Η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη στην κορυφή της Ευρώπης και αυτό το άρθρο λέγεται «υποκρισία»! Και πώς να γίνει αλλιώς. Αυτή δυνατή και μεις αδύναμοι. Αυτή αληθινή και πιστή και εμείς χαμένοι, φανατισμένοι, να προσκυνούμε σώβρακα και φανέλες. Αυτή με λίγους και αφοσιωμένους και εμείς με τους πολλούς και τους «δυνατούς». Αυτή να προσφέρει στον κόσμο την αδιαμεσολάβητη χαρά και περηφάνεια και εμείς με αμηχανία και θράσος να την πλησιάζουμε. Αυτή να δέχεται συγχαρητήρια και ευχές και εμείς να κοιτάμε τους δείκτες του ρολογιού. Αυτή να ορίζει τον χρόνο της και εμείς να μετράμε στο πόσο γρήγορα θα ξεχαστεί. Ναι, αυτή είναι η μοίρα της Ντρισμπιώτη και της κάθε Ντρισμπιώτη στην Ελλάδα και σε κάθε χώρα που αντιμετωπίζει τον αθλητισμό ερασιτεχνικά έχοντας επαγγελματικές απαιτήσεις. Ο έλληνας φίλαθλος έχει κάθε δικαίωμα να χαίρεται μαζί της και μετά από λίγο να την ξεχνά. Ο έλληνας πολιτικός, θεσμικός παράγοντας, δημοσιογράφος δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Κι αν το έχει, τότε… αυτό άρθρο λέγεται «υποκρισία». Η «μυθική Αντιγόνη», σύμφωνα με τον Τύπο, στριμώχτηκε πρωτοσέλιδα ανάμεσα σε Αραούχο, Χουάνγκ, Μπράντον Τόμας, τα μεγάλα κόκκινα, κίτρινα, μαύρα γράμματα της έκοψαν τη θέα. Φυσικά και δεν φταίει αυτή, φυσικά και θα ξεχαστεί και φυσικά αυτό το άρθρο λέγεται «υποκρισία».
Δεν χωράει σε αυτό που ξέρουμε
Η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη είναι καταδικασμένη να μείνει μόνη της και το όνομα της να χαθεί. Στις ασπρόμαυρες (άντε και πορτοκαλί μερικές φορές) γραμμές το ατόφιο μπλε της δεν χωρά. Αναπόφευκτο. Η αθλήτρια από την Καρδίτσα ενεργεί μέσα σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο που δεν ανέχεται το μακροπρόθεσμο, ισχνό κέρδος. Ναι, οι οικονομικοί όροι δεν αποφεύγονται διότι αυτοί ορίζουν το πεδίο δράσης κάθε αθλητή. Πώς, λοιπόν, να μην παρασυρθεί στη λήθη όταν τα νούμερα τα φέρνουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, μπάσκετ και όταν τα μεγάλα λαϊκά αθλήματα έχουν χάσει τον χαρακτήρα και την ομορφιά τους; Πώς να αντισταθεί η κάθε Ντρισμπιώτη στην παντοδύναμη (και αποκρουστική) σχέση θεάματος-κέρδους-επιρροής κάθε τύπου; Με απλά λόγια, η Ντρισμπιώτη δεν χωράει σε αυτό που ξέρουμε και αποκαλούμε ελεύθερη αγορά. Και δεν χωράει γιατί δεν μπορεί να γίνει μέσο προώθησης άνομων και ανείπωτων συμφερόντων. Και να το θέλε, μόνη της δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Συνεπώς, η Ντρισμπιώτη είναι η εξαίρεση του κανόνα, το «διαφορετικό» που έχουμε ανάγκη αλλά αγνοούμε και στην ουσία δεν θέλουμε να δεχτούμε. Μας αναγκάζει να τη δούμε και να μεσολαβήσουμε για να μοιράσουμε την αυθεντική χαρά της. Το κοινό θα τη δεχτεί όπως είναι, θα αφήσει την καχυποψία και την άρνηση στην άκρη, θα την αγκαλιάσει -αληθινά- και μετά θα μετράει τα οφσάιντ στα ντέρμπι του ποδοσφαίρου.
Ευχές, φωτογραφίες και «κλικ»
Ο κάθε αθλητής/αθλήτρια ατομικού, μη δημοφιλούς, αγωνίσματος, όταν έρχονται τα λεπτά φήμης που δικαιούται ζητάει, απαιτεί και καλά κάνει. Απαιτεί οικονομική ενίσχυση από τους κρατικούς φορείς και μεγαλύτερη προσοχή από τα ΜΜΕ. Εδώ, όμως, το άρθρο θα γίνει… «υποκρισία» διότι οι θεσμικοί παράγοντες, οι πολιτικοί, ξέρουν μόνο να στέλνουν ευχές και να βγάζουν φωτογραφίες. Η πολιτεία ξοδεύει ελάχιστα για αθλητισμό-πολιτισμό και όμως ζητά επιτυχίες στο υψηλότερο επίπεδο! Ο εκάστοτε υπουργός Πολιτισμού, ο πρωθυπουργός δεν θέλουν τέτοιες επιτυχίες γιατί τους εκθέτουν! Πώς να πεις «όχι» στα αιτήματα της Ντρισμπιώτη και πώς να αρνηθείς την πολιτειακή εγκατάλειψη της. Δεν μπορείς και γι’ αυτό εύχεσαι να βρεθούν χορηγοί. Ανάλογες ευθύνες, συμπεριφορά, έχουν και τα ΜΜΕ. Σε ένα παγιωμένο οικονομικό/πολιτικό σύστημα πώς θα αλλάξουν τρόπο αντιμετώπισης της επικαιρότητας; Τα φύλλα των εφημερίδων, η ακροαματικότητα, η τηλεθέαση και τα «κλικ» έρχονται από τα γνωστά ποδοσφαιρικά, μπασκετικά, «διαιτητικά» (sic) είδωλα! Δεν γίνεται να αλλάξει αυτό για χάρη καμίας Ντρισμπιώτη! Όσο περισσότερο μείνει πρωτοσέλιδο, τόσο περισσότερο θα χάνει το μέσο και αυτό γιατί το κοινό εκπαιδεύτηκε να ζητά το εφήμερο και το μικροπρεπές. Τα άρθρα με αναφορές σε «ΚΕΔ», «ΕΠΟ», «Διαιτησία», «Οπαδικές δηλώσεις παραγόντων», έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση. Αν ήθελαν τα ΜΜΕ να κάνουν την αλλαγή θα έπρεπε να υπάρχει συνεννόηση και συμφωνία μεταξύ του. Αυτό, όμως, είναι ουτοπικό. Βάλτε στην εξίσωση και τον επιχειρηματικό κόσμο. Ποια επιχείρηση δεν θέλει το άμεσο, εύκολο, κέρδος; Καμία. Γι’ αυτό και η διαφήμιση-ενίσχυση θα πάει εκεί που πάει η μάζα. Η Ντρισμπιώτη, λοιπόν, θα μείνει μόνη της και με όσα πέτυχε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα στίβου στο Μόναχο θα μας εκθέτει διαρκώς. Η επιτυχία ανήκει μόνο στην ίδια, στους γονείς, στον προπονητή της, μερικούς φίλους ίσως και στους έλληνες φιλάθλους που έχουν δικαίωμα στο λαμπερό χαμόγελο.