Τσεκίνι στο Gazzetta: «Ο Αλέξανδρος μου έδωσε κουράγιο, το κλάμα δεν βοήθησε πουθενά»
Πόση δύναμη χρειάζεται για να σταματήσεις τις κακές σκέψεις και να πεις «πάμε να προσπαθήσουμε»;
Πόση δύναμη χρειάζεται για να παραμένεις χαμογελαστή μπροστά στα παιδιά σου ενώ μέσα σου τρέμεις; Πόση δύναμη χρειάζεται να βγαίνεις να τρέχεις χιλιόμετρα, ακόμη κι όταν τα νύχια σου ξεκολλάνε και είσαι εξαντλημένη από τις χημειοθεραπείς; Όλη τη δύναμη που έχει η Σόνια Τσεκίνι. Που, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, είναι πραγματική πρωταθλήτρια της ζωής. Στο πλαίσιο του #giatonAlexandro, της καμπάνιας του Gazzetta για τον καρκίνο στη μνήμη του Αλέξανδρου Νικολαΐδη, η Τσεκίνι ξετύλιξε την ιστορία της στο gWomen.
Από 8 ετών τρέχει. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της συνέχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό. Το τρέξιμο την κέρδισε και το έκανε κομμάτι της ζωής της. Τόσο μεγάλο κομμάτι που δεν το αποχωρίστηκε ούτε όταν χρειάστηκε να μείνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου και να περιμένει να ξημερώσει για να εγχειριστεί. Η Σόνια Τσεκίνι ήταν μία από τις γυναίκες που ενώ αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πηγαίνει καλά με το σώμα της, δεν το «κυνήγησε» καθώς καθυσηχάστηκε εύκολα. Έπρεπε να χτυπήσουν πολλά καμπανάκια για να ψάξει τη λύση. Ευτυχώς για εκείνη, δεν ήταν αργά. «Το 2018 ένιωθα κάποιους πόνους, δηλαδή δούλευα και πονούσα. Είχε μικρούς όγκους, που φαίνονταν σαν μικρά καρούμπαλα. Η μικρή μου κόρη μού έλεγε πως έχω μέσα στο στήθος μου πέτρες. Πήγα στον γιατρό και με ρώτησω μήπως το έχω ζορίσει από την πολλή άσκηση. Από τους μύες που είχα, λόγω προπονήσεων, ήταν λίγο δύσκολο να διακριθεί ο όγκος. Μου είπαν πως ίσως να μην είναι κάτι σοβαρό αλλά να πάω να το κοιτάξω, να κάνω εξετάσεις. Εγώ, επειδή καθησυχάστηκα, δεν έκανα τις απαραίτητες εξετάσεις».
Χρειάστηκε να βρεθεί στο νοσοκομείο για άλλο λόγο, για να θυμηθεί πως εκκρεμούν κάποιες εξετάσεις και τελικά να κλείσει το ραντεβού: «Περνάει ο καιρός και μέσα σε έναν χρόνο οι όγκοι σχεδόν πολλαπλασιάστηκαν, το στήθος μου είχε φουσκώσει ειδικά σε τέσσερα σημεία. Στην περίοδο της καραντίνας, είχα βγει μία μέρα και έκανα ποδήλατο λίγο κρυφά... Όπως κάναμε όλοι τότε. Μπήκα σε ένα στενό και είχα ένα ατύχημα, άνοιξα το χέρι μου. Τότε, αναγκαστικά, πήγα στο νοσοκομείο για ράμματα και επί τη ευκαιρία είπα να κλείσω και μία εξέταση με τον γυναικολόγο. Μου είπαν πως το επόμενο διαθέσιμο ραντεβού ήταν μερικούς μήνες μετά, κάπου τον Ιανουάριο, και συμφώνησα. Κράτησα την ημερομηνία και πήγα. Με το που ανεβάζω τη μπλούζα και με βλέπει ο γιατρός αρχίζει να μου φωνάζει. "Γρήγορα" μας λέει "Να πάτε Θεσσαλονίκη αμέσως, να κάνετε εξετάσεις". Για να σου φωνάζει ο γιατρός καταλαβαίνεις πως κάτι σοβαρό συμβαίνει. Δεν ήξεραν πως θα εξελιχθεί αυτό, αν θα τα καταφέρω. Κάναμε εξετάσεις, κι άλλες εξετάσεις. Δεν ήταν σίγουροι στην αρχή και κάναμε βιοψία. Καρκίνος του μαστού, μας είπαν, σε επιθετική μορφή. Η κατάσταση ήταν πολύ κακή αλλά από τύχη δεν είχε προχωρήσει ο καρκίνος. Θα έπρεπε να κάνω επέμβαση σίγουρα αλλά πρώτα θα έκανα χημειοθεραπείες. Φοβόντουσαν μήπως κάνει μετάσταση» εξηγεί με απόλυτη ψυχραιμία, ξεστομίζοντας λέξεις που τρομάζουν και τον πιο ατρόμητο. Όμως η ίδια δεν είχε σκοπό να αφήσει τον φόβο να την καταπιεί.
