα, από το ελεγχόμενο ποδόσφαιρο, εφόσον δεν υπάρχει ανταγωνιστικό επίπεδο, το οποίο θα συνεπαγόταν υπερβολική σωματική προσπάθεια και μυϊκές κινήσεις, πάντα επιβλαβείς για το γυναικείο σώμα», έγραψε ο Πέντε. «Λοιπόν, το ποδόσφαιρο, ναι, αλλά καθαρά για ευχαρίστηση και με μέτρο!»

Και, ήταν αυτονόητο, μόνο για κορίτσια ηλικίας μεταξύ 15 και 20 ετών.

giovinette

Η Τζιοβάνα, η τρίτη και μεγαλύτερη αδερφή Μποκαλίνι, και μεγάλη οπαδός της Ίντερ, πάντα υποστήριζε και συνόδευε τα κορίτσια, αλλά παρά το μεγάλο της πάθος δεν προσπάθησε καν να παίξει: ήταν παντρεμένη και είχε δύο παιδιά, θα ήταν αδιανόητο για την εποχή!

«Ο φόβος των γιατρών και των ηγετών των κομμάτων ήταν ότι το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη γονιμότητα των παικτριών», εξηγεί η δημοσιογράφος Σενεγκίνι. «Γι’ αυτό το GFC αποφάσισε να βάλει αγόρια στο τέρμα, δανείζοντάς τα από την ομάδα νέων της Ίντερ, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος χτυπήματος των γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων. Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που γίνονταν μητέρες, ο αθλητισμός δεν υπήρχε σαν προοπτική».

Το ότι το ποδόσφαιρο θεωρούνταν ανεπίτρεπτο για τις γυναίκες ήταν εμφανές από τα σχόλια και τα άρθρα στις εφημερίδες της εποχής, που αναφέρονται στο βιβλίο της Σενεγκίνι, τα οποία όριζαν τις δραστηριότητες της ομάδας ως «αντισπορ» και όχι ποδόσφαιρο. Ανησυχούσαν για το τί θα έκαναν οι αθλήτριες κατά τη διάρκεια της «εποχής του μήνα» και τόνιζαν ότι «η φασιστική Ιταλία χρειαζόταν καλές μητέρες, όχι "βίαιες ποδοσφαιρίστριες"».

«Άρχισα να ασχολούμαι με το βιβλίο κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου Γυναικών (σ.σ. το 2019)», λέει η Σενεγκίνι, «και με εξέπληξε όταν άκουσα λίγο πολύ τις ίδιες αντιρρήσεις να διατυπώνονται σχεδόν ενενήντα χρόνια μετά»!

Στις 11 Ιουνίου του 1933, ημερομηνία ιστορική για το άθλημα στη γειτονική χώρα, η Ροζέτα, η Μάρτα, η Λοζάνα μαζί με άλλες νεαρές κοπέλες κατάφεραν να οργανώσουν τον πρώτο αγώνα ποδοσφαίρου γυναικών στην Ιταλία!

Έπαιξαν μάλιστα μπροστά σε πολύ κόσμο, γιατί στο μεταξύ είχαν γίνει τόσο διάσημες που προσέλκυαν θαυμαστές και θεατές που υμνούσαν τον τρόπο της Αντίστασής τους, τις πρώιμες μορφές ανεξαρτησίας και συνειδητοποίησης μέσω της συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες, είτε ήταν αντίθετες είτε ενθαρρυντικές από το καθεστώς.

Παίζοντας ένιωθαν ελεύθερες, απελευθερωμένες. «Και ίσως γι' αυτόν τον λόγο, λίγο καιρό αργότερα, οι φασίστες ήθελαν να καταλάβουμε ότι, σε αυτό το υπέροχο παιχνίδι όπως η ζωή, ήταν και αυτοί που έθεσαν τους κανόνες».

Όταν επικεφαλής της ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής ορίστηκε ο Ακίλε Σταράτσε, ένας φασίστας ιεράρχης. «Σε αντίθεση με τον Αρπινάντι δεν ήταν αθλητής και ήξερε ακόμη λιγότερα για τις γυναίκες», λέει ο Μάρκο Τζιάνι, ιστορικός του αθλητισμού που έφερε πρώτος στο φως την ιστορία του GFC.

«Τα κριτήριά του ήταν καθαρά πολιτικά: ο αθλητισμός έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να αναδειχθούν πρωταθλητές και πρωταθλήτριες που θα έδιναν κύρος στον φασισμό». Ο Σταράτσε διέταξε το κλείσιμο του GFC και έστειλε στελέχη της ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής να «σκανάρουν» τις ομάδες, αναζητώντας κορίτσια που θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε αθλήτριες άλλων αθλημάτων: Ολυμπιακών ή εκείνων που σε κάθε περίπτωση προέβλεπαν διεθνή τουρνουά στα οποία η Ιταλία θα μπορούσε να αφήσει το στίγμα της. Κάπως έτσι η ανάσα ελευθερίας των κοριτσιών κόπηκε, λίγο πριν οργανώσουν τον πρώτο αγώνα μεταξύ ομάδων διαφορετικών πόλεων...

Ο χρόνος έθαψε αυτή την ιστορία προκατάληψης και αγώνων για δεκαετίες, ώσπου ο ιστορικός Μάρκο Τζιάνι την ανακάλυψε έτσι ώστε όλοι, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου, να μπορούν να σκεφτούν πώς το 1933 η Ροζέτα, η Λοζάνα, η Νίνι, η Μάρτα. Κάποια κορίτσια στο Μιλάνο της φασιστικής Ιταλίας, ήταν οι πρώτες γενναίες μαχήτριες ενάντια σε μια κοινή και ακλόνητη σκέψη στο μυαλό τόσων και τόσων ακόμα και σήμερα: «το ποδόσφαιρο είναι ανδρικό σπορ».!

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: ilcittadino.it

Ακολούθησε το GWomen στο instagram

Στείλε μας νέα, ιδέες, προτάσεις, απορίες για τον γυναικείο αθλητισμό στο [email protected]