Η Porsche κερδίζει από κάθε πώληση σχεδόν 16.000 ευρώ

Πέτρος Πιτσίνης
Η Porsche κερδίζει από κάθε πώληση σχεδόν 16.000 ευρώ
Το μέσο κέρδος, που εμφανίζει η γερμανική μάρκα, όταν πουλάει ένα μοντέλο της, αρκεί για να αγοράσεις ένα ολοκαίνουριο μικρομεσαίο αυτοκίνητο άλλου κατασκευαστή!
Σε πραγματικό χρυσορυχείο έχει εξελιχθεί η Porsche. Η μάρκα του ομίλου Volkswagen πούλησε τον προηγούμενο χρόνο 238.000 καινούρια μοντέλα και εμφάνισε 3,9 δισεκατομμύρια ευρώ κέρδος. Αυτό ισοδυναμεί με αύξηση 14% σε σχέση με το 2015 και με ένα μέσο κέρδος ανά πώληση αυτοκινήτου της τάξης των 17.250 δολαρίων (περίπου 16.000 ευρώ) ή 9% περισσότερα συγκριτικά με πρόπερσι. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το κέρδος που αποκομίζει η Porsche όταν πουλά μία 911 ή μία Cayenne, φτάνει για να αγοράσεις ένα ολοκαίνουριο μικρομεσαίο μοντέλο ενός άλλου κατασκευαστή μαζικής παραγωγής, όπως για παράδειγμα ένα Toyota Yaris ή ένα Dacia Sandero. H υπεροχή της Porsche στην κερδοφορία ανά πώληση απέναντι στους άλλους Γερμανούς premium αυτοκινητοκατασκευαστές, είναι συντριπτική. Η Daimler «τσέπωσε» πέρυσι περίπου 5.000 δολάρια (γύρω στις 4.575 ευρώ) ανά καινούριο μοντέλο, ενώ σχεδόν ίδια περιθώρια κερδοφορίας εμφάνισε το 2016 και η BMW. Η εξωπραγματική κερδοφορία της Porsche οφείλεται εν μέρει στο γεγονός, ότι η γκάμα της περιλαμβάνει μόνον ακριβά αυτοκίνητα. Αντίθετα, η Mercedes και η BMW είναι υποχρεωμένες να προσφέρουν και μοντέλα σε πιο προσγειωμένες τιμές, για να πετύχουν έναν μεγάλο όγκο πωλήσεων. Εννοείται, ότι η φήμη της Porsche επιτρέπει στην εταιρεία να βάζει «καπέλο» στις τιμές των μοντέλων της, το οποίο είναι διατεθειμένοι να το πληρώσουν οι πελάτες. Πρόκειται για μία πολιτική, που ασκεί με ιδιαίτερη επιτυχία και η Ferrari. Η ιταλική μάρκα λειτουργεί με μέσο κέρδος 90.000 δολάρια (περίπου 82.340 ευρώ) ανά πώληση αυτοκινήτου, όμως το ένα τρίτο των δραστηριοτήτων της Ferrari αφορά κινητήρες, αξεσουάρ, έσοδα από πάρκα αναψυχής, κλπ. Εξάλλου η φίρμα από το Μαρανέλο κρατά επίτηδες χαμηλά την ετήσια παραγωγή της και κατασκευάζει μόνον 8.000 αυτοκίνητα τον χρόνο, ώστε να δημιουργεί μεγάλη ζήτηση για τα μοντέλα της και να μπορεί να φουσκώνει τις τιμές τους. Η Porsche δεν διατηρεί όμως έναν τόσο ελιτίστικο χαρακτήρα, αφού η παραγωγή της αυξήθηκε την τελευταία τριετία κατά 47% και φτάνει πλέον το ένα δέκατο του μεγέθους της BMW. Θα περίμενε κανείς, ότι τα περιθώρια κέρδους της μάρκας από το Τσουφενχάουζεν της Γερμανίας θα μειώνονταν από το επιτυχημένο λανσάρισμα της Macan το 2014. Το μικρότερο SUV της Porsche ξεκινά από περίπου 45.000 ευρώ στο εξωτερικό και ήδη κατέχει ένα μερίδιο 40% στις συνολικές πωλήσεις της εταιρείας, οπότε δεν είναι τόσο ακριβό όσο τα υπόλοιπα αδελφάκια του. Ωστόσο, ακόμη και οι Macan συνεισφέρουν μεγάλα κέρδη στα ταμεία της Porsche, επειδή οι αγοραστές της παραγγέλνουν πλούσιες εκδόσεις με ακριβά αξεσουάρ, που ανεβάζουν τις τελικές τιμές των αυτοκινήτων στα ουράνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα δερμάτινα καθίσματα, τις μεγαλύτερες ζάντες αλουμινίου, τις σπορ εξατμίσεις και τις ειδικές βαφές, που κοστίζουν χιλιάδες ευρώ και διογκώνουν τον τελικό λογαριασμό. Ο πελάτης ακριβών προϊόντων επιθυμεί πλέον την εξατομίκευση, γιαυτό θέλει και η «Porsche του» να φέρει πάνω και μέσα της τα δικά του προσωπικά στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η μέση τιμή μίας καινούρια Porsche ανέρχεται σε 99.000 δολάρια, δηλαδή λίγο πάνω από τις 90.000 ευρώ, ενώ αντίστοιχες εμπειρίες βιώνουν και οι κατασκευαστές άλλων premium προϊόντων. Για παράδειγμα η TAG Heuer προσφέρει το νέο, έξυπνο ρολόι της σε 4.000 διαφορετικούς συνδυασμούς εξατομίκευσης, με αποτέλεσμα να ξεκινούν οι τιμές του από τα σεμνά και ταπεινά 1.500 ευρώ και να αγγίζουν τα εξωπραγματικά 15.500 ευρώ! Ουσιαστικά, ο κάθε πελάτης καλείται να δημιουργήσει το δικό του ρολόι, σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες του και τις οικονομικές του δυνατότητες.

Ακολουθήστε την σελίδα του gMotion στο Facebook!