«Τότε ήμουν πολύ χάλια. Δεν κοιμόμουν τα βράδια. Τα έβαλα πολύ με τον εαυτό μου που το παραμέλησα τόσο. Έλεγα "Τώρα πάει, αυτό ήταν, τέλος". Η μαμά μου πέθανε στα 47 της από καρκίνο, ήταν κληρονομικό και αυτό το σκεφτόμουν πάρα πολύ και έρχονταν μόνο κακές σκέψεις στο μυαλό μου. Έβλεπα τα παιδιά μου και ενώ από μέσα μου τσίριζα, μπροστά τους έπρεπε να είμαι καλά. Θύμωνα με τον εαυτό μου γιατί φοβόμουν πως θα τους κάνω κακό, πως θα άφηνα τη μικρή μου μόνη της που με είχε ακόμη ανάγκη. Με μία κόρη στην εφηβεία και τη μικρή με αυτισμό ένιωθα πως πέφτω στον γκρεμό. Ήταν πολύ δύσκολο. Αλλά δεν τις άφηνα, προσπαθούσα να μην τις αφήνω. Μπορεί να ένιωθα αδύναμη αλλά την έπαιρνα αγκαλιά και έβγαινα έξω. έλεγα του άνδρα μου ότι θα βγούμε και να έχει το νου του αλλά το έκανα. Όμως κάποια στιγμή είπα "Δε γίνεται έτσι. Θα το περάσουμε. Πάμε να κάνουμε ο,τι μπορούμε". Δεν βοηθούσε πουθενά το κλάμα. Αν περιμένεις τον όγκο να φύγει μόνος του, δε γίνεται δουλειά. Όποιος μου μιλούσε και τον έβλεπα να με λυπάται ή ακόμη να κλαίει, έφευγα ή τους έκλεινα το τηλέφωνο στη μούρη. Δεν ήθελα τέτοια». Μαμά. Σαν αυτές τις μαμάδες που τα παιδιά νιώθουν τυχερά που έχουν μεγαλώσει μαζί τους, γιατί ποτέ δεν ένιωσαν μόνα ακόμη και στις δυσκολότερες φάσεις. Αυτό έκανε η Σόνια Τσεκίνι. Οτιδήποτε μπορούσε για να μη νιώσουν οι κόρες της ότι τη χάνουν. «Τα κορίτσια μου 18 ετών θα ξεκινήσουν τις εξετάσεις. Λόγω κληρονομικότητας θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές. Αλλά και άσχετα με αυτό. Θα κάνουν τις εξετάσεις τους».
Και όσο δύσκολο κι αν φαίνεται να διώξεις τις σκέψεις που σε τρομάζουν, το δυσκολότερο κομμάτι βρισκόταν ακόμη μπροστά της. Κάθε μέρα ξυπνούσε, έμπαινε στο αμάξι με τον σύζυγό της και πήγαιναν από την Καστοριά στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι το μεσημέρι. Οι χημειοθεραπείες λυγίζουν ακόμη και τους πιο σκληρούς και η Σόνια δεν κατάφερε να μείνει άκαμπτη. «Ξεκίνησα τις χημειοθεραπείες. Πήγαινα κάθε Παρασκευή. Ξεκινούσαμε με τον άντρα μου στις 8 το πρωί από την Καστοριά και πηγαίναμε στο Θεαγένειο. Ο άντρας μου με περίμενε έξω, στο αμάξι, μέχρι το μεσημέρι. Ήταν πολύ δυνατές οι χημειοθεραπείες. Τα μαλλιά μου έπεσαν κατευθείαν, μπαμ και κάτω. Τα νύχια μου έσπαγαν, κολλούσαν στις κάλτσες μου. Μετά τη χημειοθεραπεία, αφού έβγαινα έξω στον άντρα μου, καθόμουν 10 λεπτά και μετά δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Μούδιαζε η γλώσσα μου. Μετά ήθελα μόνο ξινά να τρώω. Κοιμόμουν με τα μάτια ανοιχτά. Έτρεμε το σώμα μου. Έβγαζα αίμα από τη μύτη, έκανα εμετό. Έβγαινα έξω και μπορεί να έπεφτα στον δρόμο. Ήταν πάρα πολλά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν. Ήταν πολύ δύσκολο. Αυτό έγινε για περίπου τέσσερις μήνες. Ακόμη κι έτσι βέβαια, εγώ γυμναζόμουν όσο μπορούσα. Δεν ήθελα να αφήσω τον αθλητισμό, τον είχα καημό από 8 χρονών. Έβγαινα και έτρεχα».
