Όσο το παγκόσμιο ρεκόρ του ακοντισμού, από τη μεγάλη Μπάρμπορα Σποτάκοβα, παραμένει ανέγγιχτο, πρωταθλήτριες του ακοντισμού από όλο τον κόσμο προσπαθούν όλο και πιο πολύ να το κυνηγήσουν. Ή, έστω, να βρεθούν κοντά του. Η Χαρούκα Κιταγκούτσι προσπαθεί να χτίσει τη βάση που χρειάζεται για να μπορέσει να ονειρευτεί κάτι τέτοιο. Η βάση της χτίζεται από σταθερότητα, υπομονή, μετάλλια και χαμόγελα.
Η γεννημένη και μεγαλωμένη στην Ιαπωνία, Χαρούκα Κιταγκούτσι, βρέθηκε να κολυμπά όταν ήταν μόλις τριών ετών. Ακολούθησε την κολύμβηση και αγωνιστικά ενώ παράλληλα έπαιζε και μπάντμιντον, μέχρι που ένας σχολικός σύμβουλος και προπονητής της πρότεινε να ξεκινήσει στίβο. Οι συστάσεις έγιναν με τον ακοντισμό και σε μόλις δύο μήνες είχε καταφέρει να κάνει το όργανο προέκταση του χεριού της.
Νίκη στο τοπικό σχολικό πρωτάθλημα, νίκη στο εθνικό σχολικό πρωτάθλημα και λίγο αργότερα αναγνωρίστηκε ως «διαμαντένια» αθλήτρια από την ομοσπονδία της Ιαπωνίας. Η Κιταγκούτσι ανήκει σε αυτή τη γενιά που στην Ελλάδα ονομάζουμε «γενιά του Κάλι» καθώς στην πρώτη της μεγάλη διοργάνωση, στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα Κ18 του Κάλι στην Κολομβία, πήρε το χρυσό.
Η πρώτη «κρυάδα» ήρθε όταν βρέθηκε στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα Κ20, στο Μπίντγκοτς το 2016. Εκεί που μπήκε στον τελικό αλλά κατετάγη όγδοη. Προσπάθεια στην προσπάθεια, προσπαθούσε να «ξεκολλήσει» από τα 61μ. ώσπου το 2019 τα κατάφερε και έκανε το πρώτο της ξέσπασμα. Αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα της Ντόχα, χωρίς να μπορέσει να προκριθεί στον τελικό αφού τα 60.84μ. που έριξε δεν ήταν αρκετά όμως ήξερε πως στα χέρια της έχει πολλά περισσότερα μέτρα. Αγανακτισμένη και πεινασμένη, επέστρεψε στην Ιαπωνία και αγωνίστηκε σε ένα μικρό μίτινγκ στο Κιτακιούσου. Η βολή βγήκε, το ακόντιο προσγειώθηκε στα 66μ. και το εθνικό ρεκόρ της χώρας έγραφε πια το όνομα της Χαρούκα Κιταγκούτσι.
Οι Ολυμπιακοί στο Τόκιο ήταν η (πρώτη) μεγάλη ευκαιρία της. Στο «σπίτι» της, δυστυχώς χωρίς τους θεατές της, έριξε τη βολή που έπρεπε στον προκριματικό και με 62.06μ. μπήκε στον τελικό. Όμως, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε και με 55.42μ. έμεινε 12η.
Χρειαζόταν χρόνος για την ίδια για να μάθει την τσέχικη σχολή, τον τσέχικο τρόπο για τον ακοντισμό καθώς για να φτάσει κανείς την Σποτάκοβα μάλλον πρέπει να κλέψει ορισμένα από τα μυστικά της. Ο καλύτερος τρόπος για την Κιταγκούτσι, που προέρχεται από μία χώρα που ποτέ δεν είχε παράδοση στον ακοντισμό, ήταν να μπει στα τσέχικα λημέρια μέσω του προπονητή της. Ο Ντέιβιντ Σέκερακ εκείνη την ίδια χρονιά, το 2019, τη μύησε στο στυλ που φέρνει μετάλλια στον ακοντισμό και μαζί βρήκαν τον δρόμο που θα την οδηγούσε στην κορυφή. Μέχρι που την έφτασαν.
