Η 25χρονη, σήμερα, Γιούσρα Μαρντίνι έφυγε από τη χώρα της το 2015, λόγω του πολέμου, με προορισμό τη Γερμανία. Τότε ξεκίνησε ένα πολύ δύσκολο ταξίδι για εκείνη και την αδερφή της, Σάρα, αφού οι δυο τους αναγκάστηκαν να κολυμπήσουν για ώρες για να μπορέσουν να σώσουν τη βάρκα που μετέφερε εκείνους και ακόμη δύο ανθρώπους όταν ταξίδευαν από την Τουρκία προς την Ελλάδα. Παρά τον φόβο που της προκάλεσε η θάλασσα τότε, το κολύμπι παρέμεινε στη ζωή της και μετά από μία τόσο τρομακτική εμπειρία κατάφερε να αλλάξει τη ζωή της για πάντα.
Το όνειρό της να βρεθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες έγινε πραγματικότητα και μετά από δύο συμμετοχές με την ομάδα των προσφύγων, στο Ρίο 2016 και το Τόκιο 2020, στην κολύμβηση αποφάσισε να αποσυρθεί. Το έργο της, πλέον, αφορά σε κάτι μεγαλύτερο, πιο ελπιδοφόρο και η επιθυμία της να βοηθήσει πρόσφυγες από όλο τον κόσμο είναι πια ο αυτοσκοπός της.
Η ίδια, με μία μακροσκελή ανάρτηση εξήγησε πώς η κολύμβηση έγινε το σπίτι της και ευχαρίστησε όλους τους ανθρώπους που την έκαναν αυτό που είναι σήμερα:
«Η κολύμβηση ήταν το σπίτι μου, μακριά από το δικό μου σπίτι τα τελευταία οκτώ χρόνια, αλλά ήρθε η ώρα να κάνω ένα βήμα πίσω και να περάσω στο επόμενο κεφάλαιο.
Η κολύμβηση μου έχει δώσει τόσα πολλά, μου έχει δώσει σταθερότητα στις δυσκολότερες στιγμές, μου έχει δώσει δύναμη όσο μάθαινα από τη ζωή, με δίδαξε αποφασιστικότητα και πειθαρχία και, κυρίως, μου έχει δώσει φιλίες που θα λατρεύω μία ζωή.
Η κολύμβηση ήταν το σπίτι μου όταν δεν είχα σπίτι και έως αυτή τη μέρα είμαι ευγνώμων που η κολύμβηση μου έχει δώσει έναν τρόπο να βοηθήσω πρόσφυγες ανά τον κόσμο.
Όταν ήμουν εννέα χρονών, είχα όνειρο να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς και γι’ αυτό προπονούμουν χωρίς σταματημό και ήμουν αποφασισμένη πως μία μέρα θα πετύχω. Η επιθυμία μου ήταν μακριά από την πραγματικότητα, όταν το 2011 η χώρα μου βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι γιατί ήμουν και είμαι πολύ παθιασμένη με την κολύμβηση.
Η αδερφή μου κι εγώ αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Συρία, ώστε να βρούμε ασφάλεια στη Γερμανία το 2015. Μπορεί να ακούγεται τρελό αλλά η προτεραιτότητά μου ήταν φτάνοντας στη Γερμανία να βρω μία πισίνα ώστε να μπορέσω να συνεχίσω τις προπονήσεις μου. Λίγους μήνες μετά, η Ομάδα Προσφύγων Ολυμπιακών Αγώνων μου επέτρεψε να αγωνιστώ ως μέλος της πρώτης ομάδας προσφύγων που πηγαίνει σε Ολυμπιακούς, εκπληρώνοντας το όνειρό μου και αλλάζοντας τη ζωή μου για πάντα.
Ένα ξεχωριστό “ευχαριστώ” στον πατέρα μου, που μου δίδαξε πως να κολυμπάω και που ήταν ο προπονητής μου για 13 χρόνια, είχε πίστη σε μένα και ήταν στο πλευρό μου σε κάθε στροφή. Μαμά, είσαι ο πιο συμπονετικός άνθρωπος που ξέρω. Εκτιμώ τις ατελείωτες ώρες που σπατάλησες περιμένοντάς με να τελειώσω την προπόνηση για να μου ετοιμάσεις ένα σάντουιτς και να μου στεγνώσεις τα μαλλιά.
Θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους τους προπονητές μου, τους φυσικοθεραπευτές, τους υποστηρικτές και κάθε έναν που με βοήθησε σε όλη αυτή την πορεία και που έμειναν μαζί μου σε όλες τις καλές και τις άσχημες στιγμές».