Για ένα διάστημα έκανε ένα διάλειμμα από τις χημειοθεραπείες, περίπου τριών εβδομάδων, πριν μπει για την εγχείρηση. Το ελληνικό, δημόσιο σύστημα υγείας την τρόμαζε καθώς δεν ήξερε τι θα βρει όταν μπει στο νοσοκομείο. Όμως βρήκε αυτό που χρειαζόταν. Γιατρούς που νοιάζονταν πραγματικά για εκείνη και όσα περνάει και που δεν θα την άφηναν μόνη σε όλο αυτό. «Το σκεφτόμουν πολύ ότι θα μπω στο νοσοκομείο. Δεν ήξερα πως θα είναι, αν θα με προσέξουν. Αλλά που να ήξερα... Οι γιατροί ήταν φανταστικοί. Μας φρόντισαν τόσο πολύ. Περνούσαν καθημερινά από όλους μας, να μας ρωτήσουν έστω το πιο απλό "Πως είσαι;". Να φανταστείς δεν θυμάμαι τα επίθετά τους, τους μιλούσαμε με τα μικρά τους. Και αυτοί σε εμάς. Το αντιμετώπιζαν σαν να περνούν οι ίδιοι αυτό που περνούσαμε εμείς».
Και κάπως έτσι έφτασε η μέρα για το χειρουργείο. Και φοβόταν. Πολύ. Πώς να μη φοβάσαι; Είχε χάσει τον μπαμπά της σε εγχείρηση, δεν ξύπνησε ποτέ από την αναισθησία. Αυτό την τρόμαζε τόσο. Αλλά είχε βρει το μυστικό, από 8 χρονών το ήξερε. Το τρέξιμο. Έβαλε τα αθλητικά της και έκανε το μπαλκόνι το δικό της στάδιο για εκείνο το βράδυ. «Πριν το χειρουργείο είχαν τον φόβο του να μην ξυπνήσω από την αναισθησία. Το βράδυ πριν την επέμβαση δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πώς να κοιμηθείς; Και έβαλα τα αθλητικά μου ρούχα, τα αθλητικά μου παπούτσια και βγήκα στο μπαλκόνι. Ήταν όλο όλο 200 μέτρα. Και έτρεξα πάνω κάτω για ώρα. Έκανα 6χλμ εκεί έξω στο μπαλκόνι. Μπήκα μέσα, έκανα μπάνιο, έβαλα αυτά τα πράσινα ρούχα που σου φοράνε στο νοσοκομείο και ξάπλωσα. Ήμουν έτοιμη τότε, περίμενα να έρθει το πρωί για να μπω στο χειρουργείο. Με έβαλαν στις 8 και βγήκα στις 2 και μισή το μεσημέρι. Ήταν δύσκολο χειρουργείο. Ήμουν πολύ ζαλισμένη μετά, απαγορευόταν να σηκωθώ. Αλλά εγώ σηκώθηκα. Μπήκα σε κάθε δωμάτιο και τους έλεγα ότι από την επόμενη μέρα θα βγαίναμε όλοι μαζί για καφέ. Τους έκανα πλάκα, γελούσαμε. Μαζευόμασταν όλοι μαζί, περνούσε η ώρα μας ωραία. Αν έψαχναν κάποιον ήξεραν ότι ή θα είναι στο δωμάτιο μου ή θα είμαστε όλοι μαζί έξω. Μία μέρα μας έφεραν κρέατα ψητά και αναψυκτικά, να κάνουμε πάρτι... Είχε γίνει σπίτι μας το νοσοκομείο. Έφευγε, όμως, όλο το άγχος έτσι. Το ζόρι. Κάναμε φίλους εκεί, με ευχαριστούσαν για τη δύναμη που τους έδινα. Χαιρόμουν πολύ γι' αυτό. Γιατί δε γινόταν να βλέπω νέους ανθρώπους να λένε "Γιατί σε μένα;". "Πρέπει να το παλεύουμε" αυτό τους έλεγα». Αυτή η δύναμη. Η δύναμη που δεν ξέρεις πως έχεις μέχρι να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσεις όλη για να μπορέσεις να ζήσεις. Και να πάρεις και τους άλλους μαζί σου. Αυτή τη δύναμη έχει η Σόνια και η κάθε Σόνια που περνά κάτι αντίστοιχα τρομακτικό, που παλεύει με μία νόσο που κανείς ακόμη δεν έχει βρει πως να «διαλύει».