Τότε ξεκίνησε να περνά περισσότερο χρόνο στην Τσεχία και την πόλη Ντομαζλίτσε, να μαθαίνει πως λειτουργούν οι Τσέχοι και να αφομοιώνει τα χαρακτηριστικά που της ταιριάζουν και μπορούν να τη βοηθήσουν. Το μεγάλο της είδωλο, η Μπάρμπορα Σποτάκοβα, δεν βρισκόταν πια τόσο μακριά της- ούτε η ίδια, ούτε οι επιδόσεις της. «Είναι φοβερό το ότι βρίσκομαι στην Τσεχία, στη χώρα της», δήλωνε στη World Athletics η Κιτακγούτσι πριν τονίσει με ενθουσιασμό πως έχει συναντήσει την Σποτάκοβα: «Την έχω συναντήσει πολλές φορές, τη λατρεύω».
Οι Ολυμπιακοί στο Τόκιο ήταν η (πρώτη) μεγάλη ευκαιρία της. Στο «σπίτι» της, δυστυχώς χωρίς τους θεατές της, έριξε τη βολή που έπρεπε στον προκριματικό και με 62.06μ. μπήκε στον τελικό. Όμως, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε και με 55.42μ. έμεινε 12η.
Η περίοδος της πανδημίας ήταν ένας μεγάλος ανασταλτικός παράγοντας στα σχέδιά της, όπως έχει εξηγήσει η ίδια, αφού αν δεν είχε προκύψει θεωρεί πως οι μεγάλες βολές θα είχαν έρθει αρκετά νωρίτερα. Το νεαρό της ηλικίας της δεν μας επιτρέπει να πούμε πως άργησε να ρίξει μεγάλες βολές. Όλα έγιναν τη στιγμή που έπρεπε.
Η επιστροφή της μετά το 2021 και τους Ολυμπιακούς ήταν γεμάτη αισιοδοξία και μαχητικότητα. Φαινόταν στις βολές της, στην αγωνιστικότητα και -τελικά- στο χάλκινο μετάλλιο που κατέκτησε στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του Όρεγκον το 2022. Ο στόχος όμως ήταν να φτάσει το ρεκόρ της, που σίγουρα θα της έφερνε και μία μεγαλύτερη επιτυχία. Όπως και συνέβη, το 2023.
Η προ-Ολυμπιακή χρονιά είναι άκρως σημαντική και η Κιταγκούτσι έδειξε τη φοβερή της φόρμα. Νέο εθνικό ρεκόρ και για πρώτη φορά βολή άνω των 67 μέτρων, Παγκόσμια πρωταθλήτρια, ξανά εθνικό ρεκόρ και τέλος το διαμάντι για αν σφραγίσει την πιο επιτυχημένη σεζόν της καριέρας της.
«Ο ακοντισμός δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ιαπωνία αλλά νομίζω πως γίνεται όλο και πιο γνωστό αγώνισμα. Πριν [τις επιτυχίες] κανείς δεν ήξερε γι’ αυτό το αγώνισμα αλλά τώρα που έχω ένα χάλκινο και ένα χρυσό σε Παγκόσμια, νομίζω πως θα γίνει αρκετά δημοφιλές», εξήγησε μετά τον τελικό στη Βουδαπέστη πριν επισημάνει τη σημαντικότητα της στήριξης και από τους Τσέχους και συγκεκριμένα από τον Τσέχο προπονητή της: «Περνάω πολύ καιρό στην Τσεχία οπότε ελπίζω πως και οι Τσέχοι θα με εμψυχώνουν.
Ο Ντέιβιντ (Σέκερακ) ήταν πολύ αγχωμένος κατά τη διάρκεια του αγώνα και προσπαθούσε να με παρακινήσει, λίγο πολύ φωνάζοντάς μου. Αλλά νομίζω πως όλα εναρμονίστηκαν στην τελευταία προσπάθεια. Ήταν καταπληκτικά.
Στην αρχή του αγώνα ένιωσα πως θέλω να κλάψω αλλά στο τέλος ένιωσα την ευτυχία».
Επόμενος στόχος της είναι οι Ολυμπιακοί του Παρισιού και έπειτα το Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 2025 στο Τόκιο. Η δεύτερη ευκαιρία της να πανηγυρίσει μέσα στο «σπίτι» της μία μεγάλη επιτυχία.