Αυτό που έκανε η ίδια με τους άλλους καρκινοπαθείς στο νοσοκομείο, που τους έδινε δύναμη, το είχε κάνει και ο μεγάλος μαχητής Αλέξανδρος Νικολαΐδης. Όσο εκείνος πάλευε με τη σπάνια μορφή καρκίνου που τον είχε «χτυπήσει» και δεν μιλούσε σε κανέναν για αυτό, έβρισκε μέσα του λίγη δύναμη για να δώσει και στους άλλους. Έτσι δεν είναι οι μαχητές; Με ψυχή, και μία μεγάλη καρδιά για όλους. Είχαν βρεθεί μόνο μία φορά. «Ο Αλέξανδρος (σ.σ. Νικολαΐδης) με είχε ψάξει. Βρήκε το κινητό μου και με είχε πάρει τηλέφωνο. Μου είχε δώσει δύναμη. Μου έκανε εντύπωση που εκείνος υπέφερε τόσο αλλά ήρθε να πει σε εμένα να μην στεναχωριέμαι. Μου έδωσε πολύ κουράγιο. Εκείνος... ήταν πολύ κλειστός, δεν ήθελε να μιλήσει για τα δικά του. Δεν μιλούσε καθόλου για τον εαυτό του. Μου είχε πει κι δηλαδή πολύ λίγα πράγματα. Πιστεύω ήθελε να ξεσπάσει αλλά δεν ήθελε κανείς να τον λυπάται. Δεν είναι εύκολο, όμως, να το περνάς μόνος. Σαν τη μαμά μου... που δεν το έλεγε σε κανέναν για να μη στεναχωρηθούν. Και η Μαρία η Πολύζου με έχει πάρει. Έχουμε μοιραστεί τα δικά μας με τον καρκίνο. Μιλούσαμε συνέχεια στα τηλέφωνα».
Ίσως από την ιστορία της Σόνιας Τσεκίνι να παρακινηθεί έστω και ένας άνθρωπος και να εξεταστεί. Να κάνει εκείνη την έξτρα εξέταση που του πρότειναν κάποια στιγμή οι γιατροί. Αυτή την προληπτική. Και αν σωθεί αυτός ο ένας; Τότε η Σόνια, και η κάθε Σόνια που κάνει το ίδιο πράγμα ακριβώς, θα έχει πετύχει ένα ακόμη σπουδαίο πράγμα στη ζωή της. «Εγώ προσπαθώ να το διαδώσω. Και γι' αυτό σε κάποιους έχει κάνει εντύπωση ο "τσαμπουκάς" μου. Τσαμπουκάς, με καλή έννοια. Είμαι χαρούμενη αν μπορώ να δίνω λίγη δύναμη στον κόσμο. Να είμαστε δυνατοί». Πολλές φορές επανέλαβε το ίδιο: «Να είμαστε δυνατοί. Να χαμογελάμε. Να προσπαθούμε». Και μετά αυτή τη συμβουλή, την πιο σωστή. «Είτε με κληρονομικότητα είτε χωρίς να εξετάζεστε. Ποτέ δεν ξέρετε τι μπορεί να είχαν οι συγγενείς σας. Ποτέ δεν ξέρετε τι μπορεί να συμβεί αύριο. Να προσέχετε τους εαυτούς σας».
Η Σόνια Τσεκίνι συνεχίζει να τρέχει, κάθε μέρα, όσο μπορεί. Δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμη με τον καρκίνο όμως πια τον αντιμετωπίζει διαφορετικά. Πρώτα θα αγωνιστεί στον Μαραθώνιο, μετά θα μπει για τη δεύτερη επέμβαση. Και επιστρέφουμε ξανά στην αρχή. Τόση δύναμη. Όση η Σόνια Τσεκίνι και κάθε ένας άνθρωπος που κοίταξε τον καρκίνο στα μάτια και είπε θα τον νικήσει. Και δεν το έβαλε κάτω. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Η μάχη έχει τη δική της, τεράστια σημασία.
Ακολούθησε το GWomen στο instagram
Στείλε μας νέα, ιδέες, προτάσεις, απορίες για τον γυναικείο αθλητισμό στο [email protected]